Στην οικολογικά κατεστραμμένη μετά το πυρηνικό ολοκαύτωμα Γη, μια ομάδα τριών επιζώντων αναζητούν την μυθική πόλη Genesis την ώρα που ομάδες αποκτηνωμένων Ravagers τους καταδιώκουν.
Σχόλια:
Συμπαθητική και αρκετά σπάνια πρώιμη post apocalyptic περιπέτεια έρχεται από τις ΗΠΑ με αρκετές υποσχέσεις αλλά σε μεγάλο βαθμό δεν καταφέρνει να χτίσει πάνω τους. Πρόκειται για κινηματογραφική μεταφορά του βιβλίου «Path To Savagery» του Robert Edmond Alter και διαδραματίζεται σε μια αφιλόξενη και οικολογικά κατεστραμμένη Γη μετά το πυρηνικό ολοκαύτωμα όπου οι επιζώντες χωρίζονται σε δύο αντιμαχόμενες ομάδες. Τους νομάδες Flockers και τους αιμοδιψείς και υπέρ- βίαιους Ravagers που όντας αποκτηνωμένοι περνούν το χρόνο τους με επιθέσεις σε όποιους βρουν μπροστά τους με καθημερινές δραστηριότητες το βιασμό και το φόνο.
Οι Ravagers βιάζουν και σκοτώνουν την όμορφη Miriam (Alana Stewart), σύντροφο του μοναχικού Falk (Richard Harris) ο οποίος πάνω στο θυμό του σκοτώνει τον πρώτο Ravager που βρίσκει στο δρόμο του, κάτι που κάνει τον ψυχοπαθή αρχηγό τους (Anthony James) να ζητάει εκδίκηση. Ο Falk εγκαταλείπει την περιοχή σε αναζήτηση καταφυγίου με το στρατό των Ravagers στο κατόπι του και στη διαδρομή θα συναντήσει διάφορους χαρακτήρες με τους οποίους θα συνεχίσει την περιπλάνησή του. Ένας από αυτούς ο τρελαμένος Λοχίας (Art Carney), ο οποίος θα δείξει στον Falk μικρές κοινωνίες επιζώντων που απολαμβάνουν αγαθά σε εξαφάνιση όπως φαγητό, νερό, μουσική και όμορφες γυναίκες.
Η Faina (Ann Turkel) είναι μια από αυτές και προσπαθεί να πείσει τον Falk να ταξιδέψουν σε αναζήτηση της μυθικής πόλης Genesis, στην οποία ακούγεται ότι η ζωή συνεχίζεται όπως παλιά. Όμως η τριάδα φτάνει σε ένα καλά κρυμμένο πλοίο όπου ζει μέσα στην πολυτέλεια η ομάδα επιζώντων υπό την αρχηγία του πωρωμένου Rann (Ernest Borgnine) που δεν αποδέχεται την ύπαρξη της Genesis και απαγορεύει στους δικούς του να εγκαταλείψουν το πλοίο, κάτι που θέλει το πρωτοπαλίκαρό του Brown (Woody Strode). Έτσι, ο Brown θέλει τον Falk να ηγηθεί της αναζήτησης για την μυθική πόλη, αλλά οι αιμοδιψείς Ravagers που εντωμεταξύ τους έχουν εντοπίσει έχουν άλλα σχέδια.
Ενώ η ταινία ξεκινάει δυνατά με την εισαγωγή στους βασικούς χαρακτήρες και στο πλαίσιο της ιστορίας και δίνει υποσχέσεις για αρκετή δράση και συγκινήσεις στο πρώτο τέταρτο όπου έχουμε την επίθεση των Ravagers στον Falk και την Miriam, η συνέχεια δεν είναι ανάλογη καθώς ο σκηνοθέτης για κάποιο λόγο ρίχνει το ρυθμό και επικεντρώνεται σε κουραστική και ίσως περιττή ανάλυση χαρακτήρων και καταστάσεων.
Αποτέλεσμα είναι ότι το RAVAGERS σέρνεται μετά την εντυπωσιακή εισαγωγή, καθιερώνοντας έναν εκνευριστικά αργό ρυθμό που διατηρείται σχεδόν μέχρι το φινάλε. Επίκεντρο του ενδιαφέροντος του κυρίως τηλεοπτικού σκηνοθέτη Richard Compton γίνονται οι χαρακτήρες και οι φιλοσοφικές τους αναζητήσεις, ενώ το σενάριο μοιάζει να μην μπορεί να αποφασίσει αν θέλει να κινηθεί κυρίως στο δραματικό χώρο ή στη βίαιη Post apocalyptic δράση, η οποία πάντως αργεί χαρακτηριστικά να εμφανιστεί μετά την εισαγωγή.
Το ίδιο ακριβώς γίνεται και με τους πρωταγωνιστές. Ναι μεν ο Richard Harris βρίσκεται σε πρώτο πλάνο σχεδόν σε ολόκληρη τη διάρκεια της ταινίας, αλλά δεν ισχύει το ίδιο για τον Ernest Borgnine που εμφανίζεται μόλις για κάνα 10λεπτο προς το φινάλε και ο χαρακτήρας του είναι όσο κλισαρισμένος όσο θα μπορούσε να τον κάνει το σενάριο, που δεν εκμεταλλεύεται την για άλλη μια φορά εντυπωσιακή φυσική του παρουσία. Τα ίδια και για τον τακτικό σε Post apocalyptic ταινίες και αγαπημένο Woody Strode, ο οποίος πάντως αν και αναφέρεται 6ος στα credits έχει περισσότερο χρόνο σε πρώτο πλάνο από τον Borgnine που αναφέρεται δεύτερος.
Πάντως ακόμα και έτσι το πασίγνωστο cast παραδίδει τα αγαθά όσο καλύτερα μπορεί, με την κλασική «σκατόφατσα» του Anthony James που ίσως κάποιοι θυμούνται από το ρόλο του σοφέρ στο BURNT OFFERINGS να ξεχωρίζει στο ρόλο του κακού, ενώ η καλλονή Ann Turkel είναι εντυπωσιακή οπτικά χωρίς πάντως ο χαρακτήρας της να είναι κάτι το ιδιαίτερο.
Προσωπικά έχω τις ενστάσεις μου για την επιλογή του Richard Harris στον πρωταγωνιστικό ρόλο, ο οποίος δεν μου μετέδωσε σε καμία περίπτωση αυτό που θα ήθελε ο σκηνοθέτης, δηλαδή την σκληροτράχηλη περσόνα του περιπλανώμενου ερημίτη που κοιτάει την πάρτη του για να σωθεί. Ο χαρακτήρας του Falk μοιάζει πολύ βασανισμένος και ταλαιπωρημένος, προφανέστατα μια συνειδητή επιλογή του σεναρίου, που πάντως τον κάνει πολύ χαμηλών τόνων για το καλό του.
Από εκεί και πέρα έχουμε αρκετές σχεδόν χωριστές θεματικές ενότητες που δεν αφήνουν το σενάριο να κυλήσει και το κάνουν να μοιάζει χωρίς συνοχή, ενώ η βασική θεματική που αρχίζει με την άφιξη των πρωταγωνιστών στο πλοίο του Ernest Borgnine καθυστερεί χαρακτηριστικά. Ενδιάμεσα υπάρχει αρκετή ακινησία και φλυαρία φιλοσοφικού και μη περιεχομένου που βλάπτει το θέαμα, αλλά γνώμη μου είναι ότι τουλάχιστον το σενάριο κατάφερε να αποτυπώσει την απόγνωση και την τρέλα της μεταποκαλυπτικής ζωής στα πρόσωπα των περισσότερων χαρακτήρων και ιδίως αυτού του Richard Harris.
Η δράση όταν έρχεται δεν είναι κάτι το ιδιαίτερο, αλλά τουλάχιστον δίνει λίγο περισσότερο ρυθμό στο RAVAGERS που απευθύνεται στους πιο σκληροπυρηνικούς fans των post apocalyptic ταινιών, οι οποίοι όλο και κάτι καλό θα του βρουν κατά διαστήματα. Πάντως αίσθησή μου είναι ότι θα μπορούσε να είναι μια πολύ καλύτερη ταινία μόνο και μόνο με λίγη περισσότερη χρήση των ατού της και συγκεκριμένα του Ernest Borgnine και των υπόλοιπων συνοδευτικών χαρακτήρων, ενώ και λίγο περισσότερο πιστολίδι και δράση σίγουρα θα ανέβαζαν παραπάνω τα πράγματα.
Τέτοιο υπάρχει, όπως και ολίγο από gore και κάποιες όμορφες σκηνές εκρήξεων και κυνηγητών με φόντο τα κατεστραμμένα τοπία, αλλά στο τέλος της προβολής αυτό που μένει είναι μια γενικά διασκεδαστική αλλά σε καμία περίπτωση ολοκληρωμένη δουλειά που όφειλε να ήταν πολύ καλύτερη, τουλάχιστον στα χαρτιά.