Σε ένα μεταποκαλυπτικό μέλλον, οι άνδρες έχουν σχεδόν εξαφανιστεί και ο πλανήτης ελέγχεται από την σατανική Reverend Mother και τον στρατό αμαζόνων της. Η ατρόμητη πολεμίστρια Phoenix προσπαθεί να σώσει τη ζωή του μοναδικού αγοριού που γεννήθηκε στον πλανήτη το οποίο θα τερματίσει την βασιλεία τρόμου της Reverend Mother.
Σχόλια:
Πάντα είναι κατάλληλη στιγμή για άλλη μια post apocalyptic ταινιούλα εδώ στο b-movies.gr, πόσο μάλλον όταν το εξώφυλλο υπόσχεται ημίγυμνες κορμάρες με αυτόματα στο χέρι. Δύσκολα μπορεί κάποιος exploitation fan να αντισταθεί σε κάτι τέτοιο παρόλο που συνήθως γνωρίζει τα επίπεδα ποιότητας (ή καλύτερα μη ποιότητας) που θα συναντήσει σε μια φτηνή κατευθείαν στο βίντεο παραγωγή των τελών της δεκαετίας του 80. Στη συγκεκριμένη περίπτωση, το PHOENIX THE WARRIOR έχει αρκετή τέτοια, όπως και την πάντα ζητούμενη b-movie γοητεία παρόλο που τα πετυχαίνει με ανορθόδοξους τρόπους.
Βρισκόμαστε στο κοντινό μέλλον όπου ο πλανήτης έχει καταστραφεί από διάφορους πολέμους και ο ανδρικός πληθυσμός έχει σχεδόν εξαφανιστεί. Κουμάντο στην έρημο κάνει η σατανική υπερήλικη Reverend Mother (Sheila Howard) που ελέγχει τον κόσμο μέσω του πρωτοπαλίκαρού της, της πάντα οργισμένης Cobalt (Persis Khambatta) και των υπερφυσικών της δυνάμεων. Στόχος τους είναι να βρουν το μοναδικό αρσενικό παιδί που γεννήθηκε στον πλανήτη και να το σκοτώσουν καθώς η παρανοϊκή μονάρχης πιστεύει ότι θα φέρει την αλλαγή στον πλανήτη κάνοντάς τον εύφορο ξανά, κάτι που δεν θέλει καθόλου αφού αυτό θα σημαίνει το τέλος της ηγεμονίας της.
Όμως η νεαρή Keela (Peggy McIntaggart) καταφέρνει να γλιτώσει την επίθεση της Cobalt και του στρατού της και φυγαδεύεται από την ατρόμητη πολεμίστρια Phoenix (Kathleen Kinmont) που έτυχε να βρίσκεται στην περιοχή. Τα χρόνια περνάνε και το αγόρι γεννιέται, αλλά οι δύο γυναίκες συνεχίζουν να περιπλανώνται στην αφιλόξενη έρημο με την Cobalt συνεχώς στο κατόπι τους. Καθώς οι μάχες μεταξύ τους συνεχίζουν, οι δυο γυναίκες πέφτουν πάνω στον τελευταίο άνδρα στη Γη ο οποίος κατάφερε να ξεφύγει από τους θαλάμους της τράπεζας σπέρματος στην οποία όπως όλοι οι άνδρες είχε γίνει μονιμάς και οι τρεις τους ετοιμάζονται για την τελική μάχη με την Cobalt και την Reverend Mother με φόντο την σωτηρία του πλανήτη.
Ο διευθυντής φωτογραφίας Robert Hayes γράφει το σενάριο και φτιάχνει την πρώτη και μοναδική του ταινία ως σκηνοθέτης με εκείνο το αξιαγάπητο b-movie στιλ που γνωρίζουν οι fans του σινεμά των τελών των 80s. Το αποτέλεσμα είναι ένα καθ’ όλα διασκεδαστικό post apocalyptic ταινιάκι που έχει αρκετό υλικό προς τέρψη των exploitation fans και που φαίνεται να γνωρίζει τα κυβικά του και να κινείται πάνω σε αυτά χωρίς να έχει υπερβολικές σεναριακές ή άλλες απαιτήσεις.
Εκτός από την συνεχή παρουσία καλλίγραμμων γυναικών που φορούν ελάχιστα ή και καθόλου ρούχα, το PHOENIX THE WARRIOR έχει αρκετή δράση που αξίζει σχολιασμό, καθώς συνήθως είναι όσο κακογυρισμένη όσο μπορούσε να την κάνει ο σκηνοθέτης. Μάχες σώμα με σώμα σε slow motion και αδέξιες πολεμικές χορογραφίες που βγάζουν τρελό γέλιο βρίσκονται στην ημερήσια διάταξη και ακολουθούν με σταθερό τρόπο επαναλαμβανόμενες σκηνές ακινησίας και ανούσιων διαλόγων. Πρώτα βλέπουμε την Reverend Mother και την Cobalt να ορκίζονται στον θάνατο του νεογέννητου αγοριού συνοδεία αφιονισμένων μονόλογων σχετικά με την κατάκτηση του κόσμου από μια νέα φυλή γυναικών, μετά τις δύο πρωταγωνίστριες είτε να συζητούν αδιάφορα είτε να αντιμετωπίζουν τους κινδύνους της post apocalyptic ζωής.
Αυτή η ρουτίνα επαναλαμβάνεται σταθερά σε ολόκληρη τη διάρκεια της ταινίας, με ελάχιστες εξελίξεις της πλοκής και του σεναρίου- για να μη μιλήσω για ανάλυση χαρακτήρων- που είναι καθαρά διακοσμητικά στη συγκεκριμένη περίπτωση. Ένα- δύο «κρίσιμα» σεναριακά σημαία παρουσιάζονται δειλά- δειλά κατά τη διάρκεια της προβολής, με το πρώτο να είναι η εμφάνιση του ματσό James Emery στο ρόλο του τελευταίου άνδρα στη Γη, κομπλέ με τζινάκι Levis 501, καουμπόικες μπότες και 70s τσοντομουστάκι και το δεύτερο είναι η αιχμαλωσία των πρωταγωνιστριών από μια γραφικότατη φυλή μεταλλαγμένων.
Από εκεί και πέρα, η ρουτίνα είναι αυστηρά η προαναφερόμενη, που εμπλουτίζεται κατά διαστήματα με τα απολύτως απαραίτητα γυμνά πλάνα που πάντως είναι πολύ λιγότερα απ’ ότι θα περίμενε κανείς και πληθώρα αφελέστατων μαχών και δράσης σε τιμή ευκαιρίας. Στην ίδια λογική, οι ερμηνείες όλων είναι σαν να έβαλαν οι ηθοποιοί μεταξύ τους ένα άτυπο στοίχημα για το ποια θα είναι η χειρότερη.
Οι θεατρικοί και σουρεαλιστικοί διάλογοι πάνε και έρχονται και φέρνουν αβίαστα χαμόγελα στα πρόσωπα των υποψιασμένων θεατών. Μερικές σκηνές βγάζουν επιτηδευμένα γέλιο, αλλά η συντριπτική πλειοψηφία τους γίνονται εντελώς ανεπιτήδευτα, κάτι που ανεβάζει κατακόρυφα την αξία.
Από αυτό το τριπ δεν γλιτώνει ούτε η γνωστή και αγαπημένη Persis Khambatta, που μάλιστα συμμετείχε στην παραγωγή της ταινίας. Η αδικοχαμένη Ινδή ηθοποιός ναι μεν μοιάζει να είναι καλύτερη στις υποκριτικές της ικανότητες από τις υπόλοιπες, αλλά είναι σαν να αντιλαμβάνεται ότι μια «σοβαρή» ερμηνεία θα ήταν αταίριαστη στο PHOENIX THE WARRIOR και έτσι γίνεται η πιο υπερβολική και θεατρική απ’ όλες, με συνεχή κακεντρεχή γέλια, μεγαλόσχημες ατάκες και όλα τα σχετικά.
Η Kathleen Kinmont είναι η πρωταγωνίστρια αλλά δεν καταφέρνει να περάσει προς τα έξω το «ατρόμητο» ύφος που θα ήθελε το σενάριο. Αντίθετα, όταν έρχονται τα δύσκολα υιοθετεί μια καθαρά κοριτσίστικη προσέγγιση με νάζι και ελαφρά ενοχλημένο ύφος για τα ξεβολέματα που αναγκάζεται να υποστεί ο χαρακτήρας της, φανερώνοντας ότι ο ρόλος της Νύφης στο BRIDE OF RE-ANIMATOR ήταν μάλλον η κορυφαία υποκριτική στιγμή της καριέρας της.
Αξίζει σίγουρα ειδικής αναφοράς ο χαρακτήρας της Revered Mother, που επί της ουσίας πρόκειται για στεγνή και απροκάλυπτη αντιγραφή του Αυτοκράτορα του STAR WARS, τόσο σε εμφάνιση όσο και σε ατάκες. Επίσης προσωπικά ευχαριστήθηκα αρκετά τη σκηνή της αιχμαλωσίας των κοριτσόπουλων από την ομάδα των παραμορφωμένων μεταλλαγμένων, μιας και μάλλον ήταν η μόνη στιγμή που το PHOENIX THE WARRIOR αποκτάει λίγη ατμόσφαιρα και σασπένς. Τελικά οι υποσχέσεις της σκηνής δεν γίνονται ποτέ πραγματικότητα από το σενάριο, αλλά τουλάχιστον το κλίμα ξεφεύγει λίγο από τα συνεχόμενα άχρωμα και κουραστικά πλάνα της ερήμου στην οποία γυρίστηκε η ταινία.
Στο τέλος αυτό που μένει είναι μια αφύσικα διασκεδαστική post apocalyptic b-movie που δύσκολα δεν θα ικανοποιήσει τους φίλους του φτηνού exploitation των 80s. Προσωπικά παρακολούθησα την ταινία με γνήσιο ενδιαφέρον από την αρχή ως το τέλος, δεν βαρέθηκα σχεδόν σε καμία στιγμή μιας και ακόμα και στις νεκρές σκηνές όλο και κάτι αξιόλογο έκανε την εμφάνισή του και δεν βλέπω το λόγο να μην κάνουν το ίδιο και οι ομοϊδεάτες μου. Εξάλλου, από θεματολογία και μόνο το PHOENIX THE WARRIOR είναι γεννημένος νικητής, ή- πιο σωστά- νικήτρια.