Ο νεαρός Leon έχει την κατάρα του λυκάνθρωπου την οποία προσπαθεί να καταπιέσει μέσω της αγάπης των θετών γονιών του. Όμως η φυγή του από το σπίτι για εργασία ξαναφέρνει το κτήνος στην επιφάνεια.
Σχόλια:
Με αυτήν την ταινία συμπληρώνεται η ιερή πρώτη τετράδα της Hammer Films, που μετά τα THE CURSE OF FRANKENSTEIN, HORROR OF DRACULA και THE MUMMY αποφάσισε προβλέψιμα να ασχοληθεί με ακόμα ένα ιερό τέρας του σινεμά τρόμου, το λυκάνθρωπο. Αυτή τη φορά το σενάριο που βασίζεται σε βιβλίο του Guy Endore ξεφεύγει αρκετά από παλιότερες κλασικές ταινίες όπως του THE WOLFMAN με τον Lon Chaney Jr. και γίνεται αρκετά πιο σκοτεινό και «τρόμου» από ότι θα περίμενε κανείς.
Ένας ρακένδυτος ζητιάνος καταφθάνει στην έπαυλη του παρακμιακού Μαρκησίου Siniestro την ώρα που το γλέντι του γάμου του βρίσκεται στο απόγειο του και φυλακίζεται από τον Μαρκήσιο όταν δεν μπορεί πλέον να προσφέρει την διασκέδαση των «ευγενών» παρευρισκόμενων. Ο Μαρκήσιος τον ξεχνάει για χρόνια στα ανήλιαγα μπουντρούμια και φυσιολογικά ο ζητιάνος έρχεται σε ημιζωώδη κατάσταση. Μια μέρα, η μουγγή κόρη του υπεύθυνου των μπουντρουμιών ρίχνεται στο κελί από τον Μαρκήσιο μετά από μια επίθεση σε βάρος του και βιάζεται από τον ζητιάνο, ο οποίος εκείνο το χρονικό σημείο είχε χάσει εντελώς την ανθρωπιά του.
Η απρόθυμη μητέρα ελευθερώνεται κάποια στιγμή και γεννάει το παιδί του ζητιάνου υπό την προστασία του Δον Alfredo Corledo ο οποίος την είχε εντοπίσει στο δάσος σε άθλια κατάσταση και την πήρε στο σπίτι τους όπου μαζί με τη γυναίκα του τη φρόντισαν και έκαναν εφικτή την ασφαλή γέννα της. Όμως η μουγγή γυναίκα πεθαίνει κατά τη διάρκεια της γέννας, και σαν να μην έφτανε αυτό, το βρέφος γεννιέται την ημέρα των Χριστουγέννων, κάτι που οι τοπικές παραδόσεις και θρύλοι θεωρούσαν σατανικό.
Το παιδί μεγαλώνει κάτω από την στοργή και την αγάπη του Δον και της γυναίκας του, όμως η κατάρα που τον βάρυνε ακόμα πριν την γέννηση του κάνει την εμφάνιση της και ο μικρός μεταμορφώνεται σε λυκάνθρωπο υπό το φως της πανσελήνου και κυνηγιέται από τον τοπικό πληθυσμό που δεν γνωρίζουν την εναλλακτική του ταυτότητα. Η συνεχή αγάπη των γονιών του καταπιέζει την κατάρα με το πέρασμα των χρόνων και ο έφηβος πλέον νέος φεύγει από το σπίτι και πιάνει δουλειά σε μια τοπική αποθήκη κρασιών. Ερωτεύεται μάλιστα και την κόρη του ιδιοκτήτη, αλλά δυστυχώς γι αυτούς η κατάρα του λυκάνθρωπου ξαναεμφανίζεται με καταστροφικά αποτελέσματα.
Γενικά, το THE CURSE OF THE WEREWOLF στηρίζεται πολύ περισσότερο στην πλοκή και την εξέλιξη της παρά στα στοιχεία τρόμου που θα περίμενε κανείς. Η δράση του λυκάνθρωπου ναι μεν υπάρχει, αλλά είναι πολύ περιορισμένη με την έμφαση να δίνεται στους χαρακτήρες και την εξέλιξη τους, και ιδίως στον χαρακτήρα το νεαρού Leon (Oliver Reed) κα στους τρόπους με τους οποίους η κατάρα επηρεάζει την ζωή του. Το δραματικό στοιχείο είναι άφθονο με πολλούς συμπαθείς χαρακτήρες που η μοίρα τους παίζει παράξενα και συνήθως τραγικά παιχνίδια.
Το εξαιρετικό σενάριο ανακαλύπτει ξανά την μυθολογία του λυκάνθρωπου με έναν τρόπο που μέχρι τότε δεν είχε ξαναπαρουσιαστεί στο σινεμά και το ενδιαφέρον διατηρείται σε υψηλά επίπεδα καθ’ όλη τη διάρκεια της προβολής, παρόλο που η «τριχωτή» δράση περιορίζεται κυρίως στο πολύ καλό φινάλε. Η ταινία διατηρεί χαμηλούς τόνους και ενώ ο ρυθμός της είναι πολύ καλός, επικεντρώνεται με επιτυχία στην εξιστόρηση της υπόθεσης, βοηθούμενη από την εκπληκτική σκοτεινή φωτογραφία και μια πολύ καλή σκηνοθεσία από τον μεγάλο Terence Fisher. Τα ειδικά εφέ υπάρχουν και για τα στάνταρντς της εποχής είναι αρκετά καλά, αλλά σίγουρα έχουν δευτερεύοντα ρόλο σε μια καθ’ όλα έξοχη προσπάθεια της Hammer Films.
Οι ερμηνείες των πρωταγωνιστών είναι σούπερ, με αγαπημένο μου τον Anthony Dawson στο ρόλο του δαιμονικού Μαρκησίου. Ο νεαρός Oliver Reed σε ηλικία μόλις 23 χρονών δίνει το στίγμα της μεταγενέστερης καριέρας αλλά και της ζωής του με μια συναισθηματικά φορτισμένη αν όχι κομματάκι υπερβολική ερμηνεία, ενώ και όλοι οι υπόλοιποι δεν πάνε πίσω.
Έχω πει πάμπολλες φορές ότι τα θρυλικά στούντιο της Hammer έθεσαν τις βάσεις για το σινεμά γοτθικού τρόμου από τα τέλη της δεκαετίας του 50, και το THE CURSE OF THE WEREWOLF στέκεται επάξια δίπλα στις πολύ μεγάλες στιγμές- ορόσημα της εταιρίας εκείνη την περίοδο. Το παράξενο είναι ότι τo μεγάλο Βρετανικό στούντιο δεν ασχολήθηκε ξανά με το μύθο του λυκάνθρωπου από τότε, το οποίο είναι κρίμα αν σκεφτεί κανείς ότι κατάφερε και ανακάλυψε ξανά το συγκεκριμένο μύθο με τρόπο που θα ζήλευε ακόμα και ο μέγιστος Paul Naschy.