Στο Λονδίνο του 19ου αιώνα, ένας χειρουργός εθίζεται σε επικίνδυνα χημικά προσπαθώντας να φτιάξει το πρώτο αναισθητικό για χρήση σε χειρουργικές επεμβάσεις.
Σχόλια:
Boris Karloff και Christopher Lee μαζί στην πρώτη ταινία τρόμου του Lee μετά το ιστορικό HORROR OF DRACULA που ταύτισε για πάντα τον Βρετανό ηθοποιό με το σινεμά τρόμου. Αυτή τη φορά πρωταγωνιστής είναι ο μέγας Karloff στο ρόλο του καλού γιατρού Bolton που ασκεί την ιατρική στο Λονδίνο του 1840, μια εποχή που αρρώστιες, πλημμελείς ιατρικές μέθοδοι και πλήρης εκμετάλλευση των ανθρώπων για λίγα παραπάνω Σελίνια βρίσκονταν στην ημερήσια διάταξη. Ο Δρ. Bolton είναι πεπεισμένος ότι οι μέθοδοι εγχειρήσεων που μέχρι τότε επιτάσσαν γρήγορο κόψιμο- ράψιμο στους ασθενείς ώστε να νιώθουν όσο γίνεται λιγότερο πόνο μπορούσαν να τελειοποιηθούν με την ανακάλυψη ενός αερίου που να μπορεί να κάνει τον ασθενή να χάνει προσωρινά τις αισθήσεις του και να αντέχει στον πόνο των επεμβάσεων.
Ο καλός γιατρός αρχίζει να πειραματίζεται στον εαυτό του με διάφορες ενώσεις επικίνδυνων χημικών, μεταξύ των οποία το υδροκυάνιο και το όπιο, αλλά γρήγορα βρίσκεται ο ίδιος βαριά εθισμένος στην νέα πειραματική ουσία που κατασκεύασε. Σαν να μην έφταναν αυτά, η επίδειξη που προγραμμάτισε για τους δύσπιστους συναδέλφους του στο αμφιθέατρο του πανεπιστημίου πάει κατά διαβόλου και έτσι πλέον πρέπει να βρει εναλλακτικούς τρόπους για να αποκτήσει τα χημικά που χρειάζεται, μιας και οι συνάδελφοί του τον κοιτάζουν με μισό μάτι χλευάζοντάς τον σε κάθε ευκαιρία.
Έτσι μπλέκει με τους σκοτεινούς Black Bill (Francis De Wolff) και τον χωρίς ηθικούς φραγμούς συνεργάτη του ονόματι Ressurrection Joe (Christopher Lee) οι οποίοι βγάζουν φράγκα πουλώντας πτώματα στο νεκροτομείο του πανεπιστημίου, αφού προηγουμένως φροντίζουν να τους δολοφονούν και να εκβιάζουν τον Δρ. Bolton για να υπογράφει τα ψεύτικα πιστοποιητικά θανάτου με αντάλλαγμα την πρόσβαση στις χημικές ουσίες που χρειάζεται ο Bolton. Όμως ο γιος του (Francis Matthews) και η μνηστή αυτού (Betta St. John) αρχίζουν να βλέπουν τις αλλαγές στην συμπεριφορά του καλού γιατρού και υποψιάζονται ότι κάτι δεν πάει καλά με τα πειράματά του, τα οποία μπορεί να σχετίζονται με τα ολοένα και αυξανόμενα πιστοποιητικά θανάτων που φέρεται να έχει υπογράψει.
Αν και η ταινία κατατάσσεται στο είδος του τρόμου, πιο ρεαλιστικό θα ήταν να μιλήσουμε για μια καλοσχεδιασμένη ψυχολογική μελέτη πάνω στην ψυχοσύνθεση του γιατρού που δεν αντέχει στην σκέψη του ότι οι ασθενείς του μπορούν να γίνουν χειρότερα μετά τις επεμβάσεις του λόγω του πόνου τον οποίο αναγκάζονται να υπομένουν. Ο Bolton αναγνωρίζει την βαρβαρότητα των συγκεκριμένων πρακτικών και δεν δέχεται τον αφορισμό των συναδέλφων του ότι «Πόνος και νυστέρι πάνε μαζί». Έτσι, ο καλός γιατρός είναι διατεθειμένος να γίνει πειραματόζωο και να εθιστεί σε επικίνδυνα χημικά, ενώ δεν διστάζει για το καλό της επιστήμης να παραβεί τους όρκους του και τις επιταγές της γενικότερης ηθικής σκέψης.
Από εκείνο το σημείο «μηδέν» και μετά, ο Δρ. Bolton μεταμορφώνεται σε ένα- εν ολίγοις- πρεζόνι εξαρτώμενο από τη διαθεσιμότητα συγκεκριμένων χημικών, ο τρόπος σκέψης και δράσης του αλλάζει με τον ίδιο να είναι ανήμπορος να αντισταθεί σε αυτές τις αλλαγές. Ακόμα και η φονική δράση των Ressurrection Joe και Black Bill δεν είναι αρκετές για να κοπάσουν την επιθυμία του για μια δόση ακόμα, κάτι που η ερμηνεία του Boris Karloff καταφέρνει να αποδώσει στην εντέλεια. Γενικά, ο Karloff στο CORRIDORS OF BLOOD παραδίδει μια από τις κορυφαίες ερμηνείες της καριέρας του , αποτυπώνοντας με μεγάλη επιτυχία όλα τα διαφορετικά στάδια από τα οποία περνάει ο χαρακτήρας του.
Άξιοι συμπαραστάτες του είναι οι δύο κακοί της ιστορίας. Κατ’ αρχάς ο Christopher Lee με μια αρκετά τρομακτική ερμηνεία ενός υπερβίαιου, γεμάτου κρυφά πάθη και χωρίς κανενός είδους ηθικούς φραγμούς χαρακτήρα και κατά δεύτερο ο Francis De Wolff στο ρόλο του ιδιοκτήτη του κακόφημου παμπ της περιοχής και εγκέφαλου της κερδοφόρου επιχείρησης εμπορίου θανάτου. Από εκεί και πέρα έχουμε τον αγαπημένο Francis Matthews σε έναν ρόλο κομμένο και ραμμένο στα μέτρα του, ενώ οι περισσότεροι από τους υπόλοιπους δεν πάνε πίσω με ρεαλιστικές και αφοσιωμένες ερμηνείες που δεν συναντάμε συχνά σε παρόμοιες παραγωγές της εποχής.
Το CORRIDORS OF BLOOD λογικά θα προβληματίσει την πλειοψηφία των θεατών με τις διάφορες θεματικές του. Πρώτα απ’ όλα την βαρβαρότητα της ιατρικής επιστήμης της εποχής και την αδιαφορία των περισσότερων ανθρώπων της, που διαφέρουν ολοκληρωτικά από τον ηθικό Δρ. Bolton, ενώ η τάση για στυγνή προδοσία κάθε τι ιερού στο βωμό του χρήματος δεν έχει αλλάξει καθόλου μέχρι σήμερα, κοντά 200 χρόνια μετά την εποχή στην οποία διαδραματίζεται η ταινία. Απλώς έχει πάρει άλλες, πιο συγκαλυμμένες και φαινομενικά "politically correct" μορφές, με τη ουσία να παραμένει ίδια και απαράλλαχτη κάνοντας το υγιώς σκεπτόμενο κοινό να αναρωτιέται τι 1840, τι 1958 τι 2016 και αν υπάρχει ορατό τέλος σ’ αυτό τον φαύλο κύκλο εκμετάλλευσης και εμπορίου κάθε αξίας και ηθικής.
Όλα αυτά είναι δοσμένα με καλό ρυθμό και όμορφη ασπρόμαυρη φωτογραφία που καταφέρνει να αποτυπώσει την γενικότερη «σαπίλα» της εποχής άριστα, όσο και τον αταίριαστo με αυτή χαρακτήρα του Δρ. Bolton. Ο σκηνοθέτης του SHE (1965), Robert Day, διεκπεραιώνει με ωραίο στιλ ένα φιλόδοξο σενάριο που δεν αρκείται σε exploitation στοιχεία και στοχεύει περισσότερα από το να ξύσει την επιφάνεια των διάφορων θεματικών του. Το τελικό αποτέλεσμα είναι σίγουρα επιτυχημένο παρά τον πενιχρό προϋπολογισμό που είχε η παραγωγή η οποία στοίχισε μόλις 90000 δολάρια και ξεχωρίζει από αρκετές παρόμοιου βεληνεκούς παραγωγές τόσο εκείνης της εποχής όσο και μεταγενέστερες.
Η ταινία κυκλοφόρησε από την σεβαστή Criterion Collection, κάτι που έμμεσα φανερώνει την ποιότητά της, η οποία απλώς επιβεβαιώνεται όσο προχωράει η προβολή. Δεν συζητάω ότι η ταινία είναι αναγκαία προβολή τόσο για τους fans του Boris Karloff όσο και του Christopher Lee που ναι μεν έχει τον τρίτο ρόλο, αλλά είναι από αυτούς που δύσκολα ξεχνιούνται, όπως ίσως και ολόκληρο το CORRIDORS OF BLOOD.
Οι εκδόσεις της DD Home Entertainment και της Criterion περιέχουν μικροπερικοπές αλλά είναι και οι κορυφαίες εκδόσεις. Η μεν της DD είναι η μόνη με αναμορφική widescreen μεταφορά, ενώ της Criterion έχει τα καλύτερα extras. Είναι πάντως πιθανό (αλλά όχι σίγουρο) η έκδοση της Image να είναι χωρίς περικοπές.