Μια οικογένεια επιζώντων σε ένα μετά- αποκαλυπτικό μέλλον προσπαθούν να προστατεύσουν τη φάρμα τους από τις ορέξεις μια συμμορίας βίαιων κανίβαλων που δρουν στην περιοχή.
Σχόλια:
Σπάνιο post apocalyptic θρίλερ από τη Νότιο Αφρική και το σκηνοθέτη του παράξενου THE DEMON. Αγνοώντας τα περισσότερα κλισέ και παραδοχές των Ιταλικών και Αμερικάνικων b-movies του είδους και τις ιερές διδαχές του MAD MAX II, ο Percival Rubens προσπαθεί να δώσει τη δική του σφραγίδα σε μια κατά βάση άνοστη ιστορία εκδίκησης που χρωστάει περισσότερα στο πρωτότυπο MAD MAX. Το αποτέλεσμα είναι τουλάχιστον άνισο και δείχνει ότι ο Νοτιοαφρικανός σκηνοθέτης ακόμα δεν είχε βρει τον πραγματικό του εαυτό πέφτοντας στην παγίδα της επανάληψης των ίδιων πάνω- κάτω λαθών που έκανε στο THE DEMON, συμπεριλαμβανομένου και του αίματος πορτοκαλί χρώματος.
Η υπόθεση παρακολουθεί μια οικογένεια επιζώντων σε ένα μετά- αποκαλυπτικό μέλλον που κατοικούν στις λεγόμενες «Ζώνες Επιβίωσης», μικρές εκτάσεις που μπορούν να συντηρούν τη ζωή και προσπαθούν να σώσουν τη φάρμα τους από τις αιμοδιψείς συμμορίες κανίβαλων που λεηλατούν και καταστρέφουν όποιον βρίσκουν στο δρόμο τους. Μια από τις πιο επικίνδυνες τέτοιες συμμορίες εκτέλεσε το ανίερο έργο της στην παρακείμενη μονή, τρώγοντας τους άντρες και βιάζοντας και σκοτώνοντας τις καλόγριες, κάτι που κάνει τον πάτερ φαμίλια να πάρει τα όπλα και να υπερασπιστεί τα παιδιά του αλλά και να συνεργαστεί με έναν μυστηριώδη άγνωστο που βρέθηκε στο ράντσο τους και που η κόρη του αρχίζει να τρέφει ρομαντικά συναισθήματα.
Αν και η ταινία τοποθετείται σε ένα μετά- αποκαλυπτικό μέλλον λίγο μετά την πυρηνική καταστροφή, στην πράξη τα στοιχεία που να δείχνουν κάτι τέτοιο είναι κυριολεκτικά ανύπαρκτα. Η δράση τοποθετείται είτε στην άγρια φύση είτε μέσα σε σπίτια τα οποία είναι στην τρίχα και δεν θυμίζουν ούτε φευγαλέα ότι προηγήθηκε πυρηνικό ολοκαύτωμα. Όχι ότι στη συντριπτική πλειοψηφία των Post apocalyptic περιπετειών συμβαίνει το αντίθετο, αλλά στη συγκεκριμένη πάει πολύ να βλέπεις την οικογένεια των πρωταγωνιστών κομπλέ με σπορ ντυσιματάκι και με ξεκάθαρη αίσθηση ότι δεν τους λείπει τίποτα να συζητούν για το δράμα του τέλους του κόσμου μέσα από ένα πολυτελές και άρτιο διαμέρισμα.
Από την έναρξη, το μηδενικό budget κάνει μπαμ, κάτι που σε άλλες παραγωγές όπως το αδικημένο THE AFTERMATH χρησιμοποιήθηκε σαν όπλο. Όμως ο Rubens δεν τα καταφέρνει, και έτσι η έλλειψη πόρων αντί να προσδώσει περισσότερη τραχιά ατμόσφαιρα στα ήδη τραχιά δρώμενα, απλώς αναδεύει μια αίσθηση φτήνιας και τίποτα παραπάνω. Στην ίδια λογική, το SURVIVAL ZONE επικεντρώνεται στο δραματικό στοιχείο, αλλά όπως και ολόκληρη η ταινία κι αυτό είναι σε τιμή ευκαιρίας και χωρίς πραγματικό ενδιαφέρον μιας και οι συνεχείς διάλογοι κουράζουν περισσότερο από τον ελάχιστο συναισθηματικό αντίκτυπό τους.
Πάντως υπάρχει αρκετός διάχυτος σαδισμός και σωβινισμός από πλευράς διαλόγων έστω και ανεπιτήδευτος, όπως και ανυπαρξία χιούμορ και η αίσθηση ότι η ταινία παίρνει πιο σοβαρά τον εαυτό της απ’ ότι πρέπει, στοιχεία που επίσης δεν βοηθούν την κατάσταση. Γενικά ο σκηνοθέτης προσπάθησε φανερά να δώσει μια πιο απαισιόδοξη και ψυχοπλακωτική αίσθηση απ’ ότι έχουμε συνηθίσει σε post apocalyptic περιπέτειες αυτού του βεληνεκούς, κάτι που μάλλον καταφέρνει. Αυτό κάνει τη συμμορία των κακών και τον παρανοϊκό ηγέτη τους να μοιάζουν αρκετά τρομακτικοί κατά διαστήματα, ενώ η συνεχής βία μοιάζει περισσότερο ρεαλιστική. Όμως, η αίσθηση που μένει είναι ότι το SURVIVAL ZONE είχε στοιχεία που θα μπορούσαν να το ανεβάσουν επίπεδο, αλλά η έλλειψη προϋπολογισμού και ταλέντου των συντελεστών δεν το άφησαν.
Η δράση αργεί χαρακτηριστικά να κάνει την εμφάνισή της ξανά μετά τις εναρκτήριες σκηνές της επίθεσης στην μονή και όταν τελικά ξεκινάει προς το φινάλε είναι ακριβώς αυτό που θα περίμενε κανείς σύμφωνα με τα στοιχεία που προηγήθηκαν. Σύντομη και χωρίς μεγάλο ενδιαφέρον, μιας και το περισσότερο από το υπόλοιπο αναλώνεται σε διαλόγους και περιττή κατά την προσωπική μου άποψη ανάλυση αδιάφορων γενικά χαρακτήρων.
Η ταινία μοιάζει επηρεασμένη περισσότερο από το PANIC IN YEAR ZERO! παρά από τις Ιταλικές Post apocalyptic ταινίες αλλά απέχει πολύ σε ποιότητα όσο και σε εκτέλεση από την κλασική b-μουβιά της AIP που στο κάτω- κάτω είχε και έναν Ray Milland για να ανεβάζει τα πράγματα όταν το σενάριο δεν μπορούσε.
Στο SURVIVAL ZONE όχι μόνο δεν υπάρχει τέτοιος χαρακτήρας, αλλά ακόμα και οι βασικοί πρωταγωνιστές δεν είναι ξεκάθαροι παρά μόνο αρκετά μετά την έναρξη. Κάπως ξεχωρίζει ο γνωστός από το 2001: A SPACE ODYSSEY, Gary Lockwood στο ρόλο του πατέρα, όπως και η όμορφες Camilla Sparv και Zoli Marki, αλλά ο υποτίθεται σκληρός «άνθρωπος της δράσης» Morgan Stevens περνάει εντελώς απαρατήρητος μέχρι το φινάλε, όπως και σε μικρότερο βαθμό ο σωσίας του George Eastman, Ian Steadman που έχει το ρόλο του βασικού κακού, αν και αυτός έχει και 2- 3 καλές ατάκες. Γενικά η συνδρομή και των δύο δεν καταφέρνει να ξεχωρίσει και ξεχνιέται εύκολα μετά την προβολή, όπως και το σύνολο του SURVIVAL ZONE.
Έτσι, το τέλος της προβολής αφήνει ανάμικτα συναισθήματα για μια ταινία που σίγουρα ήθελε και μπορούσε να ξεχωρίσει από το σωρό, αλλά που το πέτυχε μόνο τμηματικά. Ότι βλέπεται, βλέπεται, αλλά δεν φτάνω στο σημείο να πω ότι με απορρόφησε, ούτε καν με κέρδισε παρά μόνο σε ελάχιστες στιγμές. Η σπανιότητά της μάλλον την καθιστά αντικείμενο ενδιαφέροντος για τους fans του είδους, αλλά μοιραία παραμένει μόνο για πωρωμένους με Post apocalyptic περιπέτειες που θέλουν να συμπληρώσουν τις συλλογές τους από ταινίες του είδους, αλλά κι αυτοί έχω την αίσθηση ότι δεν είναι απίθανο να μετανιώσουν τις ώρες ψαξίματος που σπατάλησαν.