Ο εξολοθρευτής επιστρέφει στους κακόφημους δρόμους της πόλης και τα βάζει με μια συμμορία εμπόρων ναρκωτικών που έκαναν το λάθος να επιτεθούν στο νέο του αμόρε.
Σχόλια:
Τέσσερα χρόνια μετά την κυκλοφορία του κλασικού “THE EXTERMINATOR” ο John Eastland (Robert Ginty) επιστρέφει στις κακόφημες συνοικίες της Νέας Υόρκης με μεγάλη όρεξη να καθαρίσει τους δρόμους από κάθε είδους παράνομους. Αυτή τη φορά το όπλο της επιλογής του είναι ένα φλογοβόλο το οποίο χρησιμοποιεί χωρίς ιδιαίτερη φειδώ πάνω στα εγκληματικά στοιχεία που συναντάει στο δρόμο του, κάτι που εκνευρίζει τον X (Mario Van Peebles), μεγαλομανή αρχηγό μιας ανερχόμενης συμμορίας με σχέδια εξάπλωσης και κατάκτησης του κόσμου. Ο X θέλει να ξεφορτωθεί τον εξολοθρευτή που τόση ζημιά κάνει στις επιχειρήσεις εμπορίου ναρκωτικών του και έτσι στέλνει τους γορίλες του να την πέσουν στο νέο αμόρε του Eastland, την όμορφη χορεύτρια Caroline (Deborah Geffner).
Η Caroline μένει σχεδόν παράλυτη μετά την άνανδρη επίθεση των τσιρακιών του X και έτσι ο Eastland παίρνει τα όπλα και με τη βοήθεια του κολλητού του Be Gee (Frankie Faison) και του τεθωρακισμένου σκουπιδιάρικού του αρχίζουν να αναζητούν τον X με στόχο την εκδίκηση. Όμως ο πανούργος εγκληματίας δεν έχει πει την τελευταία του λέξη καθώς έχει συνάψει συμφωνίες με την τοπική μαφία, κάτι που ενδυναμώνει τη θέση του στο εγκληματικό στερέωμα και κάνει την εκδίκηση του Eastland όλο και δυσκολότερη.
Τυπική παράδοση της αγαπημένης Cannon Group και των θρυλικών Menahem Golan και Yoram Globus ήταν να προσπαθούν να κατακτήσουν το Χόλιγουντ με πολλούς και διάφορους πέρα από τα συνηθισμένα τρόπους. Ένας βασικός εξ αυτών ήταν η ασταμάτητη αγορά δικαιωμάτων παλιότερων επιτυχιών και το λανσάρισμα καθυστερημένων χρονικά sequel αυτών. Κλασικότερο παράδειγμα όλων, η σειρά των sequels του “DEATH WISH” με τον αγαπημένο Charles Bronson.
Tο “EXTERMINATOR 2” θα μπορούσε άνετα να είναι ένα από αυτά τα sequels, καθώς το μόνο που αλλάζει είναι η παρουσία του εξίσου ξύλινου με τον γερο- Charlie Robert Ginty. Η δράση του χαρακτήρα του όσο και γενικότερα όλο το σενάριο που επιμελήθηκε ο σκηνοθέτης Mark Buntzman δεν ξεφεύγει από τα πλαίσια της τυπικής ιστορίας εκδίκησης χωρίς ιδιαίτερη σεναριακή λογική αλλά εμπλουτισμένης με μπόλικα exploitation στοιχεία.
Έχοντας πει αυτό πάντως πρέπει να ξεκαθαρίσω ότι η πολύ βαριά ατμόσφαιρα σήψης και διαφθοράς που είχε καταφέρει να κάνει το πρωτότυπο γροθιά στο στομάχι απουσιάζει εντελώς σε αυτό το sequel. Αν και ο στόχος της παραγωγής είναι να χτίσει πάνω στα exploitation στοιχεία, το “EXTERMINATOR 2” είναι σχεδόν ακίνδυνο σε σύγκριση με το σκατόψυχο και κατάμαυρο “THE EXTERMINATOR” και φαίνεται ότι ο στόχος του ήταν απλώς και μόνο να τσεπώσει εκμεταλλευόμενο την διαβόητη φήμη του πρωτότυπου χωρίς όμως να μπαίνει στα χωράφια του.
Έτσι έχουμε ένα τυπικό θέαμα που θα περίμενε κανείς να δει σε θρίλερ αυτού του στιλ από την Cannon της εποχής, με αρκετή δράση, σενάριο χωρίς ουσιαστικό σημείο εστίασης, συνοδευτικούς χαρακτήρες η μοίρα των οποίων είναι γνωστή- τουλάχιστον για τους exploitation fans- πριν ακόμα ξεκινήσει η προβολή και μπιτάτη αλλά κουραστική και ενίοτε εκνευριστική ηλεκτρονική μουσική της εποχής με σαφείς αναφορές στη μόδα του Breakdance με την οποία μάλιστα ασχολήθηκε η Cannon σε μια ταινία ονόματι BREAKIN’ που κυκλοφόρησε την ίδια χρονιά. Οι συνομήλικοί μου ίσως θυμούνται τα μπλουζάκια πάνω από τον αφαλό και τις φρενήρης χορευτικές/ ακροβατικές φιγούρες, αλλά όσοι δεν τις θυμούνται έχουν την ευκαιρία να φρεσκάρουν τις γνώσεις ρετρό- υποκουλτούρων τους μιας και ο σκηνοθέτης φρόντισε να συμπεριλάβει φουλ σκηνές χορού στους δρόμους.
Βία υπάρχει και είναι αρκετά σαδιστική καθώς οι σκηνές και περιλαμβάνουν αναίτια σκληρές πυρπολίσεις κακών από τον Eastland, όπως και ολίγο πιστολίδι, ξύλο και συγκρατημένο gore. Σε καμιά περίπτωση πάντως οι σκηνές αυτές δεν καταφέρνουν να επαναλάβουν την ωμή δύναμη που είχαν οι αντίστοιχες στο “THE EXTERMINATOR” και μοιραία ξεχνιούνται λίγο μετά το τέλος της προβολής. Αυτό αντιλήφθηκαν και οι παραγωγοί την ώρα των γυρισμάτων και ζήτησαν πιο σκληρές σκηνές οι οποίες προστέθηκαν μετά την ολοκλήρωση της πρώτη εκδοχή της ταινίας.
Προσθέτουμε στο μίγμα και μπόλικη αφελή αλλά συχνά- πυκνά καλογυρισμένη δράση, με τη τελική σκηνή του σκουπιδιάρικου σε φουλ επίθεση να ξεχωρίζει, όπως και κάποιες αδέξιες προσπάθειες του σεναρίου να δώσει δραματική υπόσταση στα δρώμενα κάτι που δίνει πάσα στον Robert Ginty για να ξεδιπλώσει το δραματικό ταλέντο του σε αρκετές σκηνές με περιορισμένο πάντως βαθμό επιτυχίας και προκύπτει μια διασκεδαστική ταινία που έχει ρυθμό και χαβαλέ αλλά μέχρι εκεί.
Από ερμηνείες, ο μόνος που ξεφεύγει από το μέσο όρο είναι ο Mario Van Peebles σε έναν από τους πρώτους του πρωταγωνιστικούς ρόλους τόσο για το κούρεμά του όσο και για τους ασταμάτητους αφιονισμένους μονόλογους. Οι υπόλοιποι, συμπεριλαμβανομένου και του Robert Ginty είναι εντελώς τυπικοί στους ρόλους τους και χωρίς κάτι άξιο ξεχωριστής αναφοράς, εκτός ίσως από την παρουσία του πρόσφατα αποθανόντα Irwin Keyes που επιστρέφει στο franchise σε διαφορετικό πάντως ρόλο από εκείνον που είχε στο “THE EXTERMINATOR”. Επίσης έχουμε και μια μικρή εμφάνιση του John Turturo στην δεύτερή του κινηματογραφική παρουσία.
Με τα πολλά συμπληρώνεται μια γενικά διασκεδαστική αλλά χωρίς κάτι το ιδιαίτερο ταινία το κλίμα της οποίας θυμίζει αρκετά το αντίστοιχο του DEATH WISH 3. Χαβαλετζίδικη και ενίοτε ανεπιτήδευτα κωμική, χωρίς βάθος και σεναριακή λογική, αλλά με μπόλικη b-δράση και στοιχεία που λογικά δεν θα αφήσουν παραπονεμένους τους fans της Cannon, αλλά που δεν πρέπει να περιμένουν σε καμία περίπτωση την ωμότητα και την γνήσια δύναμη του πρωτότυπου.
DVD Notes:
Δεν υπάρχουν εκδόσεις στη χώρα μας.
Διεθνείς DVD εκδόσεις:
R1 Αμερική (Shout! Factory) – Action Packed Movie Marathon.μαζί με τα ALIENATOR, EYE OF THE TIGER και “CYCLONE” R2 Γερμανία (Ascot Elite Home Entertainment)
Όλες οι εκδόσεις είναι χωρίς περικοπές. Η έκδοση της Shout! Fctory έχει αναμορφική widescreen μεταφορά και ηχητικό σχολιασμό και είναι η ενδεδειγμένη επιλογή.