Δύο κρατούμενες σε γυναικείες φυλακές το σκάνε αλυσοδεμένες η μία με την άλλη την ώρα που η αστυνομία, η τοπική μαφία και ο ιδιωτικός στρατός ενός μισθοφόρου κυνηγού κεφαλών τις καταδιώκουν.
Σχόλια:
Eddie Romero. Ένα όνομα αναγνωρίσιμο και καθ’ όλα σεβαστό από την παγκόσμια b-movie κοινότητα λόγω της προσφοράς του στο παγκόσμιο exploitation σινεμά. Μαζί με τον μέντορά του και ήρωα του Φιλιππινέζικου exploitation, Gerardo de Leon, έκανε τα πάντα από δράσης μέχρι τρόμου και επόμενο ήταν να καταπιαστεί και με το υποείδος του Women In Prison που είχε αρχίσει να έχει πρωτοφανή άνθιση στις αρχές της δεκαετίας του 70.
Αυτή τη φορά ο μακροχρόνιος συνεργάτης του Eddie Romero, John Ashley, δεν παίζει αλλά συμμετέχει στην παραγωγή και οι δυο τους επιλέγουν πρωταγωνιστική τριπλέτα που δύσκολα έχανε εκείνη την εποχή. Pam Grier με συμμετοχή σχεδόν σε κάθε exploitation ταινία εκείνης της περιόδου, η εκθαμβωτική τηλεοπτική σταρ και ηθοποιός στο επίσης Φιλιππινέζικο THE HOT BOX, Margaret Markov, και βέβαια Sid Haig σε ένα ρόλο σήμα κατατεθέν και παρουσίες σε άπειρες exploit-ιές της εποχής.
Η υπόθεση αρκετά γνώριμη και ολίγον τι «πρότυπο» για ταινίες του συγκεκριμένου είδους, ασχολείται με τις δύο πρωταγωνίστριες που πηγαίνουν στις πλησιέστερες γυναικείες φυλακές του νησιού. Η Karen (Margaret Markov) είναι λευκή και κατηγορούμενη για τρομοκρατία, θέλει να αποδράσει επειγόντως για να συνεχίσει την επανάσταση στην οποία κατέχει καίριο ρόλο, η Lee (Pam Grier) μαύρη και πρώην καμπαρετζού που θέλει κι αυτή να φύγει από το κλουβί της αλλά για διαφορετικούς λόγους. Φυσιολογικά, οι δυο τους δεν τα πηγαίνουν καλά και μαλλιοτραβιούνται σε κάθε ευκαιρία, κάτι που κάνει την σαδιστική διευθύντρια να τις βάλει στην απομόνωση.
Λίγο μετά η διεύθυνση των φυλακών αποφασίζει να τις στείλει μαζί με άλλες κρατούμενες στην κεντρική φυλακή για ανάκριση, όμως η αποστολή θα δεχθεί επίθεση από συντρόφους επαναστάτες που θέλουν να ελευθερώσουν την Karen, κάτι που εκμεταλλεύονται οι δύο κοπέλες που το σκάνε εν μέσω πιστολιδιού. Το πρόβλημα είναι ότι είναι αλυσοδεμένες μαζί και παρόλο που έχουν διαφορετική ατζέντα αναγκάζονται να συμμαχήσουν για να ξεφύγουν από την αστυνομία και τον αδίστακτο μισθοφόρο ονόματι Ruben (Sid Haig) ο οποίος προσελήφθη για να τις ξετρυπώσει, όσο και τον τοπικό μαφιόζο ονόματι Vic που τις θέλει για δικούς του σκοπούς.
Όπως καταλαβαίνει κανείς από την υπόθεση, το BLACK MAMA WHITE MAMA ξεκινάει σαν τυπική ταινία WIP, κομπλέ με ασταμάτητες σκηνές αναίτιου γυμνού κατά προτίμηση στα ντους όσο και αρκετά μαλλιοτραβήγματα μεταξύ Grier- Markov αλλά και άλλες κρατούμενες ή/ και δεσμοφύλακες. Όμως γρήγορα αλλάζει ύφος και παίζει περισσότερο σαν τίμια περιπέτεια απόδρασης με φουλ πιστολίδι και δράση και με τα exploitation στοιχεία να μπαίνουν εμβόλιμα ίσα- ίσα για να κρατούν το ενδιαφέρον σε ψηλά επίπεδα ακόμα κι όταν το σενάριο πέφτει σε κακοτοπιές.
Αυτή η αλλαγή ύφους σίγουρα είναι αμφιλεγόμενη, αλλά όπως σχεδόν σε κάθε ταινία του Eddie Romero, ο στόχος επιτυγχάνεται πλήρως, και δεν είναι άλλος από τον απροβλημάτιστο και ανάλαφρο χαβαλέ. Ξεχάστε σκηνές σαδιστικής βίας και σεξουαλικά αποκλίνουσες συμπεριφορές που είχαν γίνει κανόνας στις πιο «σκληρές» ταινίες του είδους. Οι φυλακές στην ταινία του Eddie Romero πιο πολύ μοιάζουν με παιδική κατασκήνωση θηλέων παρά με στρατόπεδο συγκέντρωσης, με τα διάφορα κοριτσόπουλα να διασκεδάζουν φανερά, τουλάχιστον όταν δεν μαλλιοτραβιούνται μεταξύ τους.
Αρκετές καυτές θηλυκές παρουσίες αφαιρούν τα ρούχα τους σε κάθε ευκαιρία- όπως κάνουν σε μικρότερο βαθμό και οι δύο πρωταγωνίστριες- ενώ το σενάριο αποφεύγει σκηνές βασανιστηρίων και τα σχετικά που μπορεί να έκαναν το κλίμα πιο βαρύ.
Από εκεί και πέρα έχουμε αρκετή δράση και συγκεκριμένα καλογυρισμένο πιστολίδι, ενδιαφέρουσα εξέλιξη πλοκής για τα τυποποιημένα στάνταρντς του είδους, όμορφη μουσική που μάλιστα χρησιμοποίησε ο ηγέτης του σύγχρονου retro exploitation, Quentin Tarantino στο JACKIE BROWN, ενώ όλα εμπλουτίζονται από τα exploitation στοιχεία που θα περίμενε κανείς, με πιθανή εξαίρεση το gore που απουσιάζει εκτός από ελάχιστες σκηνές.
Όσο για τους πρωταγωνιστές, οι δύο κεντρικοί ρόλοι είναι χάρμα οφθαλμών όπως και στις περισσότερες αντίστοιχες ταινίες τους και μάλιστα τις είδαμε ξανά μαζί ένα χρόνο αργότερα στο παρόμοιο θεματικά THE ARENA του Steve Carver. Ο Sid Haig είναι όπως πάντα «μούρη» και σατανικά αξιολάτρευτος αλλά με χαρακτήρα χωρίς ουσιαστικό νόημα τον οποίο πάντως κάνει να φαίνεται σουπερ ενώ προσωπικά ξεχώρισα και τον Φιλιππινέζο Vic Diaz στο ρόλο του Vic, του ντόπιου νονού. Το σενάριο επιλέγει να εισάγει περισσότερους απ’ όσους έπρεπε δευτερεύοντες χαρακτήρες οι οποίοι κάπως συγκρατούν το ρυθμό που πάντως παραμένει αρκετά γρήγορος και δεν αφήνει τις διάφορες κακοτοπιές να φαίνονται, τουλάχιστον σε ενοχλητικό βαθμό.
Περιττό βέβαια να αναφέρω ότι παρόλο που ο τίτλος παραπέμπει σε φυλετικές συγκρούσεις, αυτές μένουν εκεί καθώς η ανάλαφρη προσέγγιση του Eddie Romero δεν αποσκοπεί σε προβληματισμούς, πόσο μάλλον κοινωνικά σχόλια τέτοιου τύπου. Το ίδιο συμβαίνει και με τις αναφορές στην «επανάσταση» που λαμβάνει χώρο στο νησί, η οποία μένει στα λόγια. Η άμυαλη ψυχαγωγία είναι το ζητούμενο και ο πολύπειρος Φιλιππινέζος δημιουργός την προσφέρει με σοβαρότητα, προσήλωση και πλάνο και χωρίς κανένα στοιχείο αυτοπαρωδίας, παρά τις λίγες και μάλλον αναγκαίες σκηνές ανεπιτήδευτου χιούμορ, που ως συνήθως στις ταινίες του σκηνοθέτη είναι καλοδεχούμενες και δένουν άριστα με το υπόλοιπο, έστω και κατά λάθος.
Η βασικότερη μου ένσταση έχει να κάνει με το απογοητευτικό και αναίτια τραγικό φινάλε που για κάποιο ανεξήγητο λόγο επέλεξε το σενάριο. Εκτός του ότι μοιάζει φανερά αταίριαστο με την υπόλοιπη ανάλαφρη ατμόσφαιρα, προσωπικά μου έκοψε το χαμόγελο το οποίο είχε μονιμοποιηθεί σε όλη την προηγούμενη διάρκεια της προβολής. Σίγουρα άτυχη στιγμή για το BLACK MAMA WHITE MAMA αυτή η επιλογή, αλλά στο τέλος της ημέρας δεν καταφέρνει να χαλάσει την εικόνα μιας ιστορικής sexploit-ιάς της παλιάς σχολής, που είναι ακίνδυνη, άκρως ψυχαγωγική και μάλλον αναγκαία προσθήκη για τις συλλογές των φίλων του WIP, του σινεμά του Eddie Romero αλλά και των fans της Pam Grier και της Margaret Markov.