Η εξερεύνηση μιας ομάδας ορειβατών καταλήγει σε μάχη για επιβίωση όταν παγιδεύονται σε ένα εγκαταλελειμμένο ορυχείο στο οποίο κατοικεί ένα φονικό πλάσμα.
Σχόλια:
Δεν τα κατάφερε ακριβώς όπως θα ήθελε η Melanie Anne Phillips σε αυτή την ξεχασμένη ταινία τρόμου από τα 80s με αρκετή 70s αισθητική όπου μια ομάδα εξερευνητών αποφασίζει να περάσει ένα τρελό γουικέντ σε εγκαταλελειμμένο ορυχείο χτισμένο πάνω σε παλιό Ινδιάνικο νεκροταφείο.
Ο φιλάργυρος ηγέτης της αποστολής θεωρεί ότι- σύμφωνα με τοπικούς μύθους- το ορυχείο είναι γεμάτο χρυσό τον οποίο θέλει για πάρτη του, αλλά λογαριάζει χωρίς τον ξενοδόχο, δηλαδή ένα φρικαλέο τέρας που ζει μέσα στο ορυχείο και αρχίζει να τους πολιορκεί όταν γίνεται καθίζηση και η ομάδα παγιδεύεται στα σκοτεινά βάθη.
Η ταινία ξεκινάει με μια αναίτια μεγάλη σε διάρκεια εισαγωγή στους χαρακτήρες και το πλαίσιο δράσης η οποία χαρακτηρίζεται από φλυαρία και ακινησία από πλευράς δράσης, η οποία πλέον αρχίζει για τα καλά όταν η αποστολή μεταφέρεται στο ορυχείο. Εκεί η ατμόσφαιρα βελτιώνεται άμεσα μόνο και μόνο από τα όμορφα σκοτεινά πλάνα των αφιλόξενων σπηλιών του ορυχείου, αλλά επί της ουσίας ο ρυθμός διατηρείται στο αναγνωριστικό μοτίβο του βαρετού πρώτου μισάωρου, με μπόλικο μπλα- μπλα και την σχετική ακινησία ανάμεσα σε τυχαία πλάνα καθιζήσεων και φευγαλέων ματιών στη δράση του πλάσματος, που λαμβάνει χώρο κυρίως εκτός κάμερας.
Το βασικό κομμάτι της δράσης και ο λόγος για τον οποίο κάποιος αξίζει να ασχοληθεί με το THE STRANGENESS έρχεται στο τελευταίο μισάωρο όπου η εξερευνητική ομάδα πλέον βρίσκεται ανάμεσα στην πάλη για επιβίωση και στο σίγουρο θάνατο είτε στα χέρια του πλάσματος είτε λόγω της αφιλόξενης σπηλιάς. Εκεί φανερώνονται και οι επιρροές της ταινίας από το ALIEN και αντίστοιχες θεματικά ταινίες, ενώ έχουμε- επιτέλους- και μια πιο ολοκληρωμένη εικόνα του πλάσματος και της δράσης του που μέχρι τότε παραμένει άφαντο εκτός από κάποια φευγαλέα πλάνα των πλοκαμιών του.
Από εκείνο το σημείο το THE STRANGENESS αφήνει την άσκοπη ύπαρξη που είχε μέχρι τότε και αρχίζει να γίνεται ενδιαφέρον και με αρκετό σασπένς κατά διαστήματα, ενώ επιλεγμένες σκηνές gore αρχίζουν δειλά- δειλά να κάνουν την εμφάνισή τους, σε αντίθεση με το εντελώς «στεγνό» πρώτο μέρος. Προσωπικά ευχαριστήθηκα αρκετά τα κυνηγητά μέσα στα τούνελ τα οποία είναι όμορφα σκηνοθετημένη και φωτογραφημένα, ενώ και ο ολοένα αυξανόμενος πανικός των πρωταγωνιστών αρχίζει να γίνεται πιο αντιληπτός.
Αυτά πάντως δεν σημαίνουν ότι υπάρχει «έκρηξη» στην ποιότητα της ταινίας που ξαφνικά την καθιστά must- watch, γιατί δυστυχώς αυτή η έκρηξη δεν ήρθε ποτέ. Απλώς το θέαμα βελτιώνεται εμφανώς από το κουραστικό και ανούσιο συνεχόμενο περπάτημα στα τούνελ συνοδευόμενο από εξίσου ανούσια πολυλογία στο οποίο αναλώνεται ολόκληρο το προηγούμενο χρονικό διάστημα.
Έχουμε όλη τη δράση του πλάσματος η οποία είναι δυστυχώς αρκετά πιο περιορισμένη απ’ ότι θα περίμενε κανείς, με 3- 4 φόνους από τους οποίους κυρίως βλέπουμε τα αιματηρά αποτελέσματα, όσο και τα stop- motion ειδικά εφέ που είναι επιπέδου Harry Harryhausen των φτωχών, ακόμα κι αν έχουν περάσει 40 χρόνια από τις καλές μέρες του πρωτοπόρου των ειδικών εφέ. Ο προϋπολογισμός του THE STRANGENESS δεν επέτρεψε κάτι καλύτερο από το πλάσμα που τελικά αποφασίζει να παρουσιάσει στην ολότητά του προς το φινάλε και λαμβάνοντας κανείς αυτό υπόψη μπορεί να κρίνει το πλάσμα χωρίς να το αδικεί.
Πάντως το σχήμα του είναι αρκετά πρωτότυπο (ο Chris Huntley που το σχεδίασε απολογήθηκε για την φανερή ομοιότητα με το γυναικείο αιδοίο την οποία χαρακτήρισε ανεπιτήδευτη) και προσωπικά μου θύμισε λίγο τα βδελυρά σκοτεινά πλοκαμοφόρα τέρατα της λογοτεχνίας του H.P. Lovecraft, από τον οποίο σίγουρα δανείστηκε κάτι η Melanie Anne για το THE STRANGENESS, απλά όχι στο σημείο που θα ήθελε. Επίσης το σενάριο αποφασίζει να εμφανίσει τα κρυφά χαρτιά του προς το φινάλε με μια μικρή παρουσίαση της δράσης του τέρατος, δείχνοντας επιρροές σε αντίστοιχες μεταγενέστερες παραγωγές (το JEEPERS CREEPERS μου ήρθε αυτόματα στο μυαλό).
Όμως στο τέλος της προβολής, το THE STRANGENESS παραμένει μια πολύ καλή ιδέα που λόγω έλλειψης χρημάτων ή και ταλέντου των συντελεστών έμεινε ημίμετρη και ποτέ δεν έφτασε στο σημείο που θα ήθελε η σκηνοθέτις και που θα μπορούσε λόγω θέματος. Η επιβλητική σπηλιά δεν εκμεταλλεύτηκε όπως έπρεπε από την ομάδα παραγωγής, που επίσης έδειξε σχετική ατολμία όταν ήρθε η ώρα να παραδώσει τα horror αγαθά. Το ίδιο ισχύει και για το πλάσμα, με αυτό που μένει τελικά να είναι τα λίγα δευτερόλεπτα που το βλέπουμε στην ολότητά του, οι λίγες αλλά καλές σκηνές gore και η ωραία ηλεκτρονική μουσική επίσης από τη σκηνοθέτιδα που έκανε σχεδόν τα πάντα μόνη της κι αυτό προσωπικά της το αναγνωρίζω.
Με αυτά τα δεδομένα δεν προκαλεί έκπληξη το γεγονός ότι η ταινία έχει ξεχαστεί στις μέρες μας ενώ θα μπορούσε να είχε γίνει ένα ακόμα cult classic από τον κόσμο των Monster movies των 80s.
DVD Notes:
Δεν υπάρχουν εκδόσεις στη χώρα μας.
Διεθνείς DVD εκδόσεις:
R0 Αμερική (Code Red) R0 Μ. Βρετανία (23 Century)
Όλες οι εκδόσεις είναι χωρίς περικοπές. Η Αμερικάνικη έχει αναμορφική widescreen μεταφορά και αρκετά ποιοτικά extras και είναι η προφανής επιλογή.