Σχόλια: «Post- apocalyptic να ‘ναι κι ό,τι να ‘ναι» είναι μια φράση που καλώς ή κακώς μου ταιριάζει τα τελευταία χρόνια οπότε και αντιλήφθηκα ότι έπρεπε επειγόντως να συμπληρώσω τα κενά που μου έμειναν από τις μαγικές μέρες της δεκαετίας του 80 και να δω αν είναι εφικτό όλες τις ταινίες του είδους που μου ξέφυγαν τότε. Φυσικά, μια ταινία του είδους από Ιταλία είναι έτσι κι αλλιώς απολύτως αναγκαία προβολή, πόσο μάλλον όταν στο cast συμπεριλαμβάνονται αγαπημένα ονόματα όπως του Donald Pleasence, του πάλιουρα σε ταινίες του είδους Fred Williamson, της εκθαμβωτικής Persis Khambatta (STAR TREK: THE MOTION PICTURE, MEGAFORCE και NIGHTHAWKS) αλλά και του πρωταγωνιστή του ιστορικού THE EXTERMINATOR, Robert Ginty, που έχει τον βασικό ρόλο. Ομολογώ ότι μετά το τέλος της προβολής έμεινα με την απορία για τον ασυνήθιστα χαμηλό βαθμό που έχει η ταινία στα διάφορα mainstream media κινηματογράφου. Σίγουρα η συγκεκριμένη Αμερικανο- Ιταλική συμπαραγωγή δεν πρόκειται για την καλύτερη post apocalyptic περιπέτεια που γυρίστηκε, αλλά εξίσου σίγουρα δεν πρόκειται και για την χειρότερη. Το WARRIOR OF THE LOST WORLD αν και φανερά αφελέστατο και χαζό, έχει αρκετά στοιχεία που το κάνουν διασκεδαστικό στην περισσότερη διάρκεια του, έστω και σε «τόσο κακή που είναι καλή» ποιότητα. Η υπόθεση δανείζεται στοιχεία από πολλές αντίστοιχες παραγωγές που προηγήθηκαν αλλά και από άλλες ταινίες και τηλεοπτικές σειρές της εποχής, αλλά επί της ουσίας ασχολείται με την κλασική ιστορία του περιπλανώμενου σε έναν μετά- αποκαλυπτικό κόσμο τυχοδιώκτη (Robert Ginty) ο οποίος με τη βοήθεια της φουτουριστικής μοτοσικλέτας του που έχει τεχνητή νοημοσύνη και ακούει στο όνομα Einstein καταλλήγει να προσπαθεί να σώσει τον ηγέτη της αντίστασης McWayne (Harrison Muller Sr.) από τα δίχτυα του σατανικού Prossor (Donald Pleasence), αρχηγού του απολυταρχικού καθεστώτος που κυβερνά τον πλανήτη. Ο ανώνυμος τυχωδιώκτης κάνει ντουέτο με την όμορφη κόρη του McWayne (Persis Khambatta), Nastasia, φαινομενικά έχοντας και την υποστήριξη του σκληρού μισθοφόρου Fred Williamson και του στρατού του, αλλα κατά τη διάρκεια της διάσωσης η Nastasia απαγάγεται από τους κακούς που έχουν τα δικά τους σχέδια τόσο για την ίδια όσο και για ολόκληρη την αντίσταση. Δεν χρειάζεται κανείς να μένει στην υπόθεση αναζητώντας αρχή, μέση και τέλος καθώς το σενάριο του σκηνοθέτη του KICKBOXER David Worth μοιάζει εντελώς ευκαιριακό και «Ιταλικό» στην τυχαιότητά του και φαίνεται να ανακαλύπτεται καθώς προχωρούσαν τα γυρίσματα. Πάντως σε γενικές γραμμές είναι μια παραλλαγή πολλών αντίστοιχων παραγωγών με εμβόλιμα τα αναγκαία στοιχεία από το MAD MAX 2 αλλά και με κλεφτές ματιές σε ένα Οργουελικό μέλλον τύπου «1984» όπου το απολυταρχικό καθεστώς του Prossor δεν αφήνει τον πλανήτη να ορθοποδήσει. Δεν έχει σημασία που το καθεστώς δεν έχει καμία απολύτως κοινωνική ή πολιτική λογική, τουλάχιστον είναι ότι πρέπει για τον χαρακτήρα του Donald Pleasence που σίγουρα επηρέασε αρκετά το alter ego του Mike Myers, Dr Evil, από το franchise του Austin Powers. Δεν θα μπορούσαν να λείπουν φυσικά και οι αναφορές στον θρυλικό KIT του τηλεοπτικού Ιππότη της Ασφάλτου, οι οποίες συγκεντρώνονται στην μοτοσικλέτα του πρωταγωνιστή που μιλάει, καθοδηγεί και- τον περισσότερο χρόνο- κάνει εκνευριστικά κρύα αστεία στον οδηγό της. Μερικές από αυτές τις σκηνές βγάζουν τρελό γέλιο, ιδίως στην αρχή με τον Einstein να παραδίδει ξεκαρδιστικές ατάκες με την βαριά παραμορφωμένη φωνή του όπως Beep Bop A Loola, Bad Mothers – Very Bad Mothers και άλλα που κανείς πρέπει να ακούσει στην πράξη για να εκτιμήσει πραγματικά την παράνοια τους.
Από εκεί και πέρα το όλο εγχείρημα είναι αρκετά φορτωμένο με συνήθως μέτριες σε εκτέλεση σκηνές δράσης, πολύ ξυλίκι κομπλέ με όλα τα ηχητικά εφέ που θα περίμενε κανείς από Ιταλική παραγωγή, πιστολίδι με όπλα αόρατων ακτίνων λέιζερ που πάντως κάνουν πολλά πίου- πίου, πολύχρωμες συμμορίες μεταλλαγμένους, μπόλικους «ματσό» διαλόγους ιδίως από τον Robert Ginty και τον Fred Williamson και άλλους τόσους που απλώς προκαλούν γέλιο και ενίοτε οίκτο. Επίσης υπάρχει πλήθος φουτουριστικών κουστουμιών και οχημάτων, με αποκορύφωμα το τελικό Megaweapon που είναι μια πιο χοντροκομμένη εκδοχή του αντίστοιχου οχήματος του BATTLETRUCK, όσο και η αίσθηση ότι παρόλο που η ταινία δεν λειτουργεί ακριβώς όπως θα την ήθελαν οι συντελεστές, τουλάχιστον έχει συναίσθημα και αρκετό χαβαλέ ώστε να μην γίνεται βαρετή σε καμία σχεδόν στιγμή της. Από πλευράς ερμηνειών, ο Robert Ginty κάνει αυτό που ξέρει να κάνει καλά, δηλαδή προσπαθεί να δώσει την σκληροτράχηλη περσόνα στον χαρακτήρα του, αλλά προσωπικά θεωρώ ότι ο Αμερικάνος ηθοποιός είναι καλύτερος υποδυόμενος χαμηλών τόνων χαρακτήρες όπως εκείνος στο THE EXTERMINATOR παρά στο ρόλο του φασαριόζου και ματσό Mad Max που έχει εδώ. Η θηλυκότητα της Persis Khambatta υπερκαλύπτει την μέτρια αυτή τη φορά ερμηνεία της, ενώ ο Fred Williamson είναι ακριβώς αυτός που θα περίμενε κανείς, όπως και στην συντριπτική πλειοψηφία των ταινιών του. Η προστιθέμενη αξία έρχεται από τον Donald Pleasence, ο οποίος βάζει τα δυνατά του υποδυόμενος τον κακό, αλλά η ερμηνεία του όσο σοβαρή και μελετημένη κι αν είναι μοιάζει λίγο αταίριαστη στο συνολικό κλίμα τυχαιότητας και άμυαλου χαβαλέ του WARRIOR OF THE LOST WORLD. Τα επίπεδα παραγωγής είναι πάντως αρκετά καλά, για να μην πω άριστα για τον δεδομένα μικρό προϋπολογισμό (δεν ξεπέρασε το μισό εκατομμύριο δολάρια) και η παραγωγή δεν κάνει οικονομία καθώς τα κακόγουστα κοστούμια, φουτουριστικά οχήματα και κτίρια δίνουν και παίρνουν, τουλάχιστον παρουσιάζοντας μια γνήσια sci- fi αίσθηση που λείπει από αρκετές αντίστοιχες παραγωγές που προτιμούν να διαδραματίζονται σε παρθένα δάση όπου τίποτα δεν θυμίζει εναλλακτικό μέλλον, πόσο μάλλον πυρηνικό ολοκαύτωμα. Στο ίδιο μήκος κύματος και τα ασταμάτητα και χαβαλετζίδικα ειδικά ηχητικά εφέ, που πάντως από ένα σημείο και μετά κουράζουν. Το φινάλε είναι ολόκληρο μια σκηνή ανθολογίας και αξίζει κανείς να δει την ταινία μόνο γι αυτή την παράξενη και μάλλον ανεπιτήδευτη παρωδία του We Are the World, του κλασικού τραγουδιού του Live Aid που μου ήρθε άμεσα στο μυαλό καθώς οι καλοί τραγουδούσαν αγκαλιασμένοι σε μια σκηνή απίστευτης αφέλειας αλλά και ξεκαρδιστικής ιδιοφυΐας την ίδια στιγμή.
Σίγουρα η κορυφαία σκηνή της ταινίας, την οποία θα εκτιμήσουν δεόντως οι fans των τόσο- κακών- που- είναι- καλές post apocalyptic περιπετειών, ενώ δυσκολεύομαι να πιστέψω ότι το συγκεκριμένο κοινό δεν θα διασκεδάσει με μια αξιαγάπητα αφελή ταινία, ιδίως όταν ο εγκέφαλος έχει μπει στο "Off", κάτι που μοιάζει απολύτως αναγκαία συνθήκη. |