Δηλητηριώδεις ταραντούλες εισβάλουν σε μια μικρή ορεινή επαρχιακή πόλη σπέρνοντας τον θάνατο στο πέρασμά τους.
Σχόλια:
Δεν είναι αμελητέα η προσφορά του John 'Bud' Cardos στην cult horror σκηνή. Αν και ποτέ δεν έκανε το μεγάλο μπαμ, οι ταινίες του είναι αντικείμενα ενδιαφέροντος από τους fans και αρκετές από αυτές χαίρουν καθολικής αποδοχής. Ίσως η πιο γνωστή και αντιπροσωπευτική είναι το υπό σχολιασμό KINGDOM OF THE SPIDERS, μια φιλόδοξη προσπάθεια στο θέμα των θανατηφόρων εντόμων και της εκδικητικής φύσης. Το ότι ο σκηνοθέτης κατάφερε να εξασφαλίσει και τον θρυλικό William Shatner στον πρώτο ρόλο είναι απλώς ένα μπόνους σε μια αρκετά επιτυχημένη ταινία που αν και παλεύει με το φανερά περιορισμένο προϋπολογισμό της, καταφέρνει και δίνει τα στοιχεία εκείνα που θα περίμενε κανείς από μια τέτοια παραγωγή.
Η υπόθεση προβλέψιμη και γνώριμη. Ο γιατρός μιας μικρής επαρχιακής πόλης (William Shatner) εξετάζει τα πτώματα αγελάδων από το κοπάδι ενός ντόπιου χωρικού (Woody Strode) αλλά δυσκολεύεται να εντοπίσει αιτία θανάτου. Στέλνει δείγματα αίματος σε ένα εργαστήριο και σύντομα καταφθάνει μια όμορφη εντομολόγος (Tiffany Bolling) η οποία αναγνώρισε μεγάλες ποσότητες από έξτρα δυνατό δηλητήριο αραχνοειδών.
Αυτή με τον γιατρό θέλουν να βάλουν σε καραντίνα τη φάρμα, αλλά ο δήμαρχος της πόλης ετοιμάζεται για το καθιερωμένο ετήσιο φεστιβάλ και δεν θέλει ούτε να ακούει ένα τέτοιο ενδεχόμενο. Όμως η ανακάλυψη δεκάδων λόφων γεμάτων δηλητηριώδεις ταραντούλες στην περιοχή και οι εξαφανίσεις ανθρώπων μαζί με την συνέχιση θανάτων τοπικών ζώων τους κάνει να πιστεύουν ότι ο κίνδυνος είναι πολύ μεγαλύτερος απ’ ότι νόμισαν αρχικά, κάτι που επιβεβαιώνεται όταν χιλιάδες αράχνες αρχίζουν να επιτίθενται αδιακρίτως.
Όποιοι έχουν επαφή με τις ταινίες του σκηνοθέτη Cardos λογικά θα θυμούνται ότι στις περισσότερες χρησιμοποιούσε ένα τεμπέλικο στιλ σκηνοθεσίας που έβλαπτε τον ρυθμό και έκανε τουλάχιστον τις εισαγωγές των περισσότερων αργές και δύσκολες στην παρακολούθηση. Αυτό δυστυχώς ισχύει και για το KINGDOM OF THE SPIDERS που ξεκινάει υπερβολικά νωχελικά εισάγοντας το πλαίσιο της δράσης και τους διάφορους χαρακτήρες. Η επιλογή να βάλει πινελιές μυστηρίου θα είχε νόημα αν ο τίτλος της ταινίας δεν φανέρωνε ξεκάθαρα τη θεματολογία της. Όταν όμως κανείς γνωρίζει ακριβώς τι προκειται να ακολουθήσει, οι διάλογοι και οι συζητήσεις σχετικά με την πιθανή αιτία θανάτων των διαφόρων ζώων της περιοχής απλώς επιμηκύνουν την διάρκεια και κουράζουν τον θεατή χωρίς ιδιαίτερο λόγο.
Πάντως όταν η δράση αρχίζει, ο Cardos δίνει τον καλύτερο εαυτό του στα περισσότερα μέτωπα προσφέροντας μια από τις πιο καλές ταινίες της εποχής με αυτή τη θεματολογία. Υπάρχει αρκετό σασπένς και αγωνία, όμορφα ειδικά εφέ που χρησιμοποιούνται με αρκετή φειδώ προφανώς λόγω προϋπολογισμού, ενώ δίνει την ευκαιρία στους νεότερους fans των ταινιών τρόμου να δουν πόσο καλή μπορεί να είναι μια ταινία χωρίς CGI εφέ όταν είναι φροντισμένη. Προς αυτή την κατεύθυνση υπάρχει μια εντυπωσιακή σκηνή πτώσης αεροπλάνου που θυμίζει τις παλιές καλές μέρες του Ιταλικού σινεμά, ενώ και τα πλάνα των σε κουκούλι θυμάτων των αραχνών είναι πολύ καλά.
Κακά τα ψέματα, όσο περιποιημένη και καλογυρισμένη και να είναι μια τέτοια ταινία, είναι πολύ δύσκολο λόγω προϋπολογισμού και μόνο να καταφέρει να πείσει για τον θανάσιμο κίνδυνο που διατρέχουν οι πρωταγωνιστές από τις στρατιές αραχνών. Ένα σεβαστό μέρος του budget πήγε σε αγορές ζωντανών ταραντούλα που χρησιμοποιήθηκαν στα γυρίσματα και μάλιστα αρκετές φαίνεται να κατέληξαν κάτω από τα παπούτσια των πρωταγωνιστών αλλά ακόμα κι αυτό το ομολογουμένως αξιοσέβαστο νούμερο δεν αρκεί για να πείσει για τον θανάσιμο κίνδυνο της μαζικής επίθεσή τους στην πόλη.
Πάντως ξεπερνώντας αυτόν το περιορισμό, οι φίλοι των ταινιών εκδίκησης της φύσης έχουν αρκετό υλικό για να απολαύσουν όπως την καταπληκτική (και προβλέψιμα αταίριαστη) country μπαλάντα των τίτλων έναρξης και τέλους, την τελική πολιορκία που θυμίζει κάτι από NIGHT OF THE LIVING DEAD, αρκετές καλοφτιαγμένες σκηνές μαζικών επιθέσεων στην πόλη όσο και το αυξανόμενο κλίμα πανικού.
Σαν πρόσθετη παροχή, έρχεται και μια «κλασική» ερμηνεία του William Shatner που πότε είναι σοβαρός και πότε αξιαγάπητα υπερβολικός και με αρκετές γκριμάτσες που θα ζήλευε ακόμα και ο Jim Carrey, ιδίως στην θρυλική πλέον σκηνή λίγο πριν το φινάλε όπου δέχεται την μαζική επίθεση των αραχνών. Η παρουσία του βετεράνου σε spaghetti westerns Woody Strode είναι επίσης αξιοπρόσεκτη, όπως και αυτή της πανέμορφης Tiffany Bolling που επελέγη επειδή ήταν από τις ελάχιστες υποψήφιες που δεν είχε πρόβλημα με τις αράχνες.
Το φινάλε είναι απόλυτα ταιριαστό και εντυπωσιακό τηρουμένων των αναλογιών, αλλά ενώ «φωνάζει» για κάποιο επερχόμενο sequel, κάτι τέτοιο δεν έγινε ποτέ παρόλο που είχε προγραμματιστεί για τα τέλη της δεκαετίας του 80- αρχές των 90s με τον William Shatner να επιστρέφει στον πρωταγωνιστικό ρόλο αλλά να αναλαμβάνει και την σκηνοθεσία. Προσωπικά θα είχα μεγάλο ενδιαφέρον να δω ένα sequel που θα ξεκινούσε από εκεί που σταμάτησε το KINGDOM OF THE SPIDERS παραβλέποντας τις κουραστικές εισαγωγές που υπάρχουν εδώ, αλλά δυστυχώς η παραγωγός εταιρία δεν μου έκανε τη χάρη.
Γενικά πρόκειται μάλλον για την καλύτερη σκηνοθετική προσπάθεια του σκηνοθέτη των THE DARK και NIGHT SHADOWS κομπλέ με επιδερμικό οικολογικό προβληματισμό σχετικά με την επίδραση των εντομοκτόνων στη φύση αλλά και ολίγο από ρομάντζο μεταξύ Shatner και Bolling που δεν θα μπορούσε να λείπει από μια υπόθεση που προσπαθεί να χωρέσει όσα περισσότερα στοιχεία μπορεί. Αυτό δημιουργεί μια μικρή αίσθηση υπερφόρτωσης, αλλά η ταινία έχει την καρδιά της στη σωστή θέση, δεν κουράζει και συστήνεται χωρίς ενδοιασμούς στους φίλους των παλιών καλών ταινιών με θανατηφόρα έντομα και στους fans του William Shatner.