Μια παρέα νεαρών καλλιτεχνών πηγαίνουν σε ένα νεκροταφείο ενός απομακρυσμένου νησιού όπου και ξεθάβουν ένα πτώμα με στόχο να το χρησιμοποιήσουν σε σατανιστική τελετή που θα αναστήσει τους νεκρούς. Για κακή τους τύχη, όμως, η τελετή πετυχαίνει και σαν αποτέλεσμα τα αιμοδιψή ζόμπι κατακλύζουν το χώρο.
Σχόλια:
Ο Bob Clark είναι ένα όνομα που, τουλάχιστον για τον γράφοντα, υποδηλώνει ποιότητα, και δεν το λέω αυτό λόγω του PORKY’S, αλλά κυρίως λόγω μιας ξεχασμένης σήμερα ταινιούλας με τίτλο DEAD OF NIGHT που γύρισε το 1974. Το σενάριο της εκπληκτικά ατμοσφαιρικής και ευρηματικής αυτής ταινίας έγραψε ο Alan Ormsby (DERANGED), όμως η συνεργασία μεταξύ των δύο ξεκίνησε με το CHILDREN SHOULDN’T PLAY WITH DEAD THINGS, μια από τις πρώτες ταινίες με ζόμπι που κυκλοφόρησαν μετά από το κλασσικό NIGHT OF THE LIVING DEAD.
Στο συγκεκριμένο εργάκι, το ντουέτο Clark- Ormsby δείχνει για πρώτη φορά τα δόντια του στο χώρο του τρόμου και φτιάχνει μια ταινία που είναι μεν άνιση, αλλά σίγουρα δεν μπορεί να αγνοηθεί από κανένα φίλο της σκηνής, και δη φίλο των ζωντανών νεκρών.
Όλα ξεκινούν όταν μια παρέα γενικά αντιπαθητικών καλλιτεχνών με θητεία στο θέατρο πηγαίνουν σε ένα απομακρυσμένο νησί, εξαναγκασμένοι από τον ιδιοκτήτη του θιάσου στον οποίο δουλεύουν, ο οποίος εν ολίγοις τους απειλεί με απολύσεις και λύσεις συμβολαίων αν δεν πάνε με τα νερά του. Στόχος του, να ξεθάψει ένα πτώμα και να το χρησιμοποιήσουν σε σατανιστική τελετή για την ανάσταση των νεκρών, κάτι που βρίσκουν στο πρόσωπο του Orville, ενός πτώματος που κείταιται σε ένα παρακείμενο τάφο.
Ο Alan (Alan Ormsby), ατρόμητος και πολύ διεστραμμένος αρχηγός, δεν ακούει τις προειδοποιήσεις και τις διαμαρτυρίες των υπολοίπων της παρέας και απαγγέλλει τους απαραίτητους στίχους που θα κάνουν πραγματικότητα το στόχο του. Προς μεγάλη του απογοήτευση, το σχέδιο δεν πετυχαίνει, οπότε οι υπόλοιποι πέφτουν πάνω του με τα μούτρα. Ο Alan, όμως, δεν έχει σκοπό να εγκαταλείψει έτσι εύκολα την προσπάθεια και αποφασίζει να κρατήσουν το πτώμα του Orville στο ορμητήριό τους για…λίγη ακόμη διασκέδαση!
Για κακή τους τύχη, μετά από λίγο το ξόρκι αρχίζει να λειτουργεί και ορδές από τσαντισμένα ζόμπι κατακλύζουν το χώρο και παγιδεύουν την τρελοπαρέα μέσα στο κτίριο.
Το CHILDREN SHOULDN’T PLAY WITH DEAD THINGS ξεκινάει αργά παρουσιάζοντας την παράξενη παρέα των σοβαρά διαταραγμένων καλλιτεχνών με έναν τρόπο που κάπως αποζημιώνει για την έλλειψη δράσης στο περισσότερο μέρος της εισαγωγής. Οι χαρακτήρες είναι τόσο «τραβηγμένοι» που πραγματικά ορισμένες φορές είναι απολαυστικό να παρακολουθεί κανείς τους διαλόγους τους. Ο Alan Ormsby ξεχωρίζει στο ρόλο του παρανοϊκού ηγέτη, αλλά κανείς από τους υπόλοιπους δεν πάει πίσω, με πολύ καλές ερμηνείες θεατρικής ποιότητας.
Η ατμόσφαιρα, νοσηρή και αδιαπέραστη κατά διαστήματα, είναι πανταχού παρούσα από την αρχή ως το αιματηρό τέλος, ενώ ο Bob Clark με μαεστρία παίζει με τα συναισθήματα των θεατών και των ηρώων του, με τις μεταπτώσεις στη διάθεση της ταινίας. Όμως, σε κάθε περίπτωση υπάρχει κοινός παρονομαστής. Τα «παιδιά» του τίτλου πήγαν κόντρα στη φύση, τη λογική και το δρόμο του Θεού (ή του Διαβόλου) και τελικά θα το πληρώσουν, κάτι που από την αρχή ο Clark το κάνει ηλίου φαεινότερο. Ακόμα και στο μακρόσυρτο πρώτο μέρος της ανάλυσης χαρακτήρων, κάποιος είναι βέβαιος ότι τελικά η τρελοπαρέα δεν θα έχει καλό τέλος. Άσε που όλοι οι χαρακτήρες χωρίς καμία εξαίρεση, είναι αυτό που θα ονόμαζε κανείς «ξιπασμένοι», με φλεγματικές ατάκες, ειρωνείες και κατηγορίες περί ανικανότητας να ξεστομίζονται συνεχώς από το στόμα του καθενός.
Ο Clark και ο Ormsby πετάν και άλλα στοιχεία στη μίξη, όπως τις μυστηριώδεις νεκροφιλικές τάσεις του Alan, που από ένα σημείο και μετά γίνεται…αχώριστος φίλος με τον σε αποσύνθεση Orville, τις νύξεις προς τη λατρεία του τύπου με τα κέρατα και τις οπλές τράγου, ενώ δε λείπουν και κάποια gay στοιχεία, που κάνουν την ούτως ή άλλως ασυνήθιστη παρέα ακόμα πιο πικάντική, και απόλυτα ταιριαστή με τα κακόγουστα πολύχρωμα ‘70’s ρούχα τους.
Όταν τα ζόμπι επιτίθενται στο τελευταίο μισάωρο, η επίθεση θυμίζει πολύ NOTLD, με την παρέα να ταμπουρώνεται στην αρχή μέσα στο κτίριο, χωρίς όμως ιδιαίτερη επιτυχία. Το μακιγιάζ των ζωντανών νεκρών δεν είναι κάτι το φοβερό, μιας και είναι περισσότερο στο στυλ που λάνσαρε ο Romero στο NOTLD και μετέπειτα χρησιμοποίησε ο Jorge Grau στο εκπληκτικό LET SLEEPING CORPSES LIE, παρά στο σαπισμένο και σκουληκιασμένο look που ο μεγάλος Lucio Fulci έκανε must στις ταινίες του είδους με το ZOMBIE 2. Αυτό όμως δε σημαίνει ότι τα ζόμπι είναι cheesy ή ότι δεν τρομάζουν, μιας και οι Clark- Ormsby φρόντισαν να καλλιεργήσουν το φόβο του θεατή με την καταπληκτική σκοτεινή ατμόσφαιρα.
Γενικά, εγώ είμαι fan της συγκεκριμένης ταινίας, που εκτός από την αδιαμφισβήτητη ιστορική αξία της, έχει πολλά ακόμα να προσφέρει στους fans. Μάλιστα, ο Bob Clark έχει ήδη προγραμματίσει το remake της ταινίας, πάλι σκηνοθετημένο από τον ίδιο, που θα κυκλοφορήσει μέσα στο 2007.
Αν μάλιστα η δράση ερχόταν και κάπως πιο σύντομα, θα μιλούσα με βεβαιότητα για ένα από τα διαχρονικά αριστουργήματα της αγαπημένης μας σκηνής των ζόμπι.
Οι δύο R0 περιέχουν έκδοση της ταινίας πιο μεγάλη σε διάρκεια από την R2, που όμως έχει αναμορφική μεταφορά, DTS και 5.1 ήχο και περιλαμβάνει συνέντευξη με τον Alan Ormsby. Οι σκηνές που λείπουν από την R2 δεν είναι σκηνές gore.