CURSE OF THE CRIMSON ALTAR (1968) (Μ. Βρετανία) A.K.A.: The Crimson Altar, The Crimson Cult Ελληνικός τίτλος: Οι Βρικόλακες Στήνουν Χορό, Ο Πύργος του Τρόμου, Το Σπίτι του Τρόμου
Ένας άνδρας ερευνά την εξαφάνιση του αδελφού σε μια μικρή πόλη την οποία βαραίνει αρχαία κατάρα από την τοπική μάγισσα που είχε ορκιστεί εκδίκηση πριν καεί στην πυρά.
Σχόλια:
Το μικρό στούντιο της Tigon πάντα υπήρχε στη σκιά εκείνων της Hammer και της Amicus κατά τη διάρκεια της χρυσής εποχής της Βρετανικής σκηνής. Όμως κατάφερε να ξεχωρίσει με μερικές κλασικές ταινίες μία από τις οποίες είναι σίγουρα το CURSE OF THE CRIMSON ALTAR. Πρόκειται για την 4η ταινία που κυκλοφόρησε το Βρετανικό στούντιο μέσα στο 1968, πρώτη χρονιά λειτουργίας του κατά την οποία είχε ακουστεί για τα καλά λόγω κυρίως του θρυλικού WITCHFINDER GENERAL. Μια ταινία με ένα ονειρώδες all- star επιτελείο ηθοποιών που ερμηνεύουν ένα καλογραμμένο σενάριο με έντονο χρώμα H.P. Lovecraft και που σίγουρα παίρνει επάξια τη θέση της στα ψηλά του πάνθεον του Βρετανικού τρόμου.
Ο Robert Manning (Mark Eden) πηγαίνει απροειδοποίητα στο πανδοχείο των Morley αναζητώντας τον εξαφανισμένο αδελφό του που πριν 10 μέρες του είχε στείλει γράμμα από εκεί. Αφού πίνει το ποτάκι του στο οργιώδες πάρτι της Eve (Virginia Wetherell), όμορφης ανηψιάς του ιδιοκτήτη Morley (Christopher Lee) που όταν τον συναντάει ισχυρίζεται ότι δεν έχει ακούσει ποτέ τον αδελφό του Manning, όπως άλλωστε του είχε πει στο τηλέφωνο όταν μιλήσαν λίγες μέρες πριν.
Μένοντας το βραδάκι μετά από πρόσκληση του Morley γνωρίζει τόσο τον καθυστερημένο οικιακό βοηθό Elder (Michael Gough) όσο και τον ηλικιωμένο ειδικό στη μαύρη μαγεία καθηγητή John Marsh (Boris Karloff) που του εξιστορεί τον τοπικό μύθο της Lavinia Morley (Barbara Steele), πρόγονο της Eve η οποία ορκίστηκε να εκδικηθεί το χωριό λίγο πριν την κάψουν στην πυρά με την κατηγορία της μαγείας και που η επέτειος του θανάτου της εορτάζεται με πανηγυρικό τρόπο στο χωριό.
Όταν ο Elder τον προειδοποιεί να φύγει από το χωριό και ταυτόχρονα αρχίζει να βλέπει σε ακαθόριστα οράματα τον εαυτό του να συμμετέχει σε μυστηριώδεις τελετές μαύρης μαγείας προς τιμή της νεκρής μάγισσας Lavinia ο Manning αρχίζει να υποψιάζεται ότι κάτι παράξενο συμβαίνει. Έτσι πιάνει κολλητιλίκια με την όμορφη Eve και μαζί αρχίζουν να ερευνούν την εξαφάνιση του αδελφού του, χωρίς ιδιαίτερη βοήθεια από τον θείο Morley αλλά ούτε και από τον αινιγματικό καθηγητή Marsh.
Κακά τα ψέματα, τα ονόματα και μόνο των ηθοποιών της ταινίας είναι αρκετά για να προκαλέσουν δέος στον οποιονδήποτε horror fan πολύ πριν την προβολή. Το ότι το τελικό αποτέλεσμα στέκεται αντάξιο αυτών είναι ένα επιπλέον μπόνους του πολύπειρου σκηνοθέτη Vernon Sewell που μαζί με τους σεναριογράφους βάζουν τα δυνατά τους και επιτυγχάνουν στα περισσότερα μέτωπα.
Με σταθερά καλό ρυθμό, σταδιακό ξεδίπλωμα της ιστορίας και στρατηγικά τοποθετημένες αποκαλύψεις η ταινία κυλάει απολαυστικά και δεν καταφέρνει να την χαλάσει ούτε η σχετική έλλειψη πυκνής ατμόσφαιρας που ίσως ταίριαζε καλύτερα σε μια ταινία αυτής της θεματολογίας, ούτε οι ομολογουμένως ελάχιστες σεναριακές τρύπες. Η γνωστή γοτθική αίσθηση της λογοτεχνίας του Lovecraft είναι διάχυτη με την ιστορία Dreams in the Witch House να μοιάζει η βασική επιρροή παρόλο που δεν αναφέρεται στα credits. Προς αυτή την κατεύθυνση έχουμε αρχαίες κατάρες, μυστικές κρύπτες, τελετές δαιμονολατρίας και όλα τα σχετικά που δίνουν τον απαραίτητο τόνο μέχρι το φινάλε.
Το βασικό θέμα στο οποίο επικεντρώνεται το CURSE OF THE CRIMSON ALTAR είναι το σταδιακό ξεδίπλωμα του μυστηρίου της εξαφάνισης του αδελφού Manning και η σχέση αυτής με την σατανική Lavinia. Έτσι φροντίζει να μπερδεύει φαντασία με πραγματικότητα μετατοπίζοντας το ενδιαφέρον κάθε τόσο και σε άλλον από τους πολλούς ενδιαφέροντες χαρακτήρες της ταινίας. Η επιτηδευμένη αυτή τάση έχει σαν αποτέλεσμα να διατηρείται το μυστήριο μέχρι τέλους παρόλο που λόγω των πρώτων πλάνων ουσιαστικά αποκαλύπτεται το τι έχει συμβεί. Όμως το συνεχόμενο παιχνίδι με τους ρόλους των διαφόρων χαρακτήρων καταφέρνει να συντηρεί αυτό το ενδιαφέρον μέχρι τέλους, κάτι γενικά ασυνήθιστο σε αντίστοιχες παραγωγές της εποχής.
Οι επιρροές του γοτθικού σινεμά του Mario Bava είναι παντού, με αρκετά ατμοσφαιρικά πλάνα να εισάγονται εμβόλιμα σε διάφορα στρατηγικά χρονικά σημεία, ενώ το παιχνίδι με τα χρώματα είναι αυτοσκοπός και δίνει μια ψυχεδελική ποιότητα στο θέαμα που ταιριάζει με τα ήθη της εποχής στην οποία γυρίστηκε η ταινία. Σ’ αυτό τον τομέα η σκηνοθεσία του Vernon Sewell φτάνει στο ανώτερο επίπεδό της, καταφέρνοντας να δίνει μια παραισθησιακή ποιότητα ιδίως στα ονειρικά πλάνα τα οποία προσωπικά θεωρώ ανθολογίας
Από το μέτωπο των ηθοποιών, το θέαμα είναι αντάξιο των ονομάτων του. Ο Boris Karloff που βρισκόταν στη δύση της μεγάλης καριέρας του έχει πραγματικό πρωταγωνιστικό ρόλο παρόλο που τα προβλήματα υγείας του είναι φανερά αφού συνήθως βρίσκεται καθιστός στο αναπηρικό καροτσάκι. Όμως σε ορισμένες στιγμές καταφέρνει με το γνώριμο γοτθικό ύφος του να επισκιάσει ακόμα και τον συμπρωταγωνιστή του Lee. Αυτός είναι στα γνωστά ανεβασμένα στάνταρντς του, με έναν καίριο ρόλο και επίσης έχει αρκετό χρόνο στο πλάνο.
Ο συμπρωταγωνιστής τους Mark Eden αν και απέχει πολύ σε φυσική παρουσία από τα ιερά τέρατα που βρίσκονται γύρω του κάνει ότι καλύτερο μπορεί στο ρόλο του πρωταγωνιστή, ενώ Gough, Davies και Steele εμφανίζονται μεν λίγο, αλλά οι ρόλοι τους είναι σούπερ με το μακιγιάζ της Steele ως Lavinia να ξεχωρίζει και να θεωρείται από τις πιο κλασικές της μεταμορφώσεις. Αξίζει επίσης να αναφερθεί το τρομερό ντεμπούτο της πανέμορφης Virginia Wetherell στο οποίο εκτός από τις υποκριτικές της ικανότητες δείχνει και λίγο γυμνάκι για ακόμα περισσότερη πικάντικη γεύση.
Για να συμπληρωθεί η εικόνα μιας γενικά απολαυστικής ταινίας έχουμε και κάποιες εντυπωσιακές σκηνές όπως το οργιώδες πάρτι που φωνάζει «τέλη 60s» στην έναρξη, ενώ η εναρκτήρια σεκάνς που έχει λογοκριθεί στις Ευρωπαϊκές εκδόσεις της ταινίας είναι αρκετά τολμηρή για τα δεδομένα του Βρετανικού γοτθικού τρόμου. Όλα υποστηρίζονται από πολύ καλή και ατμοσφαιρική μουσική που μαζί με τα υπόλοιπα στοιχεία καθιστά το CURSE OF THE CRIMSON ALTAR μια απολύτως αναγκαία προσθήκη για τις συλλογές των φίλων του κλασικού γοτθικού τρόμου και ακόμα μία μεγάλη στιγμή του στούντιο της Tigon.
Καλύτερες η Γερμανική και Βρετανικές που έχουν αναμορφική μεταφορά. Η Γερμανική έκδοση περιέχει στα extras κομμένη σκηνή που δεν υπάρχει στις υπόλοιπες εκδόσεις και από άποψη πληρότητας της ταινίας είναι η κορυφαία.