Ο διευθυντής ασύλου φρενοβλαβών διηγείται 4 ιστορίες μυστηρίου και τρόμου σε έναν συνάδελφό του που δείχνουν πώς κατέληξαν εκεί οι 4 ασθενείς τους οποίους φιλοξενεί.
Σχόλια:
Ξεχασμένη ανθολογία μυστηρίου και τρόμου από το άγνωστο στούντιο της Planet που προσπαθεί να κλέψει λίγη από τη δόξα της Amicus που εκείνη την περίοδο έκανε την μία μετά την άλλη ανθολογία συνήθως με αρκετή επιτυχία. Πριν δω το TALES THAT WITNESS MADNESS είχα υπόψη μου ότι η γνώμη της κοινότητας δεν ήταν τόσο καλή αλλά μετά το τέλος της προβολής δεν μπορώ να καταλάβω γιατί. Μπορεί όντως οι ιστορίες της ταινίας να μην είναι επιπέδου των πιο επιτυχημένων της Amicus αλλά δεν μπορώ παρά να τους αναγνωρίσω τουλάχιστον την διάθεση να διαφοροποιηθούν και ότι όλες ήταν λίγο ή πολύ διασκεδαστικές.
Οικοδεσπότης της ταινίας είναι ο καθηγητής Tremayne (Donald Pleasence), διευθυντής σε ένα άσυλο φρενοβλαβών διαφορετικό από τα άλλα, ο οποίος διηγείται τις ιστορίες 4 ασθενών του στον Δρ. Nicholas (Jack Hawkins) με στόχο να του αποδείξει ότι με την έρευνά του κατάφερε να απομονώσει τους λόγους που έκαναν- εν ολίγοις- τους ασθενείς να τρελαθούν. Στην πρώτη ιστορία οι γονείς (Georgia Brown, Donald Houston) του μικρού Paul (Russel Lewis) ανησυχούν επειδή ο γιος τους πιστεύει ότι έχει φανταστικό φίλο μια τίγρη, κάτι που αντιμετωπίζουν με συνεχόμενους καβγάδες μεταξύ τους, στην δεύτερη ο ιδιοκτήτης καταστήματος αντικών Timothy (Peter McEnery) επιστρέφει απρόθυμα στο παρελθόν μέσω του πνεύματος του νεκρού θείου του και ενός ποδηλάτου- αντίκας.
Στην τρίτη ιστορία, ένας καλλιτέχνης (Michael Jayston) φέρνει και εκθέτει στο σπίτι ένα μυστηριώδες και τρομακτικό παλιό δέντρο το οποίο αντιπαθεί και ζηλεύει η σύζυγός του (Joan Collins) και θέλει να το ξεφορτωθεί, και στην τελευταία ιστορία μητέρα (Kim Novak) και κόρη (Mary Tamm) βρίσκονται άθελά τους στο στόχαστρο δαιμονολατρικής αίρεσης όταν φιλοξενούν σπίτι τους τον μυστηριώδη Keoki (Leon Lissek) και τον εξίσου αινιγματικό φίλο του.
Αν κρίνει κανείς μόνο από τα ονόματα των διαφόρων πρωταγωνιστών, τότε το TALES THAT WITNESS MADNESS μοιάζει μια πολύ καλή επιλογή για βραδινή ψυχαγωγία και η παρουσία και ερμηνείες των Kim Novak, Joan Collins, Donald Pleasence, Georgia Brown, Suzy Kendall και όλων των άλλων δεν απογοητεύει. Ο ρυθμός της ταινίας είναι αρκετά γρήγορος και η εναλλαγή των ιστοριών μοιάζει- τουλάχιστον στα δικά μου μάτια- αρκετά εύστοχη και καλοσχεδιασμένη ώστε να ξεχωρίσουν από τον σκληρό πυρήνα αντίστοιχων ταινιών της Amicus και να απλώσουν τις αρετές τους.
Αν και δεν μπορώ να μιλήσω για αφρόκρεμα Βρετανικών ανθολογιών, το διαρκές κράξιμο από κριτικούς και κοινό στην ταινία και η απόδοση χαρακτηρισμών όπως «βαρετή, χωρίς φαντασία, τετριμμένη» κλπ, είναι τουλάχιστον υπερβολικό. Χωρίς να πανηγυρίσω σε καμία στιγμή της προβολής, είδα όλες τις ιστορίες με ενδιαφέρον και αρκετά ευχάριστα. Σε αυτό συμπεριλαμβάνω και την επικαλυπτική που στην πλειοψηφία παρόμοιων ταινιών συνήθως είναι απλώς αδιάφορη και με φανερό στόχο να γεμίσει τον χρόνο προβολής.
Κάθε ιστορία έχει στοιχεία υπέρ της και ακόμα και στα σενάρια φαίνεται αυτή η προσπάθεια να ξεχωρίσουν. Επίσης συνολικά βρήκα το ύφος κάπως πιο σκοτεινό και ρεαλιστικό από τα αντίστοιχα στις περισσότερες ταινίες της Amicus που συνήθως έχουν διάχυτο το πνεύμα ελαφρότητας και χαβαλέ. ΤΟ TALES THAT WITNESS MADNESS ναι μεν έχει χιούμορ αλλά ποτέ αυτό δεν είναι το κυρίαρχο στοιχείο, αντίθετα με αυτά του τρόμου και κατά δεύτερο της έκπληξης. Αυτό φαίνεται να ήταν ένα από τα βασικά ζητούμενα του πολύπειρου και αγαπημένου σκηνοθέτη Freddie Francis, δηλαδή να τονίσει όσο περισσότερο μπορεί τις ανατροπές και τις διαφοροποιήσεις από τις υπόλοιπες ταινίες του είδους, σε αρκετές από τις οποίες είχε συμμετοχή ο Francis.
Έτσι στην πρώτη ιστορία έχουμε gore και βία την οποία προσωπικά δεν περίμενα να δω σε μια γενικά «ακίνδυνη» Βρετανική ανθολογία, στην δεύτερη που μοιάζει να επηρέασε πολύ την πρώτη ιστορία από την μεταγενέστερη τηλεοπτική ανθολογία του Dan Curtis, DEAD OF NIGHT, το σενάριο αν και αφελές προσπαθεί και μέχρι ενός σημείου καταφέρνει να προκαλέσει το ενδιαφέρον και την έκπληξη.
Στην τρίτη ιστορία αναλαμβάνουν οι πρωταγωνιστές και τα εξαιρετικά creepy ειδικά εφέ του δέντρου, ενώ στην τελευταία και καλύτερη κατά τη γνώμη μου ιστορία απ’ όλες έχουμε τις βασικές επιρροές για δύο από τα κορυφαία επεισόδια της τηλεοπτικής σειράς HAMMER HOUSE OF HORROR, ενώ το κατάμαυρο φινάλε της σίγουρα είναι αταίριαστο με το πνεύμα χαβαλέ των ανθολογιών, κάτι που προσωπικά καλωσόρισα.
Προσωπικά θεωρώ ότι αν κάποιος είναι fan της Amicus και των ταινιών της εκείνης της περιόδου πολύ δύσκολα δεν θα ευχαριστηθεί με όλο ή έστω κάποια στοιχεία του TALES THAT WITNESS MADNESS. Οι διαφοροποιήσεις σε ύφος και περιεχόμενο είναι καλοδεχούμενες και τοποθετημένες σε στρατηγικά χρονικά σημεία και ενώ συνολικά η παραγωγή είναι low budget και φαίνεται να έχει επίγνωση των περιορισμών της καταφέρνει να κρατάει το ενδιαφέρον ψηλά.
Όπως και να έχει, μιλάμε για μια ταινία που έχει αδίκως ξεχαστεί στη σκιά αδικαιολόγητα αρνητικών κριτικών και που με τις πρόσφατες καλές ποιοτικά κυκλοφορίες έχει την ευκαιρία τουλάχιστον να την ξαναθυμηθούν οι fans των ανθολογιών και να την κρίνουν όπως της αξίζει.
Όλες οι εκδόσεις είναι χωρίς περικοπές και με αναμορφική widescreen μεταφορά αλλά καμία δεν περιέχει extras. Η έκδοση σε Blu Ray έχει την κορυφαία ποιότητα εικόνας και ήχου.