Mεταφορά του κλασικού βιβλίου του Bram Stoker από τον Jess Franco.
Σχόλια:
Ο Jess Franco στις αρχές της δεκαετίας του 70 ήταν ήδη αρκετά γνωστός ως και διαβόητος με τις sexploitation ταινίες του που είχαν αρχίσει να βγαίνουν με ταχείς ρυθμούς τα προηγούμενα χρόνια, αλλά αυτή τη φορά προτίμησε να αφήσει την περσόνα του «σουλτάνου του sleaze» στην άκρη και να ασχοληθεί με κλασικό γοτθικό τρόμο. Και τι καλύτερη πηγή για κάτι τέτοιο από το αθάνατο μυθιστόρημα του Bram Stoker στο οποίο επανήλθε ένα χρόνο μετά με εντελώς άλλο ύφος στο θρυλικό VAMPYROS LESBOS.
Πιθανότατα ορμώμενος από την μεγάλη επιτυχία που είχαν εκείνη την εποχή οι διάφορες περιπέτειες του Άρχοντα του Σκότους της Hammer, ο Franco κατάφερε να εξασφαλίσει την παρουσία του πιο αγαπημένου Δράκουλα των πάντων, δηλαδή του θρυλικού Christopher Lee, ο οποίος συμφώνησε να κάνει την ταινία παρόλο που εκείνη την εποχή αλλά και αρκετά πιο πριν είχε κατ’ επανάληψη δηλώσει ότι σκόπευε να σταματήσει τους ρόλους του Δράκουλα. Σύμφωνα με πηγές, αυτό που τον έκανε να συμφωνησει ήταν η υπόσχεση ότι το σενάριο θα ήταν μια πιστή μεταφορά του βιβλίου του Bram Stoker.
Προβλέψιμα, η μεταφορά τελικά δεν ήταν όσο πιστή όσο θα ήθελε ο Lee, αλλά σίγουρα είναι πιο κοντά στο βιβλίο από τις περισσότερες που είχαν κυκλοφορήσει μέχρι τότε, συμπεριλαμβανομένου του ιστορικού HORROR OF DRACULA. Η συγκεκριμενη μεταφορα είναι η πρωτη παραγωγή που δείχνει τον Άρχοντα του Σκότους ως ηλικιωμένο και να ξανανιώνει με κάθε... δάγκωμα, μια πρακτική που έγινε ο κανόνας όταν κυκλοφόρησε ο Coppola την δική του εκδοχή το 1991, αλλά από άλλες καινοτομίες έχει λίγα να επιδείξει πέρα από την κλασική πλέον ιστορία.
Πρόκειται για μια ταινία που ξεκινάει αρκετά πιστά στο βιβλίο του Bram Stoker και στηριζόμενη στην πολύ καλή γοτθική ατμόσφαιρα και την ηγετική παρουσία του Christopher Lee καταφέρνει από νωρίς να φτιάξει το απαραίτητο κλίμα που φέρνει αρκετά στο αντίστοιχο της πρώτης κλασικής ταινίας της Hammer. Η μουσική του μεγάλου Bruno Nicolai βοηθάει τα μέγιστα όπως και η παρουσία αναγνωρίσιμων και μεγάλων ηθοποιών της εποχής.
Κατ’ αρχάς ο πάντα επιβλητικός Klaus Kinski είναι σίγουρα θετικός στον ρόλο του Renfield παρόλο που το σενάριο τον θέλει να μην λέει σχεδόν ούτε μία λέξη. Είναι τόσο επιβλητική η φυσική παρουσία του Kinski που ακόμα και με έναν τόσο περιορισμένο για το συγκεκριμένο σενάριο χαρακτήρα καταφέρνει να κρατάει αμείωτο το ενδιαφέρον όσο βρίσκεται στο πλάνο.
Το αντίπαλο δέος του Δράκουλα έρχεται το πρόσωπο του καθ’ όλα αγαπημένου Herbert Lom που υποδύεται τον Δρ. Van Helsing, ο οποίος όμως δεν έχει την δύναμη και την σκηνική παρουσία ενός Peter Cushing. Αυτό είναι κατά τη γνώμη του γράφοντα ένα από τα βασικά μειονεκτήματα της ταινίας, ότι δηλαδή η θεματική ενότητα Van Helsing- Jonathan Harker (Fred Williams)- Δρ. Seward (Paul Muller) δεν είναι ανάλογης ποιότητας με τις ενότητες του Δράκουλα- Renfield και αυτό μειώνει το συνολικό ενδιαφέρον τουλάχιστον όσο οι Lee και Kinski δεν βρίσκονται σε πρώτο πλάνο.
Από εκεί και πέρα ο ρυθμός είναι γενικά καλός αν και οι αναπόφευκτες στιγμές ακινησίας που συναντάμε στην συντριπτική πλειοψηφία ταινιών του Franco υπάρχουν κι εδώ, αλλά όχι σε ιδιαίτερα ενοχλητικό βαθμό. Πανταχού παρόντα είναι επίσης τα ακατάπαυστα ζουμαρίσματα στα πρόσωπα, μάτια, στόματα κλπ των πρωταγωνιστών, επίσης στην τιμημένη παράδοση του Franco, όσο και μια αρκετά σόκιν σκηνή που μάλιστα έχει αφαιρεθεί από αρκετές εκδόσεις που κυκλοφορούν στο εμπόριο. Αυτό που λείπει εντελώς είναι το ερωτικό στοιχείο, παρόλο που το σενάριο δίνει κάποιες κρυφές πάσες προς αυτή την κατεύθυνση. Πιθανότατα για λόγους πιστότητας στο πνεύμα του βιβλίου ο Franco αποφασίζει να είναι συγκρατημένος και μάλλον σωστά.
Πάντως η μούσα του εκείνη την εποχή Soledad Miranda στο καίριο ρόλο της Mina όχι μόνο δεν βρίσκεται σε ντισαβαντάζ από αυτή την κίνηση, αλλά ακόμα και χωρίς να είναι επιτηδευμένα ερωτική λάμπει και δείχνει ότι θα κατάφερνε πολύ μεγαλύτερα πράγματα στην καριέρα της αν δεν είχε χάσει άδικα τη ζωή της σε ατύχημα λίγα χρόνια μετά. Άξια συμπαραστάτρια η έτερη μούσα και σύζυγος του παραγωγού και συν- σεναριογράφου Harry Alan Towers, Maria Rohm, στο ρόλο της Lucy, τόσο από πλευράς εμφάνισης όσο και άνεσης, ενώ και οι υπόλοιποι υποστηρικτικοί είναι μια χαρά με πρώτο και καλύτερο τον βετεράνο Paul Muller.
Κακά τα ψέματα, η συγκεκριμένη ταινία ενώ είναι γενικά ευχάριστη και ατμοσφαιρική δεν καταφέρνει να προσθέσει κάτι παραπάνω από ότι οι προηγούμενες μεταφορές του Δράκουλα, εκτός την προαναφερόμενη σταδιακή μεταμόρφωση του Δράκουλα από ηλικιωμένο σε νέο. Όμως έχει έναν Christopher Lee σε πραγματικό πρωταγωνιστικό ρόλο να επισκιάζει όλους τους υπόλοιπους κάνοντας δυναμικό παιχνίδι με τον ρόλο που τον καθιέρωσε όσο κανένας άλλος, αλλάζοντας το ύφος του χαρακτήρα διακριτικά και όσο χρειάζεται για να τον κάνει ξεχωριστό και αρκετά διαφορετικό από τον αντίστοιχο της Hammer.
Συνοψίζοντας, οι fans του Jess Franco και του Chris Lee πολύ δύσκολα δεν θα απολαύσουν την συγκεκριμένη χαμηλών τόνων μεταφορά παρόλα τα προβληματάκια της, όσο και οι φίλοι του Άρχοντα του Σκότους που θα δουν άλλη μια ψυχαγωγική και ημι-πιστή μεταφορά του βιβλίου του Stoker. Σίγουρα η ταινία δεν θεωρείται μέσα στις κορυφαίες μεταφορές του Δράκουλα, και κατά την προσωπική μου άποψη είναι κατώτερη του VAMPYROS LESBOS που βασίζεται ακριβώς στον ίδιο μύθο αλλά τόσο για τους πρωταγωνιστές της όσο και για το όλο ύφος της παραμένει μια αρκετά καλή επιλογή για όσους προτιμούν τον τρόμο τους γοτθικό, ατμοσφαιρικό και κλασικό.
Όλες οι εκδόσεις περιέχουν εκδόσεις 4:3 fullscreen που είναι ο τρόπος με τον οποίο γυρίστηκε η ταινία. Η Γερμανική έκδοση είναι η κορυφαία από κάθε πλευρά, σε 2 DVD με τα περισσότερα extras και την πληρέστερη εκδοχή της ταινίας μαζί με την Ιταλική που όμως δεν εχει καθολου extras. Η Ιαπωνική έκδοση έχει περικοπές τουλάχιστον 20 λεπτών, ενώ και η Αμερικάνικη έχει μικρές αλλά σημαντικές περικοπές.