Σχόλια: Κατ’ αρχάς να πω ότι οι σχέση μου με τις τσόντες πάντα υπήρξε... εφήμερη, συνήθως διάρκειας κάτω των 5 λεπτών. Μαζί με το PORNO HOLOCAUST του Joe D’Amato παίζει να είναι και οι μοναδικές τσόντες που έχω δει ολόκληρες. Επίσης δεν είχα πολύ καλή σχέση ούτε με μεγάλες διάρκειες, ένα στοιχείο που συνήθως με αποθαρρύνει για να δω μια ταινία οποιουδήποτε είδους. Οπότε ο συνδυασμός τσόντας διάρκειας διόμιση ώρες δεν καθόταν καλά, τουλάχιστον μέχρι την έναρξη της προβολής, όπου και άλλαξαν άρδην τα πράγματα. Ενώ στο PORNO HOLOCAUST οι αντοχές είχαν αρχίσει να εξαντλούνται μετά το πρώτο τέταρτο προβολής και αναζητούσα βοηθήματα σε καφεΐνη και σε οποιοδήποτε έντυπο βρισκόταν εκείνη την ώρα κοντά μου, το THUNDERCRACK! το είδα μονορούφι, χωρίς ουσιαστικό διάλειμμα άνω των 3 λεπτών και μάλιστα ούτε που πήρα χαμπάρι ότι είχε περάσει τόση ώρα όταν τελείωσε η προβολή.
Σίγουρα η ταινία αδικείται με τον χαρακτηρισμό «τσόντα» καθώς ουσιαστικά μου φάνηκε ότι θα μπορούσε να κολλήσει σε διάφορα άλλα είδη και ταμπέλες, με πρώτο και καλύτερο το arthouse film, γιατί προσωπικά αυτή η αίσθηση κυριαρχούσε από την αρχή ως το τέλος της. Ένα σουρεαλιστικά κωμικό και ξεκάθαρα καλλιτεχνικό ταξίδι στο εναλλακτικό σινεμά των 70s, οπότε και οι περισσότεροι δημιουργοί και ηθοποιοί έβγαζαν στην οθόνη τις καλλιτεχνικές τους ανησυχίες εξίσου συχνά με τα ρούχα τους, και πολλές φορές με ανύπαρκτα budgets έφτιαχναν αριστουργήματα.
Το να χαρακτηρίσει κανείς το THUNDERCRACK! αριστούργημα είναι λίγο τραβηγμένο, αλλά σίγουρα πρόκειται για μια ταινία που κάποιος μπορεί να κάνει μόνο μια φορά στη ζωή του, και αποκλειστικά και μόνο στα 70s. Είναι μια 100% πρωτότυπη και απόλυτα εμπνευσμένη ταινία που όταν κανείς πάει με τα νερά της ξεπερνώντας πιθανά κολλήματα τότε οι ανταμοιβές είναι μεγάλες.
Χρησιμοποιώντας την ξεπλυμένη αλλά επιβλητική ασπρόμαυρη φωτογραφία και τα γνώριμα στους horror fans κλισέ της καταιγίδας, του σπιτιού ονόματι Prairie Blossom στη μέση του πουθενά και της αταίριαστης παρέας που μαζεύεται κάτω από τη στέγη της ημίτρελης οικοδεσπότισσας Mrs Gert Hammond (Marion Eaton), ο Curt McDowell φτιάχνει το κλίμα και κάνει την εισαγωγή στους παίκτες, οι οποίοι είναι ένας προς έναν από όλες τις απόψεις.
Ο αρρενωπός γαμιάς Bond (Ken Scudder) που ταξιδεύει μαζί με τον γεμάτο ανησυχίες και gay πειρασμούς Chandler (Mookie Blodgett), ο οποίος είναι μάλλον ο πιο ενδιαφέρον χαρακτήρας όλων μαζί με την γεμάτη αστείες γκριμάτσες Mrs Hammond, η ξέκωλη και σκτόψυχη Roo (Moira Benson) μαζί με την ευαίσθητη σκλάβα της Sash (Melinda McDowell) που κατά βάθος ψάχνει μια διέξοδο, η συντηρητική Willene (Maggie Pyle), ο καιροσκόπος Toydy (Rick Johnson), αργότερα o βασανισμένος και γεμάτος ανομολόγητες αμαρτίες Bing (George Kuchar), φύλακας του γορίλα ονόματι Medusa και των υπόλοιπων ζώων που πολιορκούν το σπίτι. Όλοι έχουν μια ενδιαφέρουσα ιστορία να πουν και την λένε με τρομερό στυλ, πανέξυπνο διάλογο και περιέργως, με πολύ καλές ερμηνείες από όλους τους πρωταγωνιστές.
Από την αρχή ξεχωρίζουν οι σουρεαλιστικοί διάλογοι, με τους οποίους έχει γεμίσει την ταινία ο γενικά άγνωστος στο ευρύ κοινό Curt McDowell, οι οποίοι εκτός ότι είναι απίστευτης έμπνευσης, σε μερικές περιπτώσεις είναι ξεκαρδιστικοί, με την σωστή έννοια και όχι με την έννοια «τόσο κακοί που είναι καλοί». Από την εισαγωγή των χαρακτήρων μέχρι το φινάλε, οι διάλογοι έχουν το κύριο ενδιαφέρον σε μια ταινία που παίζει σαν θεατρική παράσταση, με εμβόλιμα flashbacks στο παρελθόν και βέβαια αρκετές σεξουαλικές περιπτύξεις όταν οι καλεσμένοι τακτοποιούνται στο σπίτι με το αμαρτωλό παρελθόν.
Τα περισσότερα από τα μίνι σκετσάκια είναι ανθολογίας, τα οποία δεν περιγράφω αναλυτικά για να μην spoiler-άρω την ταινία. Αρκεί να πω ότι όλα έχουν εκείνη την ψυχεδελική αισθητική που κυριαρχεί σε ολόκληρη την ταινία και που δανείζεται στοιχεία από το σινεμά του John Waters και αρκετών άλλων, ενώ το σενάριο του George Kuchar φροντίζει να βάλει λίγα στοιχεία από κάθε είδους τσόντας που έβγαινε εκείνη την εποχή. Ακόμα και οι τσοντοατάκες έχουν το γούστο τους, πάντα με έντονα χιουμοριστικό τρόπο, πρωτοτυπία και ανάλαφρη διάθεση, ενώ οι αναφορές στο σινεμά τρόμου είναι συνεχείς και συνήθως άκρως επιτυχημένες, όπως και ολόκληρο το THUNDERCRACK!.
Ανωμαλίες και αποκλίνουσες σεξουαλικές συμπεριφορές υπάρχουν μπόλικες στην ταινία, αλλά και πάλι είναι τοποθετημένες με ελαφρότητα και δένουν άψογα στο σουρεάλ κλίμα χαβαλέ, ενώ διάφορες σκηνές gay ερωτισμού ναι μεν είναι εκεί αλλά όχι στο σημείο για να χαρακτηρίσει κανείς το THUNDERCRACK! ως μια ταινία gay ενδιαφέροντος. Αυτό θα ήταν σαν να κατηγορεί κανείς τις nazisploitation ταινίες ότι είναι υπέρ του ναζισμού. Κάτι τέτοιο δεν ισχύει αφού στο τέλος κερδίζουν πάντα οι καλοί, όπως και εδώ, όπου όλοι βρίσκουν το ταίρι τους και έχουμε ξεκάθαρο happy end, όσο παράξενο και σουρεαλιστικό και αν είναι αυτό.
Μοναδική μου ένσταση είναι οι πολλές σκηνές hardcore που δεν μου είπαν τίποτα, παρόλο που οι θηλυκές πρωταγωνίστριες είναι όλες αρκετά εμφανίσιμές, ενώ οι άντρες έχουν αυτό που θα έλεγε κανείς «τίμια τσοντομουστάκια δεκαετίας του 70». Προσωπικά θεωρώ ότι το ίδιο ακριβώς αποτέλεσμα θα είχε επιτευχθεί αποφεύγοντας τα τριχωτά close-ups και δίνοντας τις ερωτικές σκηνές με περισσότερο softcore τρόπο, αλλά στο τέλος της ημέρας αυτό είναι μια ασήμαντη λεπτομέρεια καθώς υπάρχουν και σκηνές απολύτως αναγκαίες για την εξέλιξη της ταινίας.
Σε γενικές γραμμές, το THUNDERCRACK! κερδίζει επάξια και δίκαια τον χαρακτηρισμό “cult classic” και θα έλεγε κανείς ότι είναι ο ορισμός μιας cult ταινίας, με προσωπικότητα, μεγάλο ενδιαφέρον και απόλυτα διασκεδαστική από την αρχή ως το τέλος. Είναι μια ταινία που σίγουρα θα ξαναδώ- ελπίζω με την σωστή παρέα- και θεωρώ ότι έχει αδικηθεί διαχρονικά παραμένοντας μέχρι σήμερα στην αφάνεια, επικεντρωμένη στο κοινό του σινεμά πορνό και χωρίς κάποια επίσημη κυκλοφορία που να περιέχει την πλήρη έκδοση 146 λεπτών, η οποία βρίσκεται μόνο σε ξεχασμένες VHS κυκλοφορίες. |