Ο Zack Stone επιστρέφει στην πόλη Oblivion για να αναλάβει το πόστο του σερίφη όταν ο μοχθηρός Red Eye και η συμμορία του σκοτώνουν τον πατέρα του βυθίζοντας την πόλη στην ανομία.
Σχόλια:
Ένα από τα είδη στα οποία επέμεινε η νεοσυσταθείσα Full Moon στις αρχές των 90s ήταν τα γουέστερν, τα οποία συνδύαζε με άλλα ετερόκλητα είδη. Το OBLIVION είναι ένας τέτοιος συνδυασμός, με το στοιχείο sci fi να είναι το περιτύλιγμα μιας κλασικής ιστορίας εκδίκησης όπως την έχουμε ξαναδεί σε εκατοντάδες spaghetti και όχι μόνο γουέστερν. Όμως η υπόθεση δεν είναι το βασικό στοιχείο μιας εμπνευσμένης low budget προσπάθειας από την καλή περίοδο της εταιρίας του θρυλικού Charles Band, ο οποίος είχε την αρχική σεναριακή ιδέα γι αυτή τη σούπερ χαβαλετζιδικη και ευχάριστη μεσαίου budget περιπέτεια που κόστισε κοντά στα 2.500.000 δολάρια, ποσό αρκετά μεγαλύτερο απ’ ότι συνήθως.
Η δράση διαδραματίζεται σε ένα μακρινό μέλλον όπου ο αδίστακτος Redeye (Andrew Divoff) και η συμμορία του καθαρίζουν τον τοπικό σερίφη της πόλης Oblivion θέλοντας να πάρουν τον έλεγχό της. Οι ντόπιοι φοβούνται τον Redeye και τη συμμορία του, αλλά ο ειρηνόφιλος γιος του σερίφη, Zack (Richard Joseph Paul), επιστρέφει στην πόλη μετά από καιρό για τους δικούς του λόγους και μαζί με τη βοήθεια ενός Ινδιάνου που ο Redeye και η συμμορία του ξεκλήρισαν την οικογένεια του θα προσπαθήσουν να εκδικηθούν τον Redeye φέρνοντας την ηρεμία ξανά στην Oblivion.
Στην πορεία βρίσκουν υποστήριξη στο πρόσωπο του τοπικού νεκροθάφτη Gaunt (Carel Struycken), του ανδροειδούς- βοηθού σερίφη της πόλης Stell Bar (Meg Foster), ενός αλκοολικού γιατρού (George Takei) και άλλων ντόπιων. Μεταξύ αυτών η φιλήσυχη ιδιοκτήτρια του τοπικού παντοπωλείου Mattie (Jackie Swanson), η οποία κάνει τα γλυκά μάτια στον Zack όσο κι αυτός.
Όποιος έχει εντρυφήσει στο έργο της Full Moon την εποχή που σχηματίστηκε από τις στάχτες της θρυλικής Empire Pictures γνωρίζει ότι σε γενικές γραμμές η ποιότητα των ταινιών της ήταν σταθερή στις περισσότερες παραγωγές. ΤΟ OBLIVION όχι μόνο δεν αποτελεί εξαίρεση σε αυτό τν κανόνα, αλλά μάλλον είναι και αντιπροσωπευτική τέτοια ταινία όπου το χαμηλό budget δεν κατάφερε να χαλάσει το όραμα του δαιμόνιου Charles Band. Από την αρχή μέχρι το τέλος της προβολής το κλίμα είναι ανάλαφρο και διασκεδαστικό, ενώ υπάρχει ασταμάτητη δράση και υλικό για όλα τα φιλμικά γούστα.
Δεκάδες γραφικότατοι και απόλυτα επιτυχημένοι χαρακτήρες που ερμηνεύονται από πασίγνωστους cult ηθοποιούς παρελαύνουν μπροστά τα μάτια των θεατών, με τους κακούς της συμμορίας του Redeye να έχουν τη μερίδα του λέοντος. Σ’ αυτούς περιλαμβάνεται η υπέρ- σέξι κακιά Lash (Musetta Vander) που με το μαστίγιό της όσο και με το BDSM λογικής δερμάτινο συνολάκι της σπέρνει τον τρόμο στην πόλη, ο καθυστερημένος γίγαντας Bork (Irwin Keyes), οι οποίοι δίνουν υποστήριξη με δράση και ατάκες στον βαριά μακιγιαρισμένο Andrew Divoff.
Επίσης έχουμε ανδροειδή, την Julie Newmar, τον Irwin Keyes και τον Isaac Hayes, τον George Takei σε μια πολύ καλή αν όχι λίγο υπερβολική ερμηνεία στον ρόλο του αλκοολικού γιατρού να εκτοξεύει συνεχώς ατάκες με αναφορές στο STAR TREK, οι οποίες ήταν δική του πρωτοβουλία και όχι του σεναρίου, και τον θηριώδη και επίσης γνωστό από τον ρόλο του στο STAR TREK: THE NEXT GENERATION και DEEP SPACE NINE, Carel Struycken, στο ρόλο του τοπικού νεκροθάφτη που μυρίζεται όταν θα έχει πελατεία. Επίσης υπάρχουν κάθε είδους φουτουριστικά gadgets, όπλα, οχήματα και σκηνικά. Μέσα σ’ όλα, το ανάλαφρο κλίμα χαβαλέ δένει άψογα κάνοντας την προβολή του OBLIVION απολαυστική για τους φίλους της φτηνής επιστημονικής φαντασίας.
Δεν θα μπορούσαν φυσικά να λείπουν και αρκετά stop motion ειδικά εφέ, όπως και όλα τα γνωστά κλισέ των spaghetti γουέστερν, που προσθέτουν ακόμα περισσότερα στο όλο θέαμα, ενώ ο γρήγορος ρυθμός του σκηνοθέτη Sam Irvin δεν αφήνει τις διάφορες κακοτοπιές να χαλάσουν την απόλαυση σε καμία στιγμή της.
Τέτοιες υπάρχουν αρκετές, όπως στη συντριπτική πλειοψηφία παραγωγών της Full Moon. Αλλά θεωρώ ότι δεν είναι άξιες αναφοράς καθώς μετά βίας τις παρατηρεί κανείς μέσα στο κατά διαστήματα υπερφορτωμένο με γραφικούς χαρακτήρες και καταστάσεις σενάριο. Ίσως η υπερβολική χρήση πλάνων αργής κίνησης σε ορισμένες σκηνές δράσης να μπορούσε να έλειπε αφού τις κάνει να μοιάζουν κάπως γελοίες, αλλά ακόμα κι αυτό προσθέτει στο τελικό αποτέλεσμα εκείνη την αγαπημένη b-movie αίσθηση που συναντάει κανείς στις περισσότερες παραγωγές της Full Moon και του Charles Band.
Και όπως σε κάθε παραγωγή της εταιρίας, αυτή η αίσθηση είναι πανταχού παρούσα και δίνει τον τόνο για άλλη μια απόλυτα επιτυχημένη άμυαλα διασκεδαστική απογευματινή b-movie που γνώρισε ένα εξίσου καλό sequel και που είναι must- watch για τους fans της Full Moon.