Ένας Ινδός γκουρού επαναφέρει τους νεκρούς στη ζωή με χρήση τελετών βουντού για να τον βοηθήσουν σε ένα φονικό σχέδιο εκδίκησης.
Σχόλια:
Επανερχόμαστε στην κατά τεκμήριο πιο παραγωγική και ποιοτική εποχή της δραστηριότητας του μέγα Paul Naschy, λίγο μετά την πρώτη του διακριτική κίνηση προς το βασίλειο των ζωντανών νεκρών με το HORROR RISES FROM THE TOMB που βγήκε την ίδια χρονιά. Το χαρακτηριστικό αυτής της περιόδου του Ισπανού ήρωα της σκηνής ήταν ότι είχε καταφέρει να ανοίξει τα φτερά του προς πολλές διαφορετικές θεματικές του σινεμά τρόμου ταυτόχρονα και με μεγάλο βαθμό επιτυχίας. Το τριχωτό alter ego του, ο ευγενής λυκάνθρωπος Waldemar Daninsky, είχε την τιμητική του με τουλάχιστον 4 ταινίες από το 1971 μέχρι το 1973, η μούμια εμφανίστηκε στο VENGEANCE OF THE MUMMY, τότε βγήκε το HUNCHBACK OF THE MORGUE, όπως και πολλές άλλες ταινίες μεταξύ των οποίων και η απόπειρα του Naschy να παίξει τον Δράκουλα στο DRACULA’S GREAT LOVE.
Βλέποντας αυτή την τρελή παραγωγικότητα του Naschy και των συνεργατών του εκείνη την εποχή, κανείς εύκολα μπορεί να καταλάβει ότι το VENGEANCE OF THE ZOMBIES ήταν μια ταινία που, όπως δήλωσε ο ίδιος ο Naschy, «θα μπορούσε να είχε κυκλοφορήσει μόνο εκείνη την περίοδο. Πρόκειται για μια από τις πιο παράξενες και ψυχεδελικές προσπάθειες του Naschy, με την σκηνοθεσία να αναλαμβάνει ο πολύπειρος Leon Klimovsky, παίρνοντας για λίγο την σκυτάλη από τον Carlos Aured ο οποίος είχε αρχίσει να γίνεται τακτικός στα σενάρια του Naschy εκείνη την εποχή και ασχολείται με αρχαίες κατάρες, αποκρυφισμό και βουντού στην παράδοση των πρώτων ταινιών του είδους.
Ο Paul Naschy υποδύεται τον Ινδό γκουρού Krisna, ο οποίος μαζί με την πιστή και όμορφη βοηθό του χρησιμοποιεί αρχαίες επικλήσεις και ξόρκια για να επαναφέρει τους νεκρούς στη ζωή και να τους έχει υπό τις διαταγές του. Έτσι μια μίνι στρατιά από ζόμπι αρχίζουν τη φονική δραστηριότητά τους στο Λονδίνο την ώρα που ένας μασκοφόρος αγνώστου ταυτότητας ακολουθεί την δραστηριότητά τους πίνοντας το αίμα των εκάστοτε θυμάτων τους. Είναι ο φονιάς και υπεύθυνος της μανίας των ζωντανών νεκρών ο Krisna ή υπάρχει και άλλος στην εξίσωση; Ένα από τα κρίσιμα ερωτήματα που πρέπει να απαντήσει η όμορφη Elvire (Romy) η οποία εντωμεταξύ έχει ερωτευτεί τον Ινδό γκουρού αλλά ταλαιπωρείται από βέβηλα οράματα που την παρουσιάζουν να γίνεται θύμα του ίδιου του σατανά.
Δεν βγάζει και πολύ νόημα η υπόθεση αν την διαβάσει κανείς στο χαρτί, κι αυτό γιατί ως συνήθως ο Naschy προσπαθεί να χωρέσει στο σενάριό του όσα περισσότερα στοιχεία μπορεί, αδιαφορώντας μέχρι ενός σημείο για την συνοχή της ταινίας. Για καλή του τύχη το τελικό αποτέλεσμα είναι περισσότερο διασκεδαστικό απ’ ότι θα περίμενε κανείς και έτσι οι διάφορες κακοτοπιές περνούν μάλλον στο ντούκου μπροστά στα διάφορα θεάματα που επιφυλάσσουν Naschy και Klimovsky για τους θεατές.
Έχουμε σατανικές τελετές, ζόμπι της σχολής βουντού, μασκοφόρο φονιά, κατάρες, μαγεία, ρομάντζο, ξαφνικά γυρίσματα της πλοκής, μπόλικο gore σε ποσότητες αρκετά μεγαλύτερες από ότι συνηθίζεται σε ταινίες του Naschy και φυσικά αρκετές καλλίγραμμες πρωταγωνίστριες που βγάζουν τα ρούχα τους σε καίρια σημεία. Όλα δίνονται συνοδεία καλής αλλά ξεκάθαρα αταίριαστης funky 70s μουσικής, ενώ το στιλ σκηνοθεσίας του Klimovsky είναι όσο πιο ψυχεδελικό και εξεζητημένο θα μπορούσε, με άπειρα πολύχρωμα πλάνα και σχετικά τεχνάσματα που κάνουν την εμπειρία του VENGEANCE OF THE ZOMBIES ακόμα πιο σουρεαλιστική απ’ ότι φροντίζει ούτως ή άλλως το υπερφορτωμένο σενάριο.
Στο τέλος της προβολής αυτό που μένει είναι μια ταινία που ξεφεύγει σε ύφος από τις περισσότερες παραγωγές του Naschy εκείνης της περιόδου και που παρόλα τα πολλά προβλήματά της έχει το κάτι που την κάνει να ξεχωρίζει και να γίνεται άμυαλα διασκεδαστική για το cult horror κοινό στο οποίο και απευθύνεται. Έχει ρυθμό, παρόλο που οι διαφορετικές θεματικές ενότητες του σεναρίου δεν βοηθούν προς αυτή την κατεύθυνση, ενώ έχει και έναν παθιασμένο- και ως συνήθως φρικτά ντουμπλαρισμένο- Paul Naschy να βγάζει τα σώψυχά του υποδυόμενος 3 διαφορετικούς χαρακτήρες.
Το πάθος, η ειλικρίνεια και τιμιότητα με την οποία ο Naschy παραδίδει τις πέρα από κάθε λογική ατάκες του είναι άξια σεβασμού ακόμα και από τους πολέμιους της ταινίας και δείχνει για ποιο ακριβώς λόγο ο Ισπανός εναλλακτικός σταρ μπήκε στις καρδιές των cult horror fans ανά τον κόσμο. Ο Naschy επισκιάζει όλους τους συμπρωταγωνιστές του με ευκολία, ακόμα και όταν τόσο οι χαρακτήρες που υποδύεται όσο και το σενάριο πέφτουν με τα μούτρα σε «τόσο κακές που είναι καλές» περιοχές, κάτι που γίνεται αρκετά συχνά κατά τη διάρκεια της προβολής.
Πάντως δεν συζητάω ότι πρόκειται για μια απολύτως αναγκαία προσθήκη για τις συλλογές των fans του Paul Naschy και ακόμα μια άξια προσθήκη στο ατελείωτο υλικό Naschy και της παρέας του εκείνης της περιόδου. Οι γνώστες του έργου του Ισπανού σταρ ξέρουν ακριβώς τι να περιμένουν από μια άκρως ψυχαγωγική ταινία που μαζί με τα HUMAN BEASTS, THE PEOPLE WHO OWN THE DARK και WEREWOLF AND THE MAGIC SWORD συγκαταλέγεται ανάμεσα στις πιο περίεργες και εξωτικές δουλειές του Naschy και σίγουρα αξίζει ένα βλέφαρο από το euro horror κοινό.
Οι Αμερικάνικες εκδόσεις περιέχουν την διεθνή έκδοση που είναι χωρίς περικοπές. Η Γερμανική περιέχει την Ισπανική "clothed version". Η έκδοση της BCI/ Eclipse είναι η κορυφαία και με μεγάλη διαφορά τόσο από πλευράς ποιότητας εικόνας και ήχου (η μόνη που περιέχει Ισπανικό και 2 Αγγλικά κανάλια ήχου) όσο και από πρόσθετα.