Στην κατεστραμμένη Γη του έτους 2053, μια ομάδα ανθρώπων διασχίζουν την αφιλόξενη έρημο με προορισμό την γη της επαγγελίας ονόματι Neon City αντιμετωπίζοντας κάθε είδους κινδύνους αλλά και το σκοτεινό παρελθόν του καθενός.
Σχόλια:
Οι αρχές των 90s σηματοδότησαν το σταδιακό τέλος της χρυσής εποχής της βιντεοκασέτας κάτι που έκανε μπαμ στους πιο υποψιασμένους όταν και έβλεπαν την ποιότητα των διαφόρων exploitation και όχι μόνο παραγωγών να παίρνει την κατιούσα, με ατελείωτα σκουπίδια να βρίσκουν τη θέση τους στα ράφια των βιντεοκλάμπ. Από τον κανόνα δεν θα μπορούσε να ξεφύγει και το αγαπημένο υποείδος των post apocalyptic περιπετειών, οι οποίες είχαν αρχίσει να χάνουν την αίγλη τους από τα μέσα των 80s και οι περισσότερες b-παραγωγές του είδους ήταν χωρίς φαντασία και γενικά αδιάφορες.
Ίσως αυτές οι σκέψεις με έκαναν τότε να αγνοήσω το υπό σχολιασμό NEON CITY, μια από τις εξαιρέσεις του κανόνα, που καταφέρνει να ξεχωρίσει κυρίως λόγω του προσωπικού οράματος του δημιουργού της αλλά και του νοικοκυρεμένου τρόπου παραγωγής της που δεν αφήνει τον χαμηλό προϋπολογισμό να κάνει ζημιά στο θέαμα. Είμαι βέβαιος ότι εκτός από εμένα, αρκετοί ακόμα post apocalyptic fans έχασαν τη συγκεκριμένη παραγωγή, η οποία ευτυχώς στις μέρες μας είναι διαθέσιμη στα γνωστά websites αφού οι μόνες κυκλοφορίες της είναι κάτι ξεχασμένα VHS για να την ξαναθυμηθούν. Και προσωπική μου πεποίθηση είναι ότι αξίζει κάτι τέτοιο για πολλούς και διάφορους λόγους.
Πρόκειται για την περιπλάνηση μιας ετερόκλητης ομάδας ανθρώπων με προορισμό την πόλη ονόματι Neon City ταξιδεύοντας σε μια περιβαλλοντικά κατεστραμμένη Γη. Πρώτη μούρη της παρέας είναι ο σκληρός κυνηγός κεφαλών Harry Stark (Michael Ironside) που θέλει να μεταφέρει την βίαιη κρατούμενη Reno (Vanity) και να την παραδώσει στις αρχές της Neon City για να τσεπώσει την αμοιβή, αλλά στη διαδρομή οι δύο τους θα καταλήξουν στο μοναδικό μέσο μαζικής μεταφοράς που αναλαμβάνει να κάνει τη διαδρομή μέσα από την Απαγορευμένη ζώνη στην οποία κυριαρχούν αιμοδιψείς συμμορίες μεταλλαγμένων, θανατηφόρα φυσικά φαινόμενα αλλά και εσωτερικοί κίνδυνοι που προκύπτουν από το αμαρτωλό παρελθόν του Stark και της Reno αλλά και όλων των συνεπιβατών τους.
Αρκετά φιλόδοξο εγχείρημα από τον ηθοποιό Monte Markham στην δεύτερη και τελευταία του κινηματογραφική προσπάθεια στην οποία βρίσκεται πίσω από την κάμερα που μέχρι ενός σημείου καταφέρνει να δίνει το προσωπικό καλλιτεχνικό στίγμα του σκηνοθέτη χωρίς να θυσιάζει το θέαμα. Χωρίς να είναι ιδιαίτερα περίπλοκη, η υπόθεση έχει βάθος και υποστηρίζεται από πολλούς αρκετά ενδιαφέροντες χαρακτήρες και ο Markham καταφέρνει να την κάνει να φαίνεται αρκετά ενδιαφέρουσα στη μεγαλύτερη διάρκειά της, αλλά δυστυχώς για τον ίδιο δεν αποφεύγει αδράνειες.
Σίγουρα προσπαθεί να χωρέσει πολλά καρπούζια κάτω από τη μασχάλη και όπως είναι φυσικό πότε- πότε τα καρπούζια πέφτουν και σπάνε, κάτι που μεταφράζεται σε αργά σημεία και ανάλυση χαρακτήρων χωρίς ιδιαίτερη κατεύθυνση. Πάντως όλοι οι χαρακτήρες έχουν κάτι ενδιαφέρον να προσφέρουν στην υπόθεση, με πρώτο τον Ironside που έχει έναν από τους κλασικούς ρόλους του εκείνης της εποχής, σκληρός αλλά συγκρατημένος και γεμάτος κρυφά πάθη και αμαρτωλό παρελθόν.
Σ’ αυτή την περιγραφή θα μπορούσαν να ταιριάξουν όλοι σχεδόν οι χαρακτήρες του NEON CITY, κάτι που πάντως περιπλέκει τα πράγματα από άποψη αφήγησης της ιστορίας καθώς οι παίκτες γίνονται πολλοί και στο τέλος ο θεατής χάνει το μπούσουλα με τις επιμέρους ιστορίες και κίνητρα του καθενός. Ταυτόχρονα, αυτό είναι και το βασικό ενδιαφέρον σε μια ταινία που πότε παίζει εντελώς κλισαρισμένα τα γνωστά θεάματα του είδους και της εποχής και πότε καινοτομεί σε εντυπωσιακό βαθμό.
Προσωπικά παραδέχομαι ότι αν και σε καμία περίπτωση δεν είναι τέλεια, το όλο πράγμα δένει όμορφα και κατά διαστήματα εντυπωσιακά από οπτικής πλευράς και πέρα από κάποιες μικροαδράνειες κυλάει ρυθμικά και ευχάριστα σε ολόκληρη τη διάρκεια της. Μεγάλη βοήθεια είναι η πανταχού παρούσα τρομερή ατμόσφαιρα που φτάνει σε ονειρικές κορυφώσεις κατά διαστήματα όσο και η μουσική που δένει άψογα με το οπτικό κομμάτι. Η αίσθηση της καταστροφής που προηγήθηκε είναι παντού και δοσμένη με εξαιρετική επιτυχία δεδομένου του προϋπολογισμού της ταινίας, ενώ οι περιπέτειες των πρωταγωνιστών απέχουν αρκετά σε ποιότητα από τα γνώριμα χαμηλά στάνταρντς των πιο φτηνών Post apocalyptic ταινιών της περιόδου.
Υπάρχει μπόλικη δράση με πιστολίδια, μεταλλαγμένοι, κυνηγητά αυτοκινήτων και όλα τα σχετικά, καλογυρισμένα και με όμορφα πρακτικά ειδικά εφέ, αλλά αυτό δεν είναι το κύριο ενδιαφέρον του NEON CITY που επιμένει στις επιμέρους θεματικές του εξετάζοντας έναν- έναν τους πάνω από 10 βασικούς χαρακτήρες και τονίζοντας αρκετά το δραματικό στοιχείο σε κάθε ευκαιρία. Αυτό έρχεται σε αντίθεση με τα προαναφερόμενα εποχιακά κλισέ του σινεμά δράσης των 90s και σε αρκετά σημεία ρίχνει εμφανώς το ρυθμό. Είναι στην κρίση του καθενός πώς αυτή η προσέγγιση σκηνοθέτη και σεναρίου βοήθησε ή όχι το NEON CITY.
Πέρα από τον Michael Ironside που σε γενικές γραμμές είναι αρκετά καλός και όπως θα τον περίμενε κανείς, όλες οι ερμηνείες των πρωταγωνιστών είναι πρώτης γραμμής. Η μακαρίτισσα Vanity στην πιο παραγωγική περίοδο της καριέρας της ενσαρκώνει άριστα τον χαρακτήρα της, όπως και η συντριπτική πλειοψηφία των πρωταγωνιστών.
Όμως προσωπικά ιδιαίτερη εντύπωση μου έκανε η ερμηνεία του θηριώδη πρώην παίκτη του Αμερικάνικου ποδοσφαίρου Lyle Alzado στο ρόλο του πρώην κατάδικου και απρόθυμου οδηγού της παρέας. Ο Αμερικανός ηθοποιός στην τελευταία του ταινία πριν τον πρόωρο θάνατό του συγκεντρώνει όλα τα στοιχεία του NEON CITY που ξεχωρίζουν καταφέρνοντας να γίνεται διασκεδαστικός, γλυκόπικρος και σκληρός όποτε χρειάζεται, πέρα φυσικά από την εκπληκτική ρετρό- χαίτη του που με κέρδισε από την πρώτη εμφάνιση.
Το φινάλε είναι προβλέψιμο, αισιόδοξο αλλά αρκετά τετριμμένο, όμως μέχρι να φτάσει το NEON CITY επιφυλάσσει αρκετές εκπλήξεις στους θεατές που θα θελήσουν να το δοκιμάσουν και αίσθησή μου είναι ότι μέχρι ενός σημείου δεν θα τους απογοητεύσει. Όσο αφορά τις post apocalyptic ταινίες, η συγκεκριμένη είναι κάτι σαν εξειδικευμένο γευστικό γκουρμέ φαγητό ανάμεσα στο σωρό των κακομαγειρεμένων μετριοτήτων της εποχής. Είναι μια ταινία- ταξίδι που θα ξαναδώ σύντομα και προσωπικά τη συστήνω χωρίς καμία τύψη στους φίλους του είδους, αν και σίγουρα θα μπορούσε να είναι ακόμα καλύτερη.