Μια ομάδα ερευνητών βρίσκονται σε κατάσταση πολιορκίας όταν ένα μεταλλαγμένο πλάσμα, διασταύρωση ανθρώπου και χταποδιού, τους εξοντώνει τον ένα μετά τον άλλο.
Σχόλια:
Κλασικό low budget σκουπίδι από τις αρχές της δεκαετίας του 70 από τον σεναριογράφο των CREATURE FROM THE BLACK LAGOON και IT CAME FROM OUTER SPACE που έμεινε στην ιστορία κυρίως λόγω του πρόωρου θανάτου της όμορφης πρωταγωνίστριας Pier Angeli από υπερβολική δόση ναρκωτικών κατά τη διάρκεια των γυρισμάτων. Η ταινία είναι αρκετά σεβαστή σήμερα στους cult horror κύκλους όπου έχει βρει καλή μεταχείριση, αλλά αυτό δεν λέει κάτι για την ποιότητά της που κυμαίνεται στα επίπεδα ταινιών όπως το STING OF DEATH και άλλων φτηνών monster movies κυρίως των περασμένων δεκαετιών.
Μια επιστημονική αποστολή ανακαλύπτει μεταλλαγμένα χταπόδια σε μια παραπόταμη περιοχή του Μεξικού τα οποία φαίνεται να μεταλλάχθηκαν λόγω ραδιενέργειας. Όμως η αποστολή στην πραγματικότητα ψάχνει για ένα μυθικό πλάσμα «μισό άνθρωπος- μισό ψάρι» αλλά με τρόμο θα ανακαλύψει ότι το πλάσμα υπάρχει, είναι μισό χταπόδι και μισό άνθρωπος, βρίσκεται στην περιοχή και είναι εξαιρετικά επιθετικό αφού τους πολιορκεί σκοτώνοντας τον έναν μετά τον άλλο. Οι επιστήμονες αναγνωρίζουν την μοναδικότητα της υπόθεσης και στήνουν σχέδιο για να αιχμαλωτίσουν το πλάσμα, το οποίο όμως έχει άλλα σχέδια.
Η υπόθεση δεν ξεφεύγει σχεδόν καθόλου από το γνώριμο μοτίβο που συναντήσαμε και στην πιο γνωστή σεναριακή δουλειά του σκηνοθέτη, το CREATURE FROM THE BLACK LAGOON, με την μόνη διαφορά ουσιαστικά να είναι στην τοποθεσία της δράσης. Ο Harry Essex προσπαθεί να δώσει λίγη από την αισθητική που κυριαρχούσε στα 70s, αλλά το όλο θέαμα του OCTAMAN μοιάζει σαν να γυρίστηκε τη δεκαετία του 50 και δεν καταφέρνει σε καμία στιγμή του να ξεχωρίσει πραγματικά και μοιραία δεν ξεφεύγει από το επίπεδο των τόσο-κακών-που-είναι-καλές ταινιών, το οποίο είναι και το βασικό ενδιαφέρον του.
Από τα πρώτα κι όλας πλάνα ο σκηνοθέτης δεν κρατάει κρυφά τα χαρτιά του παρουσιάζοντας στην ολότητά του το πλάσμα, που δεν είναι παρά ένας ηθοποιός που φοράει μια αστεία στολή κομπλέ με 4 λαστιχένια πλοκάμια για χέρια, άκαμπτο στόμα και όλα τα σχετικά. Το πλάσμα είναι από τα πιο ανεπιτήδευτα αστεία στην ιστορία τέτοιου είδους ταινιών, χωρίς ιδιαίτερη τεχνική εξέλιξη από εκείνο του CREATURE FROM THE BLACK LAGOON και άμεσα συγκρίσιμο με αντίστοιχα από ταινίες του William Grefe και είναι απορίας άξιο πού ακριβώς πήγαν τα 250.000 δολάρια του προϋπολογισμού, μιας και η στολή φαίνεται ότι κόστισε αρκετά λιγότερα.
Εξίσου μεγάλη απορία προκαλεί το όνομα του θρυλικού Rick Baker ως δημιουργού της στολής και βλέποντας κανείς το πλάσμα του OCTAMAN είναι δύσκολο να δεχτεί ότι ο Αμερικάνος καλλιτέχνης έκανε στο μέλλον τα εφέ των THE HOWLING και VIDEODROME μεταξύ άλλων.
Προβλέψιμα, η ατμόσφαιρα είναι περιορισμένη μιας και η πλειοψηφία της ταινίας διαδραματίζεται υπό το φως της ημέρας, αλλά πάντως υπάρχουν και κάποια καλογυρισμένα νυχτερινά πλάνα που τουλάχιστον τώρα μπορούν να απολαύσουν οι fans της ταινίας μετά από το πρόσφατο remastering που έγινε για τις εκδόσεις σε DVD. Από εκεί και πέρα έχουμε την γνωστή ρουτίνα με ασταμάτητη ψευδοεπιστημονική φλυαρία που αντέχεται κυρίως λόγω των ερμηνειών των πρωταγωνιστών, την απαραίτητη παρουσία ιθαγενή που υποδύεται με πολύ ωραίο στιλ ο γιος του σκηνοθέτη, David Essex, αρκετό άσκοπο περπάτημα στα δάση και εμβόλιμες επιθέσεις του πλάσματος που σπάνε την γενικότερη ακινησία.
Κακά τα ψέματα, το OCTAMAN απευθύνεται αποκλειστικά σε σκληραγωγημένους φίλους των κακών Monster movies που είναι το μόνο κοινό που θα βρει θετικά στοιχεία στην ταινία. Το πλάσμα είναι το βασικό ενδιαφέρον, κωμικό, αργοκίνητο και ελάχιστα απειλητικό παρά μόνο σε μία σκηνή προς το τέλος που προσωπικά με ξάφνιασε, αλλά που τελικά εξελίχθηκε ακριβώς όπως θα περίμενε κανείς. Δεν λείπουν και οι διάσπαρτες δραματικές πινελιές, με το φινάλε να είναι αναίτια τραγικό, ακριβώς όπως το αντίστοιχο στο θρυλικό CREATURE FROM THE BLACK LAGOON. Μέχρι τότε οι θεατές έχουν να απολαύσουν αρκετές κωμικές επιθέσεις, αδέξια φτιαγμένο gore ποιότητας περασμένων δεκαετιών και μπόλικο ανέμελο κούνημα των λαστιχένιων πλοκαμιών του πλάσματος.
Οι οικολογικές ανησυχίες του σκηνοθέτη παρουσιάζονται επίσης με όσο άκομψο τρόπο μπορούσαν και συμπληρώνουν μια ταινία που σίγουρα δεν μπορεί σε καμία περίπτωση να χαρακτηριστεί ως καλή, αλλά που έχει εκείνη την ανεξήγητη γοητεία των b-movies με τέρατα των δεκαετιών του 50 και 60, στις οποίες ξεκάθαρα αποδίδει φόρο τιμής, ενώ είναι σίγουρα καλύτερη από το επόμενο low budget έπος του σκηνοθέτη, το πέρα από κάθε λογική εξήγηση THE CREMATORS.