Ένας εργάτης βετεράνος του Βιετνάμ αποφασίζει να καθαρίσει μόνος του την πόλη από το έγκλημα όταν ο καλύτερος φίλος του πέφτει θύμα συμμορίας κακοποιών.
Σχόλια:
Ζωντανή ιστορία του exploitation σινεμά είναι η συγκεκριμένη ταινία του James Glickenhaus, το THE EXTERMINATOR είναι μάλλον η δεύτερη γνωστότερη του υποείδους των vigilante εκδικητών που εγκαινίασε ο Michael Winner με το ιστορικό DEATH WISH στις αρχές της δεκαετίας του 70. Πριν αρχίζουν να εμφανίζονται τα sleazy sequels του έπους του Charles Bronson, ο Αμερικάνος σκηνοθέτης των THE SOLDIER και SLAUGHTER OF THE INNOCENTS προσπαθεί να δώσει κίνητρο στον ήρωά του τοποθετώντας τον στο Βιετνάμ όπου έζησε ανείπωτα βασανιστήρια ως αιχμάλωτος των Βιετκόνγκ, κάτι που του στοίχισε όσον αφορά την πνευματική του ισορροπία.
Ο John Eastland (Robet Ginty), λοιπόν, αποφασίζει να φορέσει ξανά τα ρούχα παραλλαγής στην Νέα Υόρκη όταν μια τοπική συμμορία αφήνει τον κολλητό του και συνάδελφο στο Βιετνάμ Michael (Steve James) παράλυτο και χωρίς ελπίδα επαναφοράς μετά από επίθεση εκδίκησης. Ο Eastland παίρνει το νόμο στα χέρια του καθαρίζοντας με αδυσώπητο και αιματηρό τρόπο τα εγκληματικά στοιχεία της πόλης την ώρα που ο ντετέκτιβ James Walton (Christopher George) προσπαθεί να τον εντοπίσει και να τον σταματήσει με τη βοήθεια της Δρ. Megan Stewart (Samantha Eggar). Εκτός από τη συμμορία που τραυμάτισαν θανάσιμα το φίλο του, ο Eastland την πέφτει σε κάθε λογής μαφιόζο, προαγωγό και ανώμαλο στην πόλη δίνοντας το μήνυμα ότι ο «Εξολοθρευτής» είναι παρών.
Η υπόθεση είναι αρκετά «μίνιμαλ» και προβλέψιμη, αλλά υποστηρίζεται από ασταμάτητα exploitation στοιχεία τα οποία διαμορφώνουν τον κύριο όγκο της προσπάθειας του Glickenhaus. Η σκοτεινή και sleazy σαπίλα της πόλης παρουσιάζεται με τρόπο που προσωπικά με είχε σοκάρει ανεπανόρθωτα όταν πρωτοείδα μικρός την ταινία σε βιντεοκασέτα νομίζοντας λανθασμένα ότι πρόκειται για κάποιο rip- off του THE TERMINATOR που τότε έσπαγε τα ταμεία παγκοσμίως. Αδίστακτοι μαφιόζοι που δεν σταματούν πουθενά για λίγα περισσότερα δολάρια, πολίτες υπεράνω υποψίας που τη βρίσκουν σεξουαλικά βασανίζοντας μικρά αγόρια, κάθε λογής πρεζάκια και περιθωριακοί μικροκακοποιοί όπως και διεφθαρμένοι κυβερνητικοί πράκτορες έχουν τη θέση τους στο σκοτεινό και ανελέητο σύμπαν στο οποίο δρα ο Εξολοθρευτής.
Ο τελευταίος είναι ένας κατά βάθος καλός άνθρωπος που βασανίστηκε κατά τη διάρκεια της αιχμαλωσίας του στο Βιετνάμ, ο οποίος όμως το χάνει από κάθε άποψη όταν ο μοναδικός άνθρωπος που εκτιμά πέφτει θύμα της πόλης. Ο «ήρωας» του Glickenhaus δεν έχει το ηθικό υπόβαθρο που απαιτείται και έτσι είναι δύσκολο να τον συμπαθήσει κανείς, όπως για παράδειγμα τον Paul Kersey του “DEATH WISH”.
Η εκδικητική δράση του μοιάζει τυχαία και χωρίς ιδιαίτερο στόχο και κάτι τέτοιο βγάζει νόημα όταν κανείς συνειδητοποιήσει ότι ο στόχος του Glickenhaus ήταν μάλλον να συσσωρεύσει όσες περισσότερες απωθητικές και σοκαριστικές σκηνές βίας μπορούσε αντί να δώσει υπόβαθρο και ηθική υπόσταση στη δράση του χαρακτήρα του.
Έτσι ο Εξολοθρευτής καίει κόσμο ζωντανό, εκτελεί άλλους εν ψυχρώ, ταΐζει κακοποιούς στους πεινασμένους αρουραίους, βάζει μαφιόζους σε γιγάντιες μηχανές του κιμά χωρίς έλεος, πληρώνει άτομα με αποκλίνουσες σεξουαλικές συμπεριφορές με το ίδιο νόμισμα, όλα δοσμένα με πρωτοφανή ωμότητα και ολίγη μοχθηρία από τον- μέτριο γενικά σκηνοθέτη- James Glickenhaus που φαίνεται να ευχαριστιέται αυτή την υπέρμετρα σαδιστική δράση όσο και ο ήρωάς του.
Όσο για τους υπόλοιπους χαρακτήρες, είναι γενικά συμπληρωματικοί στο κατάμαυρο σύμπαν του Εξολοθρευτή. Ο κολλητός Steve James είναι ο γνωστός που όλοι ξέρουμε στις λίγες στιγμές που εμφανίζεται εκτός νοσοκομειακού κρεβατιού, ενώ ο άδικα πρώτος στα credits Christopher George είναι πραγματικός κομπάρσος στο ρόλο του μπάτσου αντίστοιχου με εκείνον του Vincent Gardenia στα DEATH WISH και DEATH WISH II, όσο και η όμορφη αλλά εντελώς περιττή για την εξέλιξη Samantha Eggar.
Ξεκάθαρα ο στόχος του σκηνοθέτη πρέπει να ήταν να φανερώσει σχέση αγάπης- μίσους και αμοιβαίου σεβασμού μεταξύ μπάτσου και τιμωρού, αλλά στη συγκεκριμένη περίπτωση κι αυτή μάλλον χάθηκε στο βούρκο της ασταμάτητης συσσώρευσης απωθητικών exploitation στοιχείων. Ο Robert Ginty είναι ο μοναδικός αληθινός πρωταγωνιστής, με μια ερμηνεία γενικά χαμηλών τόνων που ταιριάζει στον χαρακτήρα του, αλλά που σε καμία περίπτωση δεν δικαιολογεί την ξαφνική κάθοδο στην κόλαση της αιματηρής και ανελέητης εκδίκησης.
Αυτό είναι το βασικό πρόβλημα του THE EXTERMINATOR, ότι δεν καταφέρνει να βρει την χρυσή τομή μεταξύ sleazy exploitation και ενδιαφέρουσας εξέλιξης της δράσης και πέφτει με τα μούτρα στην σκοτεινή πλευρά χωρίς να εξετάζει την ηθική των πράξεων του ήρωά του . Η κλασική και διαβόητη πλέον σκηνή στο Βιετνάμ κατά την διάρκεια της έναρξης ναι μεν δίνει κάποια υπόσταση στον ήρωα αλλά όχι στο σημείο που θα δικαιολογούσε την χωρίς οίκτο εκδίκηση του με τρόπους όσο φρικτότερους όσο μπορούσε να σκεφτεί το γενικά ευκαιριακό και όχι ιδιαίτερα προσεγμένο σενάριο το οποίο επίσης έγραψε ο James Glickenhaus.
Αποτέλεσμα είναι έλλειψη ρυθμού και σχετική ακινησία όταν δεν έχουμε βίαιες σκηνές εκδίκησης από τον Εξολοθρευτή, την οποία προσπαθεί σπασμωδικά να καταπολεμήσει το σενάριο εισάγοντας αταίριαστες σκηνές χιούμορ, περιττό ρομάντζο μεταξύ Christopher George και Samantha Eggar και βέβαια αρκετή αστυνομική έρευνα ρουτίνας που δύσκολα θα ικανοποιήσει και τον πιο καλόβολο fan αστυνομικών περιπετειών.
Σε κάθε περίπτωση, όλες αυτές οι αποκλίσεις από τη βασική θεματική ελαφραίνουν κάπως το θέαμα που σε τακτά χρονικά διαστήματα γίνεται αδικαιολόγητα σαδιστικό, κάτι που πάντως έγινε ο κανόνας στο σινεμά δράσης των 80s. Το φινάλε δανείζεται αρκετά από εκείνο του DEATH WISH και αφήνει ανοιχτές τις πόρτες για την επιστροφή του Εξολοθρευτή, που ήρθε το 1984 από τα στούντιο της Cannon, αν και σε πολύ διαφορετικό στιλ.
Στο τέλος της προβολής, αυτό που μένει είναι μια ταινία που δίκαια έχει την δική της θέση στο πάνθεον της βίαιης exploitation δράσης και που σήμερα θεωρείται υπέρ- κλασική, αλλά όπως πολλές άλλες αντίστοιχες Αμερικάνικες προσπάθειες παρελθόντος και μέλλοντος, είναι μάλλον υπερτιμημένη. Όμως πρόκειται για μια από τις βασικές ταινίες του κύματος βίαιων ταινιών εκδίκησης που ακολούθησε, όσο και της σύνδεσης τους με το Βιετνάμ, και χωρίς αμφιβολία αξίζει μια προβολή από τους fans του είδους που σίγουρα θα βρουν αρκετό υλικό για να την συμπαθήσουν, αν όχι μόνο και μόνο για την ιστορική σημαντικότητά της.
DVD Notes:
Δεν υπάρχουν κυκλοφορίες στη χώρα μας.
Διεθνείς DVD εκδόσεις:
R0 Αμερική (Anchor Bay Entertainment) R0 Αμερική (Synapse Films) R0 Μ. Βρετανία (Synergy) R1 Αμερική (Tango) R2 Γαλλία (Integral Vid) R2 Νορβηγία (Star Media Entertainment AS) R2 Σκανδιναβία (Futurefilm/Atlantic) R2 Ισπανία (Manga Films) R2 Μ. Βρετανία (Optimum Releasing)
Blu Ray Αμερικής (Synapse Films) Blu Ray Μ. Βρετανίας (Arrow)
Όλες οι εκδόσεις είναι πιθανότατα χωρίς περικοπές. Η καλύτερη από όλες τις απόψεις είναι η Αμερικάνικη της Synapse που κυκλοφορεί σε Blu Ray/ DVD combo.