Στο κοντινό μέλλον, ένας περιπλανώμενος πολεμιστής προσπαθεί να σώσει την αδελφή του και μια ομάδα φιλήσυχων ανθρώπων από τα νύχια της συμμορίας του αιμοδιψή Scourge.
Σχόλια:
Αναγνωρίσιμο και καθ’ όλα αναγνωρισμένο όνομα στο σύμπαν της b-δράσης της δεκαετίας του 80 ο Cirio H. Santiago, αυτή τη φορά εισέρχεται σε post- apocalyptic περιοχές και παραδίδει τα αγαθά που θα περίμενε κανείς με το δικό αναγνωρίσιμο στιλ. Άμυαλη και συνήθως ασταμάτητη δράση που σπάνια διακόπτεται για αναλύσεις χαρακτήρων, εξέλιξη πλοκής και τα σχετικά και φυσικά όσο sexploitation και sleaze μπορεί να χωρέσει μέσα σε μια τυπική ιστορία του καλού εναντίον του κακού.
Κεντρικός ήρωας, ο Trace (Gary Watkins), ένας περιπλανώμενος τυχοδιώκτης με κωλοπειραγμένο αμάξι που βρίσκει δουλειά εκεί που δεν είχε όταν η συμμορία του αιμοσταγή Scourge (Joe Mari Avellana) την πέφτει στην αδελφή του Arlie (Lynda Wiesmeier) και στον γκόμενό της και την απαγάγουν αφού πρώτα τη βιάζουν. Εντωμεταξύ, η συμμορία κάνει ντου σε μια αυτοδιοικούμενη κοινότητα στην οποία ο Trace και η νέα του σύντροφος στη δράση ονόματι Stinger (Laura Banks) κατέληξαν και έτσι ο γενναίος πρωταγωνιστής πρέπει πρώτα να σώσει την αδελφή του από τα χέρια της συμμορίας και στη συνέχεια να προστατεύσει την κοινότητα από την επέλαση του στρατού των κακών.
Δεν υπάρχουν και πολλά να πει κανείς για μια ταινία όπως το WHEELS OF FIRE, αλλά όσοι γνωρίζουν το έργο του Cirio H. Santiago ήδη θα έχουν μια εικόνα για το τι περιέχει καθώς η ταινία είναι γυρισμένη με το ίδιο ύφος και τρόπο σαν τις περισσότερες παραγωγές του Φιλιππινέζου b-μουβά.
Δεν υπάρχουν άσκοπες εξηγήσεις σχετικά με τον τόπο και τον χρόνο στον οποίο εξελίσσεται η ταινία, ούτε ξεκαθαρίζεται τίποτα σχετικά με το πώς προέκυψε αυτή η μεταποκαλυπτική κοινωνία όπου οι συμμορίες κάνουν κουμάντο. Προβλέψιμα, ίχνη κάποιου ολοκαυτώματος δεν βλέπουμε ποτέ αφού η συντριπτική πλειοψηφία της δράσης λαμβάνει χώρο σε ακαθόριστες ορεινές τοποθεσίες και ερήμους.
Όπως προανέφερα, η δράση είναι ασταμάτητη και συνήθως χωρίς λογική, καθώς μόλις αρχίζει λίγο να πέφτει ο ρυθμός, σενάριο και Santiago φροντίζουν να προσθέτουν κακούς να σκάνε μύτη από το πουθενά και να αρχίζουν το μπαμ- μπουμ. Οι σκηνές δράσης είναι στο τυπικό στιλ του σκηνοθέτη, άλλοτε καλογυρισμένες και εντυπωσιακές αλλά τις περισσότερες φορές μάλλον τετριμμένες και χωρίς ιδιαίτερο ρεαλισμό, ενώ στα πολλά κυνηγητά αυτοκινήτων κυριαρχεί η γρήγορη κίνηση που το μόνο που καταφέρνει είναι να κάνει τις σκηνές να φαίνονται ανεπιτήδευτα αστείες.
Από τέτοιου είδους χιούμορ έχουμε μπόλικο, πρώτα απ’ όλα με τις τρομερές γκριμάτσες του πρωταγωνιστή Gary Watkins όταν ανάβει την τουρμπίνα του αμαξιού του, αλλά και με τους περισσότερους διαλόγους που είναι τουλάχιστον αφελείς και βέβαια τις σούπερ φάτσες των κακών που είναι διαλεγμένοι ένας προς έναν. Προς αυτή την κατεύθυνση βάζω και τα γελοία ονόματα των περισσότερων χαρακτήρων που είναι στα πρότυπα του Trash από το BRONX WARRIORS, τις πέρα από κάθε λογική εξήγηση 80s κομμώσεις των περισσότερων συμμετεχόντων, αλλά και την προσφορά της χυμώδους Lynda Wiesmeier, που περνάει τον μεγαλύτερο χρόνο συμμετοχής της γυμνόστηθη και ουρλιάζοντας ενίοτε ξεκαρδιστικές ατάκες στους επίδοξους βιαστές/ καταπιεστές της.
Ο Gary Watkins εμφανισιακά είναι κάτι μεταξύ Chris Sarandon και Michael Nouri σε πιο b-movie επίπεδα και δεν είναι να απορεί κανείς πώς δεν κατάφερε να καθιερωθεί στην b-δράση της εποχής της βιντεοκασέτας αφού η παρουσία του υπολείπεται αρκετά από αυτό που θα περίμενε κανείς για έναν action hero. Πάντως προσπαθεί φιλότιμα καθ’ όλη τη διάρκεια και για τα στάνταρντς φτήνιας της ταινίας πιστεύω ότι τα πάει αρκετά καλά, συντηρώντας το ενδιαφέρον όσο μπορεί.
Το ίδιο ακριβώς ισχύει και για το σενάριο, που με απότομα κοψίματα και ελάχιστες κοιλιές καταφέρνει να κάνει τον θεατή να μην προλαβαίνει να σκεφτεί αυτά που βλέπει και απλώς να παραδίνεται στην αφοπλιστική αφέλεια της δράσης που προσφέρεται σε αφθονία. Μια διαχρονικά τίμια προσέγγιση του Cirio H. Santiago που συνήθως ξέρει τους περιορισμούς του και αποφεύγει να μπαίνει σε περιοχές που δεν θα βοηθήσουν το θέαμα και δεν θα προσφέρουν τα αγαθά στο κοινό στο οποίο απευθύνεται σχεδόν το σύνολο του έργου του.
Το φινάλε είναι λίγο απαισιόδοξο χωρίς ιδιαίτερο λόγο, αλλά μέχρι τότε έχουμε μπαμ- μπουμ και εκρήξεις για όλα τα γούστα, δεκάδες ψευτοφουτουριστικά οχήματα και μοτοσικλέτες να παρελαύνουν, ωραία «ηρωική» μουσική, όπως και μια εντυπωσιακή σκηνή μάχης με εκατοντάδες κομπάρσους.
Δεν θα μπορούσε να λείπει και το αναίτιο γυμνό, ούτε οι sleazy απόπειρες βιασμών, οι οποίες συμπληρώνουν μια εντελώς άμυαλα διασκεδαστική ταινία δράσης που είναι από τις κλασικότερες και μάλλον αντιπροσωπευτικότερες της χρυσής εποχής των φτηνών αντιγραφών του MAD MAX II, μιας ταινίας που το WHEELS OF FIRE χρωστάει εξ’ ολοκλήρου την ύπαρξή του.