Ένας πιλότος αεροσκάφους και μοναδικός επιζών αεροπορικής τραγωδίας με 300 νεκρούς έρχεται αντιμέτωπος με σκοτεινές υπερφυσικές δυνάμεις καθώς ερευνάει τα αίτια του ατυχήματος.
Σχόλια:
Να και μια από τις λίγες σκηνοθετικές προσπάθειες του γνωστού μας από αρκετές ταινίες συμπεριλαμβανομένου του θρυλικού DEEP RED, David Hemmings, είναι η πρώτη ταινία που βασίστηκε σε βιβλίο του James Herbert. Η ταινία έρχεται από μια από τις κορυφαίες περιόδους όλων των εποχών για το είδος του τρόμου, κάτι που φαίνεται καθ’ όλη τη διάρκεια τόσο από πλευράς ατμόσφαιρας όσο και σεναρίου και είναι μια Αυστραλέζικη Low budget παραγωγή που γενικά έμεινα κρυμμένη τα τελευταία χρόνια μέχρι την ευρεία κυκλοφορία της.
Πρόκειται για την ιστορία του πιλότου αερογραμμών Keller (Robert Powell) ο οποίος είναι ο μοναδικός επιζών μιας πολύνεκρης αεροπορικής τραγωδίας που μέτρησε πάνω από 300 θύματα. Ο Keller δεν μπορεί να χωνέψει ότι τη γλίτωσε χωρίς γρατζουνιά, ενώ δεν έχει καμία μνήμη από το συμβάν και έτσι αρχίζει να συμμετέχει ενεργά στην έρευνα για τα αίτια του ατυχήματος. Παράλληλα, ένα τοπικό μέντιουμ ονόματι Hobbs (Jenny Agutter) αρχίζει να έχει τρομακτικά οράματα σχετικά με το ατύχημα και επικοινωνεί με τον Keller προσπαθώντας να τον πείσει ότι τα οράματά της σχετίζονται με τα αίτια του δυστυχήματος και ότι ο Keller μπορεί να έχει τη λύση του μυστηρίου χωρίς να το γνωρίζει.
Την ίδια στιγμή, μερικά από τα παιδιά που βρίσκονταν στο αεροπλάνο αρχίζουν να εμφανίζονται υπό αδιευκρίνιστες συνθήκες στους ντόπιους ενώ αρχίζει επίσης και σειρά ανεξήγητων φόνων που οδηγούν τον Keller και την Hobbs στο συμπέρασμα ότι όλα σχετίζονται με τα αίτια του ατυχήματος και ότι μπορεί να εμπλέκεται και το μεταφυσικό στην υπόθεση. Έτσι, οι δύο τους καταφεύγουν στον τοπικό ιερέα (Joseph Cotten) ο οποίος έχει ενδιαφέρουσες θεωρίες σχετικά με το τι έχει συμβεί.
Η ταινία ξεκινάει εντυπωσιακά με την πτώση του αεροπλάνου να δίνεται με καταπληκτικό για τον περιορισμένο προϋπολογισμό της παραγωγής τρόπο, υποστηριζόμενη από εξαιρετικά ειδικά εφέ της παλιάς σχολής. Μετά το μεγάλο «μπαμ» και καθώς τα πράγματα ηρεμούν κάπως, αρχίζει η βασική προβληματική του σεναρίου, που στηρίζεται στο μυστήριο που ξεδιπλώνεται με σταθερό ρυθμό ανάμεσα σε ατμοσφαιρικότατα πλάνα των συντριμμιών και εξίσου ατμοσφαιρικούς χαμηλών τόνων διαλόγους.
Προσωπικά έχω ειδική θέση στην καρδιά για ταινίες που ξεκινούν σιγά- σιγά για να κορυφωθούν σε ένα κρεσέντο, και το THE SURVIVOR είναι μια τέτοια ταινία, με το πρώτο μέρος της να παίζει με τον θεατή παρουσιάζοντας κομματάκια από το συνολικό παζλ αλλά χωρίς να αφήνει περιθώριο για κάποιον να τα βάλει σε μια σειρά από νωρίς. Έτσι ο θεατής αφήνεται στην αφήγηση την οποία παρουσιάζει με όμορφο τρόπο ο σκηνοθέτης David Hemmings, αν και ίσως κάπως άνευρα κατά διαστήματα. Φυσικά σε όλο αυτό το διάστημα η παρουσία του Robert Powell είναι όπως συνήθως επιβλητική και προσθέτει ακόμα περισσότερο στην αίσθηση ποιότητας που έτσι κι αλλιώς υπάρχει διάχυτη στην παραγωγή.
Τα προβλήματα αρχίζουν προβλέψιμα όταν το μυστήριο αρχίζει να ξεκαθαρίζει (ή να περιπλέκεται- ανάλογα πώς θα το δει κανείς) και έχουμε γερό μπάσιμο του μεταφυσικού στοιχείου και στροφή του ύφους της ταινίας από καθαρό θρίλερ μυστηρίου σε τρόμου με στοιχεία slasher και τυπικής ταινίας φαντασμάτων. Από αυτό το σημείο και μετά ενώ ο ρυθμός παραμένει στα προηγούμενα καλά επίπεδα και η ατμόσφαιρα γίνεται ακόμα πιο σκοτεινή και απειλητική, οι σεναριακές παραδοχές κάπως φαίνεται να πλήττουν την αξιοπιστία και το ρεαλισμό, κάνοντας το “THE SURVIVOR” να μπερδεύεται ακόμα περισσότερο.
Θεωρώ ότι είναι στη διακριτική ευχέρεια του καθενός να αποφασίσει αν η στροφή προς το μεταφυσικό του κάνει στο πλαίσιο της ταινίας. Προσωπικά με άφησε με ανάμικτα συναισθήματα και έπιασα τον εαυτό μου να απογοητεύομαι μέχρι ένα σημείο από τη μεταστροφή στο κλίμα και την απότομη αλλαγή του σεναριακού σημείου εστίασης. Εκεί που βρισκόμουν να κάθομαι στην άκρη της καρέκλας χωρίς να μπορώ να φανταστώ τι θα ακολουθήσει, ξαφνικά μπορούσα να προβλέψω με ελάχιστες αποκλίσεις το τι θα συνέβαινε, κάτι που υποθέτω θα ισχύει για τους περισσότερους σκληραγωγημένους horror fans.
Πάντως η ταινία έχει αρκετό ενδιαφέρον, όπως και αρκετές πανέμορφα γυρισμένες σκηνές αληθινού σασπένς και τρόμου, χωρίς να καταφεύγουν στις γνώριμες μισητές «φτηνές τρομάρες» που έχουν γίνει σήμερα ο κανόνας στις ταινίες του είδους. Κάποιες σκηνές gore επίσης κάνουν την εμφάνισή τους προς το φινάλε, που μάλλον δημιουργεί περισσότερα ερωτήματα από εκείνα που απαντάει, κάτι που πάντως ήταν μοιραίο δεδομένης της μεταστροφής του κλίματος και του ύφους που προηγήθηκε. Σίγουρα τα δρώμενα μοιάζουν λίγο τυχαία και οι εξηγήσεις δεν προσφέρονται ποτέ, ενώ μάλλον κανείς δεν θα μπορούσε να ισχυριστεί ότι το φινάλε είναι αληθινά πρωτότυπο, τουλάχιστον με τα σημερινά στάνταρντς.
Όμως ακόμα και έτσι το THE SURVIVOR είναι μια αρκετά επιτυχημένη ταινία, με καλές ερμηνείες από όλους τους πρωταγωνιστές, συμπεριλαμβανομένου και του Joseph Cotten που εδώ είχε τον τελευταίο του ρόλο όσο και πολύ καλή ατμόσφαιρα και μουσική από τον Brian May. Σίγουρα είναι πολύ καλύτερη από τους χαρακτηρισμούς του James Herbert ως «Φρικτό» και «σκουπίδι», χαρακτηρισμούς που επίσης χρησιμοποίησε για την άλλη μεταφορά βιβλίου του που κυκλοφόρησε ένα χρόνο αργότερα (DEADLY EYES).
Βέβαια, οι συγγραφείς πάντα κράζουν τις μεταφορές των βιβλίων τους και κάτι τέτοιο προσωπικά δεν μου λέει κάτι, ιδίως όταν δεν έχω διαβάσει το βιβλίο, όπως συμβαίνει στη συγκεκριμένη περίπτωση και στο τέλος της προβολής μένω ικανοποιημένος από μιας άκρως ατμοσφαιρική ταινία που σίγουρα θα μπορούσε να γίνει καλύτερη, αλλά που παρέμεινε ενδιαφέρουσα και διασκεδαστική σε ολόκληρη τη διάρκεια της προβολής. Αξίζει επίσης να αναφέρω ότι υπήρξε Αμερικάνικο remake λίγα χρόνια μετά (SOLE SURVIVOR) που είναι μάλλον καλύτερο και πιο ολοκληρωμένο από το THE SURVIVOR.
Όλες οι εκδόσεις είναι χωρίς περικοπές, αναμορφική widescreen μεταφορά και περιέχουν την πλήρη έκδοση της ταινίας, εκτός από την R2 που περιέχει τη συντομευμένη 83 λεπτών. Η έκδοση της Scorpion περιέχει και ηχητικό σχολιασμό.