Η κόμισσα Bathory ανακαλύπτει ότι το φρέσκο αίμα μπορεί να επαναφέρει προσωρινά το δέρμα της στη νιότη και έτσι αρχίζει μπαράζ φόνων προσέχοντας να μην διαρρεύσει το σκοτεινό μυστικό της.
Σχόλια:
Φόβος, παράνοια, απιστία και φόνος στο παλάτι της κόμισσας Bathory σε αυτή την ανώτερη ταινία γοτθικού euro horror από τον Jorge Grau, σκηνοθέτη του LET SLEEPING CORPSES LIE. Πρόκειται για μια από τις πολλές εκδοχές του ίδιου μύθου που άρχισαν να βγαίνουν η μία μετά την άλλη στην Ευρώπη ακολουθώντας την επιτυχία των COUNTESS DRACULA, DAUGHTERS OF DARKNESS κλπ, και χωρίς αμφιβολία είναι μια από τις κορυφαίες και ξεπερνάει τις περισσότερες γνωστότερές της εκείνης της περιόδου.
Μια από τις βασικές διαφορές είναι ότι το THE LEGEND OF BLOOD CASTLE βάζει στην άκρη τα όποια στοιχεία που ελαφραίνουν τη θεματολογία της και πέφτει με τα μούτρα σε σκοτεινές περιοχές του μύθου της Elsabeth Bathory που ελάχιστες ταινίες μέχρι τότε επιχείρησαν. Ο Grau παραμένει αρκετά πιστός στη μυθολογία εμπλουτίζοντας την με ενδιαφέρουσες σεναριακές προσθήκες που δένουν άριστα με μια εκπληκτικά σκοτεινή και απαισιόδοξη ατμόσφαιρα την οποία συντηρεί από την αρχή ως το τέλος, τονίζοντας το στοιχείο ρεαλισμού και χρησιμοποιώντας τις γνωστές υπερφυσικές θεματικές προς όφελος της διήγησης της ιστορίας.
Η υπόθεση διαδραματίζεται στις αρχές του 19ου αιώνα στο τοπικό δικαστήριο όπου κρίνεται η μετά θάνατον ενοχή τοπικού βαρόνου για βαμπιρισμό. Η κόμισσα Bathory (Lucia Bose) και η οικονόμος της (Anna Fara) ακούγοντας την υπόθεση αρχίζουν να ερευνούν την σχέση μεταξύ ανθρώπινου αίματος και της χρήσης του σαν ελιξίριο διατήρησης νιότης, κάτι που προέκυψε επίσης από την γνωστή ιστορία της προγόνου της κόμισσας που ήταν γνωστό ότι χρησιμοποιούσε αίμα παρθένων για να διατηρήσει τη νιότη της.
Προβλέψιμα, με τη βοήθεια της οικονόμου και του ατακτούλη συζύγου της (Espartaco Santoni), η κόμισσα δεν αργεί να καταφύγει στο φόνο μελών του υπηρετικού προσωπικού του σπιτιού για να χρησιμοποιήσει το αίμα τους για το μπάνιο της, κάτι που φαίνεται να αποδεικνύει την θεωρία της. Φυσιολογικά, θέλει να συνεχίσει αυτό το μακάβριο έργο, αλλά φοβάται μην ανακαλυφθεί.
Όμως η φύση των φόνων φέρνει στο νου τον νεκρό βαρόνο, με την γενικά αμόρφωτη τοπική κοινωνία να είναι πεπεισμένη ότι οι φόνοι είναι έργο γνήσιου βρικόλακα, κάτι που εκμεταλλεύεται ο σύζυγος ο οποίος σκηνοθετεί το θάνατό του και συνεχίζει το φονικό έργο του για να προμηθεύει με φρέσκο αίμα την ματαιόδοξη σύζυγό του. Αυτή η εξέλιξη βολεύει τόσο την κόμισσα όσο και την συνέχιση του αιματηρού σχεδίου της μιας και πλέον η τοπική κοινωνία δεν την υποπτεύεται καν όντας πεπεισμένη ότι οι φόνοι προέρχονται από βαμπιρικές επιθέσεις του νεκροζώντανου πλέον συζύγου.
Στο πρώτο μέρος ο ρυθμός είναι κάπως τεμπέλικος για την εισαγωγή στους κεντρικούς χαρακτήρες και το αρκετά περίπλοκο πλαίσιο στο οποίο κινούνται. Η σχέση της δίκης του βαρόνου αργεί να δείξει την σύνδεσή της με το υπόλοιπο, αλλά ακόμα και όταν οι ρυθμοί είναι αργοί η ατμόσφαιρα είναι εκπληκτική και απίστευτα σκοτεινή. Όταν ο κύριος θεματικός όγκος του σεναρίου αρχίζει να φαίνεται, το ενδιαφέρον αυξάνεται στο κατακόρυφο. Ένα σενάριο που έχει φανερά περισσότερες φιλοδοξίες από το απλό ξεδίπλωμα του μυστηρίου, κάτι που ίσως πληρώνει με μερική πτώση στον ρυθμό στην προσπάθεια να αναδείξει το βάθος και να αξιοποιήσει όσο μπορεί περισσότερο τους διάφορους χαρακτήρες. Ο βασικότερος από αυτούς που ερευνάται εξονυχιστικά είναι φυσικά της διαβόητης κόμισσας και η ψύχωσή της με την εξωτερική ομορφιά, πράγμα που δίνει περισσότερη αξιοπιστία τόσο στον χαρακτήρα όσο και στην ίδια την ιστορία.
Όμως παρά την αργή εξέλιξη, η ταινία καταφέρνει να μεταδώσει άριστα το κλίμα της εποχής, όπου η αβεβαιότητα, η αμάθεια και η σκληρότητα κυριαρχούσαν στις ζωές των ανθρώπων και δημιουργούσαν ένα μιαρό υπόβαθρο ανέχειας και υποκρισίας που επέτρεπε τα χειρότερα εγκλήματα να δικαιολογούνται στο όνομα του Θεού και των κακοσχεδιασμένων και αφελών νόμων που βασίστηκαν σε δεισιδαιμονίες. Ξεχάστε την γοητευτική αφέλεια των αντίστοιχων παραγωγών της Hammer. Εδώ το σενάριο και ο Grau παρουσιάζουν την σκοτεινή αυτή περίοδο πολύ κοντά στην πραγματικότητα, μια πρακτική που έκανε και το προγενέστερο WITCHFINDER GENERAL να ξεχωρίσει με τον ωμό για τα δεδομένα της εποχής που βγήκε ρεαλισμό του.
Οι χαρακτήρες έχουν όλοι το ενδιαφέρον τους με την κόμισσα Bathory να βρίσκεται στην κορυφή της σχετικής λίστας φανερώνοντας διαφορετικές πτυχές της και προκαλώντας το κοινό να τη συμπαθήσει όσο είναι εφικτό μέσω της παρουσίασης των τραγικών κινήτρων που την οδήγησαν στα αποτρόπαια εγκλήματά της. Ο κόμης έχει την δική του υπόσταση μέσα στην ιστορία, καίριος και σκοτεινός όσο και ολόκληρη η ταινία, κάτι που ισχύει και για την σατανική οικονόμο. Από εκεί και πέρα υπάρχει και η άπληστη ερωμένη του κόμη στο πρόσωπο της χυμώδους Ewa Aulin, ενώ όλοι σχεδόν οι συμπληρωματικοί χαρακτήρες επίσης έχουν συμμετοχή εμπλουτίζοντας ακόμα περισσότερο έναν σχεδόν ολοκληρωτικό θρίαμβο.
Όμως και οι ερμηνείες όλων των πρωταγωνιστών είναι στις περισσότερες περιπτώσεις αντάξιες των χαρακτήρων που υποδύονται. Η Lucia Bose είναι η κορυφαία όλων δείχνοντας πολύπλευρο ταλέντο, ο Espartaco Santoni, σαν ένας Raul Julia των φτωχών, είναι επιβλητικός τόσο εμφανισιακά όσο και ουσιαστικά λόγω του χαρακτήρα και της δράσης του, όπως και η ανατριχιαστική κατά διαστήματα Anna Fara στο ρόλο της σκοτεινής οικονόμου. Οι περισσότεροι από τους δευτερεύοντες είναι στα τυπικά επίπεδα euro horror, αλλά μια ταινία του είδους μάλλον θα έμοιαζε ατελείωτη χωρίς λίγες ξύλινες ερμηνείες. Το ντουμπλάρισμα στα Αγγλικά για μια φορά είναι αρκετά καλό, ενώ και η μουσική του Carlo Savina είναι καταπληκτική και προσθέτει αρκετά στην ατμόσφαιρα.
Το highlight και ένας από τους πολλούς λόγους που πρέπει κανείς να θυμάται το THE LEGEND OF BLOOD CASTLE είναι η εκπληκτική σκηνή του μπάνιου της κόμισσας στο αίμα συνοδεία τρομερής μουσικής, η οποία φέρνει ανατριχίλες με την μακαβριότητά της, αλλά την ίδια στιγμή μοιάζει ακαθόριστα αισθησιακή. Αυτή είναι μια επιτηδευμένη κίνηση του Grau που φαίνεται από την αρχή ως το τέλος της προβολής. Ο Ισπανός σκηνοθέτης προτιμάει να αφήσει τον αισθησιασμό να εννοείται χωρίς ιδιαίτερα τολμηρά γυμνά πλάνα, κάτι που τονίζει ακόμα περισσότερο το γοτθικό στοιχείο. Αντίθετα, από πλευράς gore φαίνεται αρκετά πιο γενναιόδωρος, χωρίς πάντως ακρότητες ή αχρείαστες καταχρήσεις.
Το φινάλε είναι απόλυτα ταιριαστό και κατάμαυρο, δείχνοντας για άλλη μια φορά την αιμοδιψή σκληρότητα των νόμων της εποχής και κάνει τον θεατή να νιώθει οίκτο για την πρωταγωνίστρια, παρόλα τα εγκλήματα της. Κάτι που όσο και να δοκίμασαν οι αντίστοιχες ταινίες της εποχής, μάλλον καμία τους δεν πέτυχε σε τέτοιο βαθμό όσο το THE LEGEND OF BLOOD CASTLE που κατάφερε να βάλει το κοινό στο πετσί της κόμισσας και να γνωρίσει τα κίνητρά της, όσο αφελή και ιδιοτελή και να είναι αυτά.
Καταλήγοντας, θα ήταν μεγάλο κρίμα οι fans του σκοτεινού, γοτθικού και ποιοτικού eurohorror να χάσουν μια φανταστική ταινία, η οποία για κάποιο ανεξήγητο λόγο βρίσκεται ξεχασμένη στις μέρες μας, χωρίς σοβαρές κυκλοφορίες και στη σκιά γνωστότερων αλλά πιθανότατα κατώτερων αντίστοιχων παραγωγών. Πρόκειται για μια από τις κορυφαίες μεταφορές του μύθου της κόμισσας Bathory και παρά τα όποια προβλήματα ρυθμού της στην αρχή, αξίζει να ανακαλυφθεί και να εκτιμηθεί ξανά από ακόμα ευρύτερο κοινό από εκείνο του Euro horror.
DVD Notes:
Δεν υπάρχουν γνωστές εκδοσεις στη χώρα μας.
Διεθνείς DVD εκδόσεις:
R0 Αμερική (MYA Communication)
Η μοναδική αυτή γνωστή έκδοση είναι χωρίς περικοπές, με letterboxed μεταφορά και περιέχει Ισπανικό, Αγγλικό και Ιταλικό κανάλι ήχου.