Σχόλια: Όλοι οι οιωνοί είναι σωστοί πριν την προβολή για τη συγκεκριμένη ξεχασμένη post apocalyptic ταινία από τα τέλη των 80s. Τρομερό cast με τους Wings Hauser, Jeffery Combs και Brion James να φιγουράρουν πρώτοι στα credits, υπόθεση φανερά επηρεασμένη από το ESCAPE FROM NEW YORK του μέγα John Carpenter και βέβαια post- apocalyptic λογική και θεματολογία με την οποία προσωπικά ψαρώνω κάθε φορά όσο κοινότυπη και να ακούγεται. Η εντυπωσιακή έναρξη με τα διάφορα κλιπάκια από τα δελτία ειδήσεων στιλ ROBOCOP δείχνουν να δικαιώνουν τους πιστούς fans που έσπευσαν να φτιάξουν θετική προδιάθεση, αλλά δυστυχώς στην πορεία η ταινία του γνωστότερου για τσόντες, βιντεοκλίπ και ερωτικά θριλεράκια Gregory Dark δεν καταφέρνει να παραδώσει τα αγαθά όπως θα περίμενε κανείς. Βρισκόμαστε σε ένα μέλλον όπου η Γη βρίσκεται τσακισμένη από τη θανατηφόρα Μαύρη Πανούκλα που έχει χωρίσει τον πλανήτη σε διάφορες Ζώνες Επιδημίας (Plague Zones) οι οποίες είναι απαγορευμένες για τον μη προσβεβλημένο πληθυσμό. Ο Chaz (Jeffrey Combs), σοφέρ ενός πλούσιου άνδρα και της κόρης του Leila (Pamela Ludwig) αναγκάζεται να καταφύγει στη βοήθεια του προσβεβλημένου από την πανούκλα μισθοφόρου John Luger (Wings Hauser) όταν ο επικίνδυνος κακοποιός Decker (Brion James) το σκάει από τη φυλακή και μαζί με τα τσιράκια του την απαγάγουν και διαφεύγουν σε απαγορευμένη Ζώνη Επιδημίας. Οι δυό τους εκτός από τον σε κατάσταση φονικής τρέλας Decker και τους γορίλες του έχουν να αντιμετωπίσουν και τις συνθήκες που επικρατούν στις Απαγορευμένες Ζώνες, όπως και κάθε λογής τυχοδιώκτη και παράνομο που βρίσκεται εκεί. Η περιπέτεια των δύο ξεκινάει μετά από κάποια μοναδικής έμπνευσης πλάνα σε τοπικό μπαρ όπου οι διάφοροι θαμώνες παίζουν μανιωδώς ρωσική ρουλέτα με ό,τι όπλο μπορεί να φανταστεί κανείς, συμπεριλαμβανομένων και αλυσοπρίονων, ένα από τα βασικά χόμπυ του χαρακτήρα του πρωταγωνιστή Wings Hauser. Η δράση συνεχίζεται στον ίδιο ρυθμό με τις αιματηρές σκηνές απόδρασης του Brion James, αλλά όταν αρχίζει η εξερεύνηση, σενάριο και σκηνοθέτης για έναν λόγο που δεν μπόρεσα να καταλάβω αποφασίζουν να ερευνήσουν την κοινωνική και δραματική υπόσταση των ηρώων τους ρίχνοντας το ρυθμό, μειώνοντας τη δράση και δείχνοντας ότι μάλλον έτσι θα συνεχίσουν μέχρι τέλους. Αυτό είναι και το βασικό μειονέκτημα μιας παραγωγής που είχε στα χέρια της όλα τα ατού που χρειαζόταν- συμπεριλαμβανομένου και σχετικά ικανοποιητικού προϋπολογισμού- για να επιτύχει αλλά στο τέλος της προβολής η αίσθηση ότι κάτι βασικό λείπει από τη συνταγή είναι πανταχού παρούσα. Το πιστολίδι και τα κυνηγητά αυτοκινήτων γρήγορα δίνουν τη θέση τους σε κουραστικούς διαλόγους μεταξύ Combs και Hauser ενώ η άσπονδη φιλία τους αναλύεται εξονυχιστικά, σε σημείο που γίνεται κουραστική. Πάντως υλικό για να μπήξουν τα δόντια τους οι fans των Post- apocalyptic ταινιών υπάρχει, αλλά μάλλον συνοψίζεται σε ορισμένες από τις σκηνές ρωσικής ρουλέτας, στα εμβόλιμα κλιπάκια από δελτία ειδήσεων που κάποια είναι αρκετά επιτυχημένα και κάποια όχι, και σε μια σκηνή όπου ένας φουκαράς πυρπολείται επί σκηνής για την ψυχαγωγία των θαμώνων ενός μπαρ. Άξια αναφοράς είναι επίσης τα εντελώς κιτς κοστούμια των περισσότερων χαρακτήρων, όσο και το «παρδαλό» κλίμα που κυριαρχεί στην ταινία, αλλά αυτά τα στοιχεία από μόνα τους δεν βοηθούν πολύ την κατάσταση. Η δράση εμφανίζεται αραιά και που και δεν είναι κάτι το ιδιαίτερο, ενώ σε όλη τη διάρκεια της ταινίας κυριαρχεί η εκνευριστική τάση οι διάφορες σκηνές βίας και gore να παρουσιάζονται εκτός πλάνου, προφανώς λόγω περιορισμών στο budget (και ενδεχομένως στο ταλέντο του σκηνοθέτη). Όλη η παραγωγή φέρνει αβίαστα στο νου το NIGHTMARE AT NOON του δικού μας Νίκου Μαστοράκη που κυκλοφόρησε την ίδια χρονιά και στο οποίο επίσης πρωταγωνιστούν οι Wings Hauser και Brion James, αλλά όσο είναι δύσκολο να το πιστέψει κανείς, οι ομοιότητες σταματούν εκεί καθώς η ταινία του Μαστοράκη είναι μάλλον ανώτερη στα περισσότερα μέτωπα. Σε κάθε περίπτωση, οι τρεις πρωταγωνιστές στέκονται στο ύψος τους όσο μπορούν, με τον Wings Hauser να είναι ο τυπικός αξιαγάπητος εαυτός του, τον Jeffrey Combs να παραδίδει ως συνήθως μαθήματα υποκριτικής παρόλο που ο χαρακτήρας του δεν είναι κάτι το ιδιαίτερο, και τον γνωστό από τα BLADE RUNNER, TANGO & CASH και άλλες ταινίες Brion James να έχει έναν ρόλο σήμα- κατατεθέν για το σύνολο της καριέρας του και μάλλον να κερδίζει στα σημεία τους υπόλοιπους τόσο για την αφιονισμένη ερμηνεία του, όσο και για την πέρα από κάθε λογική εξήγηση κόμμωσή του. Οι υπόλοιποι είναι δευτερεύοντες αλλά φιλότιμοι, με τους γορίλες του Decker να ξεχωρίζουν κυρίως για τις παλαβές ατάκες και τον υπερβολικό τρόπο παιξίματός τους, ενώ η Πριγκιπέσα της ιστορίας, Pamela Ludwig, περνάει αλλά σε καμία στιγμή δεν ακουμπάει. Μοιραία, με ένα σενάριο που κινείται στη μετριότητα και με τις φανερά περιορισμένες ικανότητες του Gregory Dark σαν σκηνοθέτη, ακόμα και οι τρεις πασίγνωστοι και αγαπημένοι ηθοποιοί δεν καταφέρνουν να ανεβάσουν το θέαμα παραπάνω απ’ ότι μάλλον αξίζει. Κάποιες διάσπαρτες σκηνές δράσης, πιστολίδι, εκρήξεις όσο και οι αποκαλύψεις του αισιόδοξου φινάλε δεν αρκούν για να διασώσουν μια ταινία που είχε όλα τα φόντα να είναι κλασική αλλά τελικά έμεινε στα ρηχά νερά και μπορεί να χαρακτηριστεί ως αντικείμενο ενδιαφέροντος αποκλειστικά για σκληραγωγημένους φίλους των post apocalyptic ταινιών και για fans των Hauser, Combs και James που τυχόν να θέλουν να συμπληρώσουν τις φιλμογραφίες τους.
|