Η μυστική στρατιά επίλεκτων με όνομα Megaforce προστατεύει την παγκόσμια ειρήνη αντιμετωπίζοντας κάθε είδους εχθρούς του ειρηνικού κόσμου όπου και αν βρίσκονται.
Σχόλια:
Πότε διασκεδαστική και πότε εκνευριστικά τετριμμένη χαζομαρούλα δράσης από τις αρχές των 80s που φτιάχτηκε με το δυσθεώρητο προϋπολογισμό των 20 εκατομμυρίων δολαρίων και είναι Αμερικανο- Χονγκ Κονγκέζικη συμπαραγωγή με το όνομα της θρυλικής Golden Harvest να ξεχωρίζει άμεσα από τους τίτλους έναρξης. Ο Χονγκ Κονγκέζικος κολοσσός εκείνη την εποχή προσπαθούσε να χωθεί στο δυτικό σινεμά και το MEGAFORCE ήταν μέρος αυτής της στρατηγικής που επίσης περιλάμβανε ταινίες όπως το ιστορικό BLADE RUNNER. Το τελευταίο στοίχισε περίπου 28 εκατομμύρια, αλλά η διαφορά τόσο σε ποιότητα όσο και διαχρονικότητα είναι χαώδης.
Κακά τα ψέματα, με 20 ζεστά εκατομμυριάκια και ένα δυνατό επιτελείο ηθοποιών θα περίμενε κανείς το MEGAFORCE να ήταν τουλάχιστον άξιο αναφοράς την εποχή που γυρίστηκε, αλλά βλέποντάς το κανείς σήμερα εύκολα καταλαβαίνει ότι πρόκειται για μια πανάκριβη b-movie που δεν κατάφερε να ξεχωρίσει παρά μόνο στο μαγικό κόσμο του exploitation σινεμά, το κοινό του οποίου ξέρει να συγχωρεί και να εκτιμάει δεόντως.
Η υπόθεση εκτυλίσσεται σε μια εναλλακτική δεκαετία του 80, όπου ο ελεύθερος κόσμος προστατεύεται από την ομάδα επίλεκτων ονόματι Megaforce υπό την αρχηγία του Ace Hunter (Barry Bostwick). Η ομάδα καλωσορίζει δύο νέα μέλη, την Zara (Persis Khambatta) και τον στρατηγό Byrne- White (Edward Mulhare) που θα βοηθήσουν για την αντιμετώπιση του δικτάτορα Duke Guerera (Henry Silva) και του στρατού του, που ορίζεται ως το αντίπαλο δέος για τον ελεύθερο κόσμο που αντιπροσωπεύει η Megaforce. Έτσι η ομάδα ετοιμάζεται για κατά μέτωπο επίθεση αφού πρώτα πρέπει να εκπαιδεύσει τα νέα μέλη στις συνθήκες μάχης.
Ατελείωτες εκρήξεις και δράση που θα ζήλευαν οι περισσότερες αντίστοιχες παραγωγές της Cannon, υπόθεση χωρίς καμία λογική, χαβαλετζίδικοι διάλογοι, ηρωική μουσική και όλα τα σχετικά κάνουν την εμφάνισή τους από νωρίς στο MEGAFORCE δίνοντας υποσχέσεις για ωραία πράγματα. ‘Ομως ο σκηνοθέτης και το σενάριο απογοητεύουν καθώς γίνεται γρήγορα αντιληπτό ότι δεν υπάρχει κανενός είδους βάθος στα δρώμενα, τα οποία είναι πεζά και ολίγον τι ανόητα και σε συνδυασμό με τον σχεδόν φρενήρη ρυθμό και την ολοκληρωτική έλλειψη ατμόσφαιρας κάνουν την ταινία δύσκολη στην παρακολούθηση από νωρίς.
Για να είμαι δίκαιος, υπάρχουν συγκεκριμένες συνθήκες για να ευχαριστηθεί κάποιος το MEGAFORCE, με πρώτη και καλύτερη την τοποθέτηση του εγκεφάλου στη θέση "off" ώστε να μην υπάρχει ανάλυση των δρώμενων. Απολύτως αναγκαία συνθήκη μιας και η συντριπτική πλειοψηφία αυτών που συμβαίνουν κατά τη διάρκεια της προβολής μοιάζουν εντελώς ευκαιριακά και χωρίς καμία λογική. Έχουμε μονοδιάστατους χαρακτήρες κάθε λογής, υποτίθεται χιουμοριστικές ατάκες που δύσκολα θα κάνουν έστω και ένα δεκάχρονο να σκάσει χαμόγελο και το χειρότερο όλων, εγκληματική υποβάθμιση των δύο πιο βαριών χαρτιών του cast.
Μιλάω βέβαια κατά κύριο λόγο για τον Henry Silva, ο χαρακτήρας του οποίου υποβαθμίζεται σε comic- relief καρικατούρα που δεν αφήνει τον αγαπημένο ηθοποιό να ξεδιπλώσει το ταλέντο του σε ρόλους κακών. Κατά πόδας ακολουθεί και η όμορφη Persis Khambatta που μοιάζει να μπήκε στην ταινία αναγκαστικά αφού το αρχικό σενάριο δεν είχε κάποια γυναικεία πρωταγωνίστρια. Η γνωστή από τους ρόλους της στα STAR TREK: THE MOTION PICTURE και NIGHTHAWKS Ινδή καλλονή εξαφανίζεται τόσο ξαφνικά όσο εμφανίστηκε στην ταινία, κάτι που υποτίθεται δικαιολογείται από κάποιες αστείες σεναριακές παραδοχές, που επίσης την θέλουν να έχει ρομαντική σχέση με το καλύτερο 80s κούρεμα της ταινίας, Barry Bostwick.
O τελευταίος φαίνεται να αναγνωρίζει ότι το MEGAFORCE δεν είναι BLADE RUNNER και τουλάχιστον μοιάζει να κάνει το χαβαλέ του χωρίς να παίρνει πολύ στα σοβαρά το σενάριο, κάτι που μέχρι ενός σημείου ισχύει και για τον Henry Silva που από ένα σημείο και μετά προσπαθεί με ψυχωμένες κορώνες και αφιονισμένες ατάκες να γίνει αυτός που όλοι ξέρουμε. Όσο για τους περισσότερους άλλους πρωταγωνιστές, περνούν σχεδόν απαρατήρητοι με εξαίρεση ίσως τον Michael Beck.
Από εκεί και πέρα και ιδίως από το δεύτερο μισό της προβολής και μετά, έχουμε μια υπερσυσσώρευση στοιχείων δράσης. Υπάρχουν μπαμ- μπουμ και εκρήξεις για όλα τα γούστα, υποστηριζόμενες από άριστα ειδικά εφέ, τα οποία φαίνεται να απορρόφησαν τα 20 εκ. του προϋπολογισμού σχεδόν εξ ολοκλήρου. Και το λέω αυτό γιατί η ταινία είχε μία και μοναδική σκηνή που απαιτούσε- τουλάχιστον στη θεωρία- άρτια εφέ. Πρόκειται για την σκηνή πτήσης της φουτουριστικής μοτοσικλέτας του Barry Bostwick στο φινάλε, αλλά η παραγωγή την έκανε να μοιάζει σαν κακόγουστο αστείο με ειδικά εφέ επιπέδου b-movie που μόνο το γέλιο θα προκαλέσει ακόμα και στον πιο καλόβολο θεατή.
Πάντως αυτό δεν είναι ιδιαίτερα κακό, ούτε και η ροκιά και η μπαλάντα των τίτλων τέλους που φρόντισαν να τοποθετήσουν οι παραγωγοί οι οποίοι μοιραία ειδαν τα όμορφα 20 εκατομμύρια που έβαλαν στην ταινία να πηγαίνουν στο βρόντο καθώς το MEGAFORCE θάφτηκε αλύπητα τόσο από κοινό όσο και κριτικούς και προβλέψιμα υπήρξε μια τεράστια εμπορική αποτυχία.
Και κάτι τέτοιο είναι λογικό μιας και στο τέλος της προβολής αυτό που μένει είναι μια εντελώς «χαζή» ταινία που ίσως διασκεδάσει για ένα αργό απογευματάκι τους θεατές που θέλουν κάτι θορυβώδες και χωρίς ιδιαίτερες απαιτήσεις, αλλά που θα μπορούσε πολλά παραπάνω μόνο και μόνο βάση προϋπολογισμού. Και σίγουρα δεν μιλάω για κάτι σούπερ- ουάου, απλώς μια τίμια ταινία δράσης στο πνεύμα της μαγικής δεκαετίας του 80. Και δυστυχώς το MEGAFORCE δεν είναι τέτοια.