Ο μυστηριώδης ιδιοκτήτης ενός μουσείου κέρινων ομοιωμάτων προσκαλεί μια παρέα νεαρών σε μεταμεσονύκτια επίδειξη, αλλά τα μακάβρια εκθέματα έρχονται στη ζωή με αιματηρά επακόλουθα.
Σχόλια:
Πρώτο πράγμα που μου ήρθε στο μυαλό βλέποντας αυτή την πάνω από το μέσο όρο παραγωγή μιας δύσκολης για το σινεμά τρόμου χρονικής περιόδου είναι ότι σίγουρα αποτέλεσε μεγάλη επιρροή για το σύγχρονο φόρο τιμής στο είδος που λέγεται THE CABIN IN THE WOODS, ίσως μεγαλύτερη από κάθε άλλη ταινία της οποίας δανείστηκε στοιχεία η παραγωγή του Drew Goddard.
Με ένα σενάριο το οποίο σύμφωνα με πηγές έγραψε μέσα σε μόλις 3 μέρες ο γνωστός από τη δουλειά του στo HELLRAISER 3: HELL ON EARTH, Anthony Hickox, στην πρώτη του σκηνοθετική προσπάθεια, το WAXWORK καταφέρνει να προσελκύσει τα βλέμματα των απογοητευμένων horror fans που είχαν εκείνη την εποχή βαρεθεί να βλέπουν την παρακμή του είδους μέσω αδιάφορων slasher που κυκλοφορούσαν το ένα μετά το άλλο. Η ταινία ξεκάθαρα ανήκει στο συγκεκριμένο υποείδος, αλλά η τάση της να δίνει φόρο τιμής τόσο στα κλασικά τέρατα όσο και σε άλλες θεματικές του σινεμά τρόμου κάνει το πεδίο δράσης της πολύ ευρύτερο από ένα απλό stalk ‘n’ slash θέαμα.
Μια παρέα νεαρών από τα υψηλά κοινωνικά στρώματα σε μια αργή βραδιά καταλήγουν στο μουσείο κέρινων ομοιωμάτων μετά από πρόσκληση του μυστηριώδη ιδιοκτήτη του (David Warner). Εκεί βλέπουν διάφορες αναπαραστάσεις σκηνών τρόμου, αλλά γρήγορα θα βρεθούν να μάχονται για τη ζωή τους αφού ο ιδιοκτήτης προτιμάει μια πιο... ρεαλιστική προσέγγιση στην κατασκευή των εκθεμάτων του, τα οποία έρχονται στη ζωή και παγιδεύουν τους επισκέπτες σε μια εναλλακτική διάσταση στην οποία αναγκάζονται να ζήσουν ξανά τις ιστορίες που ενέπνευσαν τα εκθέματα.
Η ταινία ξεκινάει χωρίς μεγάλες υποσχέσεις, παρουσιάζοντας μια τυπική παρέα αντιπαθητικών κατά κανόνα νεαρών με 80s νοοτροπία, αλλά γρήγορα αλλάζει ύφος και αρχίζει να παίζει σαν ταινία ανθολογίας, παρουσιάζοντας με εντυπωσιακό τρόπο τις πρώτες γνωριμίες των πρωταγωνιστών με τα εκθέματα του μουσείου, που τους ταξιδεύουν στο χρόνο και τους βάζουν αντιμέτωπους με σεβαστές φιγούρες του σινεμά τρόμου. Εκεί έχουμε την συνάντηση ενός νεαρού με τον λυκάνθρωπο, τον οποίο υποδύεται ο αγαπημένος John Rhys-Davies, με αιματηρά αποτελέσματα ενώ στο δεύτερο σκετσάκι έχουμε τη σειρά των βρικολάκων να προσκαλέσουν σε μακάβριο γεύμα την όμορφη αλλά σκατόψυχη China (Michelle Johnson) την τύχη τους.
Εκεί όμως που έχω προετοιμαστεί για συνέχιση των μικρών και απολαυστικών σκετς, ο Anthony Hickox και το σενάριο του επιστρέφουν σε πιο συμβατική μορφή αφήγησης με τους υπόλοιπους να φεύγουν από το μουσείο και να συνειδητοποιούν την εξαφάνιση των δύο φίλων τους, κάτι που τους προτρέπει να ακολουθήσουν την πεπατημένη, με ειδοποιήσεις στην αστυνομία και άλλα τυπικά τεχνάσματα, όπως την απροειδοποίητη επίσκεψη στο μουσείο. Αυτή η μεταστροφή ρίχνει κάπως το ρυθμό και το ενδιαφέρον, αλλά σαν να το κατάλαβαν άμεσα οι συντελεστές, οι ιστορίες επιστρέφουν δριμύτερες με πρωταγωνιστές αυτή τη φορά τον σαδιστή Μαρκήσιο Ντε Σαντ, τα ζόμπι και τη μούμια, μεταξύ άλλων.
Έτσι, ο φόρος τιμής στο σινεμά τρόμου συνεχίζεται με πολύ ωραίο ομολογουμένως στιλ, τρομερές σκηνές ακραίου gore που προκαλούν έκπληξη τόσο με την αγριότητά τους όσο και με την άρτια κατασκευή τους από την ομάδα ειδικών εφέ που κάνει τρομερή δουλειά με τουλάχιστον 2-3 σκηνές ανθολογίας, με την κορυφαία να είναι κατά τη γνώμη μου η σκηνή του μακάβριου γεύματος των βρικολάκων. Από εκεί και πέρα η προστιθέμενη αξία αυξάνεται με τις διάφορες εμφανίσεις από γνωστές φάτσες όπως ο κεφάτος David Warner, ο John Rhys-Davies, ο J. Kenneth Campbell στον ρόλο του Μαρκησίου Ντε Σαντ, ο πάντα αγαπητός Patrick Macnee και ο Miles O'Keeffe σε ένα ρόλο έκπληξη.
Καθώς πλησιάζει το φινάλε και οι εναλλαγές ανάμεσα στην πραγματικότητα και τον κόσμο του μουσείου πληθαίνουν, η ταινία γίνεται κάπως κουραστική, με την σκυτάλη να παίρνει η αστυνομική έρευνα και άλλες ολίγον τι αδιάφορες υποπλοκές, αλλά κατά έναν περίεργο και σχεδόν ανεξήγητο τρόπο όλα δένουν ικανοποιητικά στο σύνολο, που δεν χάνει τη φρεσκάδα και την προσωπικότητά του. Σε όλη αυτή τη διάρκεια, οι αναφορές σε κλασικές ταινίες και θεματικές τρόμου είναι ασταμάτητες και συνήθως επιτυχημένες, όσο είναι και το χιούμορ που επίσης είναι πανταχού παρών και ελαφραίνει το θέαμα όταν οι σκηνές gore γίνονται πιο hardcore.
Παράλληλα, έχουμε αρκετά καλό ρυθμό και την αναπόφευκτη 80s αισθητική που υλοποιείται μέσω χαβαλετζίδικων τραγουδιών και δράσης από τις τάξεις του κολεγίου στο οποίο φοιτούν οι πρωταγωνιστές. Προσωπικά δεν βρήκα την ανάγκη για την αίσθηση 80-ίλας και θεωρώ ότι και χωρίς τα γνωστά κλισέ της εποχής το WAXWORK μπορεί και να ήταν περισσότερο ατμοσφαιρικό και «τρόμου», αλλά σκεπτόμενος την έλλειψη ποιότητας στις περισσότερες παραγωγές εκείνης της περιόδου πάω πάσο και δίνω τα εύσημα στο σκηνοθέτη για μια απόλυτα διασκεδαστική ταινία που δύσκολα δεν θα συμπαθήσουν ιδίως οι πιο ψαγμένοι φίλοι της σκηνής.
Όλες οι εκδόσεις περιέχουν την Unrated εκδοχή εκτός της Βρετανικής. Από εικόνα, η Βρετανική είναι η μόνη με αναμορφική μεταφορά αλλά λόγω του ότι περιέχει την R- Rated έκδοση έχει μικροπερικοπές. Από τις υπόλοιπες που περιέχουν 4:3 fullscreen εικόνα, η Γερμανική έχει τα καλύτερα extras και μάλλον την καλύτερη εικόνα.