Ένας ψυχοπαθής καλλιτέχνης δολοφονεί γυναίκες αφαιρώντας τα μάτια τους τα οποία κατόπιν χρησιμοποιεί στα έργα τέχνης του.
Σχόλια:
Η δεκαετία του 70 ήταν η περίοδος που η παραγωγικότητα των διάφορων ανεξάρτητων δημιουργών βρήκε προσοδοφόρο έδαφος στις συνθήκες της εποχής και σε αρκετές περιπτώσεις έβγαιναν μικρά αριστουργήματα σε όλα τα είδη του σινεμά. Ιδίως στον exploitation χώρο, αυτό γίνεται εύκολα αντιληπτό αν κοιτάξει κανείς τις ατελείωτες λίστες ταινιών του είδους που ξεπροβάλλαν από όλες τις χώρες παγκοσμίως. Στα 70s απογειώθηκε η δημιουργικότητα και ήταν η περίοδος αρκετών πειραματικών παραγωγών, που δεν δίσταζαν να δοκιμάζουν καινούργια πράγματα τόσο από τεχνικής όσο και από καλλιτεχνικής πλευράς.
Το ξεχασμένο THE HEADLESS EYES είναι μια τέτοια πειραματική παραγωγή, που χαρακτηρίζεται από όλα εκείνα τα στοιχεία που έκαναν το exploitation σινεμά των 70s να φτάσει στο αποκορύφωμά του, αλλά παράλληλα περιλαμβάνει και αρκετά από τα αρνητικά των πενιχρών προϋπολογισμών που πολλές φορές εμπόδιζαν το όραμα του εκάστοτε σκηνοθέτη. Χωρίς να πρόκειται σε καμία περίπτωση για ναυάγιο, η ταινία επιτυγχάνει σε μερικά μέτωπα και αποτυγχάνει σε άλλα και προσωπικά την τοποθετώ κάπου στη μέση της σχετικής λίστας μιας και θεωρώ ότι έχει το ενδιαφέρον και τον χαβαλέ της, έστω κι αν δεν υπάρχει τίποτα απολύτως αστείο στην ιστορία και την εκτέλεσή της.
Πρόκειται για την περιπέτεια ενός πάμφτωχου, μισάνθρωπου και διαταραγμένου καλλιτέχνη που όταν χάνει το μάτι του από μια τύπισσα την οποία πήγε να ληστέψει στο διαμέρισμά της αποφασίζει να αλλάξει στιλ σκοτώνοντας όσες περισσότερες γυναίκες μπορεί με τον ίδιο τρόπο, χρησιμοποιώντας κι αυτός το ίδιο όπλο με το οποίο τον πλήγωσε το υποψήφιο θύμα του, δηλαδή ένα απλό κουτάλι του γλυκού. Μετά από κάθε φόνο συλλέγει τα μάτια που αφαίρεσε και τα χρησιμοποιεί σε νέα έργα τέχνης που ελπίζει να τον βοηθήσουν να ξεφύγει από την φτώχια και τη μιζέρια. Γρήγορα η δράση του γίνεται αντιληπτή από την αστυνομία που εξαπολύει κυνηγητό εναντίον του, αλλά αυτό δεν τον πτοεί καθώς παρασύρεται ολοένα και περισσότερο στην τρέλα και τη σχιζοφρένεια.
Για τους γνώστες του low budget σινεμά τρόμου των 70s, το THE HEADLESS EYES είναι μια πρώτης τάξης ευκαιρία να απολαύσουν την φθαρμένη VHS εικόνα και ήχο της ταινίας που φτιάχνει ατμόσφαιρα από μόνη της και που προσωπικά τόσο πολύ λατρεύω, ενώ δεν λείπουν και μπόλικες σκηνές gore με ειδικά εφέ πείνας της εποχής, που πάντως μέχρι ενός σημείου λειτουργούν αρκετά καλά τονίζοντας το κατάμαυρο και απαισιόδοξο κλίμα που επίσης προκύπτει από το ψυχογράφημα του πρωταγωνιστικού χαρακτήρα. Αναγνωρίζω ότι όλα τα παραπάνω στοιχεία μπορεί για πολλούς θεατές να φανούν αρνητικά, αλλά όσοι διαβάζουν αυτό το website γνωρίζουν ότι προσωπικά δεν μπορώ να τους αντισταθώ!
Δεν υπάρχει και πολύ περιθώριο για σχολιασμό του σεναρίου και της δράσης που είναι γενικά επαναλαμβανόμενη και δεν παρεκκλίνει από το βασικό μοτίβο. Αρκεί να πω ότι το ενδιαφέρον από ένα σημείο και μετά μετατοπίζεται στους αφιονισμένους μονολόγους του πρωταγωνιστή σχετικά με την κατάστασή του, ενώ οι φόνοι ναι μεν συνεχίζονται αλλά χωρίς κάτι που να τους διαφοροποιεί. Το όλο εγχείρημα αναδύει μια «σαπίλα» και ένα κλίμα δυσλειτουργίας και απαισιοδοξίας, κάτι που πιστώνεται μέχρι ένα σημείο στον Σουηδικής καταγωγής πρωταγωνιστή Bo Brundin που με την φρενήρη και συχνά- πυκά υπερβολική ερμηνεία του τα δίνει όλα και παίρνει στην πλάτη του το THE HEADLESS EYES, τουλάχιστον μέχρι το σημείο που αρχίζουν οι επαναλήψεις και η ταινία παίρνει την κάτω βόλτα.
Τα βασικά προβλήματά της προκύπτουν από την φτήνια της παραγωγής και την φανερή έλλειψη γνώσεων διεκπαιρέσωσης του σκηνοθέτη, ο οποίος πάντως δήλωσε ότι η έκδοση της ταινίας που κυκλοφόρησε δεν ήταν το δικό του director’s cut αλλά μια κόπια στην οποία ο γνωστός για την δουλειά του σε τσόντες παραγωγός προσθαφαίρεσε αυθαίρετα σκηνές. Προσωπικά δεν παρατήρησα κάτι τέτοιο μιας και το στιλ της ταινίας μοιάζει σταθερό κατά τη διάρκεια της προβολής. Άλλο πρόβλημα είναι η έλλειψη ρυθμού, ιδίως από τη μέση και μετά όπου το THE HEADLESS EYES προσωπικά με «υπνώτισε», αλλά με την κακή έννοια.
Η απουσία κάποιου συμπαθητικού χαρακτήρα με τον οποίο μπορεί να ταυτιστούν οι θεατές επίσης κάνει την παρακολούθηση ακόμα δυσκολότερη, καθώς ο φανερά ψυχοπαθής αντιήρωας του σεναρίου είναι την καλύτερη των περιπτώσεων αχώνευτος, αλλά όπως ανέφερα πριν, τουλάχιστον η ερμηνεία του Bo Brundin είναι αυτή που πρέπει. Πάντως από ένα σημείο και μετά το κλίμα της ταινίας γίνεται σχεδόν ανυπόφορο αφού όσο περνάει η ώρα βαραίνει και εξ άλλου, πόσους τρελαμένους μονόλογους ή ανούσιο μπλα- μπλα να αντέξει κανείς;
Αυτό που αξίζει σίγουρα είναι η πολύ καλή ηλεκτρονική μουσική που κυμαίνεται από απλά ενδιαφέρουσα μέχρι ανατριχιαστική και συμβάλλει τα μέγιστα στη δημιουργία ατμόσφαιρας, κάτι που το THE HEADLESS EYES προσφέρει απλόχερα. Άλλο θετικό στοιχείο είναι κάποιες σκηνές stalk-and-slash πριν ακόμα τα slasher γίνουν μόδα και ιδίως μία προς το φινάλε όπου ο πρωταγωνιστής κυνηγάει μια όμορφη γυναίκα σε όλη την πόλη μέχρι το ψυγείο του τοπικού κρεοπωλείου και την αναπόφευκτη στιγμή του φόνου της, μια σκηνή που προσωπικά μου θύμισε πολύ μια αντίστοιχη στο MANIAC με τον Joe Spinell να κυνηγάει το θύμα του στις τουαλέτες του υπογείου.
Πιθανότατα ο William Lustig και άλλοι μεταγενέστεροι slasher-άδες επηρεάστηκαν μέχρι ενός σημείου από αυτή την ταινία και αυτό πιστώνεται ο σκηνοθέτης Kent Bateman που έκανε ένα γενικά σκληρό slasher τύπου DON’T GO IN THE HOUSE πολύ πριν αυτά γίνουν ο κανόνας στο low budget σινεμά τρόμου, αλλά που για κάποιο λόγο ποτέ δεν επέστρεψε στο είδος κατά τη διάρκεια της σύντομης καριέρας του. Κάτι τέτοιο είναι κρίμα αν σκεφτεί κανείς ότι για πρώτη προσπάθεια ο Αμερικανός δημιουργός τα πήγε σε γενικές γραμμές αρκετά καλά.
Το φινάλε είναι απόλυτα ταιριαστό και αρκετά απρόβλεπτο και συμπληρώνει με καλό τρόπο μια ταινία που έχει αρκετά προβλήματα, αλλά προσωπικά την θεωρώ ιδανική για εκείνους τους φίλους του σινεμά τρόμου που δεν πτοούνται από σκοτεινή φωτογραφία, φθαρμένο ήχο και εκείνη την αξιαγάπητη αίσθηση που βρίσκει κανείς μόνο σε τέτοιες παραγωγές από τη μαγική δεκαετία του 70.
DVD Notes:
Δεν υπάρχουν εκδόσεις στη χώρα μας.
Διεθνείς DVD εκδόσεις:
R0 Αμερική (Full Moon Features)
Η μοναδική αυτή γνωστή έκδοση είναι χωρίς περικοπές και με εικόνα 4:3 fullscreen.