Μια μοναχική θεοσεβούμενη γυναίκα δέχεται σεξουαλικές επιθέσεις από έναν ντόπιο νεαρό τον οποίο υποπτεύεται για μια σειρά φόνων στην πόλη. Ο σερίφης ερευνάει την υπόθεση, αλλά δεν μπορεί να βρει στοιχεία που να στηρίζουν τους ισχυρισμούς της.
Σχόλια:
Ο σκηνοθέτης Herb Freed είναι σήμερα γνωστός στους cult horror κύκλους για τα GRADUATION DAY (1981) και BEYOND EVIL (1980), καθ’ όλα αξιοσέβαστες και γνωστές ταινίες του χώρου. Όμως η καλύτερη του δουλειά κατά τη γνώμη μου είναι μάλλον αυτό το άγνωστο εργάκι που αποτέλεσε την 2η σκηνοθετική προσπάθεια της καριέρας του Αμερικάνου δημιουργού και σήμερα βρίσκεται ξεχασμένο στο Public domain των δεκάδων ταινιών χωρίς δικαιώματα και με ποιότητα εικόνας κακοτυπωμένου VHS, μια κατάληξη που σίγουρα δεν άξιζε στο αινιγματικά τιτλοφορημένο HAUNTS.
Ο τίτλος παραπέμπει σε φαντάσματα και στοιχειωμένα σπίτια, η υπόθεση αρχικά εξελίσσεται σαν τυπικό slasher μυστηρίου, αλλά το HAUNTS δεν είναι τίποτα από αυτά. Η ταινία ακολουθεί την σαραντάρα Ingrid (May Britt) που μένει μόνη της σε απομακρυσμένη επαρχιακή φάρμα με τον θείο της Carl (Cameron Mitchell) να εμφανίζεται σε άτακτα χρονικά διαστήματα. Η Ingrid είναι μια μοναχική, καταπιεσμένη σεξουαλικά γυναίκα με μοναδική διέξοδο στο Θεό, κρατάει πάντα τις αποστάσεις της από το ανδρικό φύλο και γενικά έχει πρόβλημα κοινωνικότητας εκτός από τα γκρουπ της θρησκευτικής χορωδίας στα οποία συμμετέχει. Μια μέρα γυρνώντας από την πρόβα της χορωδίας δέχεται επίθεση από μασκοφόρο άγνωστο την ώρα που μια σειρά φόνων αρχίζουν στην πόλη.
Ο αλκοολικός σερίφης (Aldo Ray) αρχίζει να ερευνάει την υπόθεση τόσο των φόνων όσο και της επίθεσης της Ingrid κοιτώντας στοιχεία που να δείχνουν συσχετισμό των δύο εγκλημάτων, αλλά η τάση της Ingrid για απομόνωση και η φήμη της στην πόλη τον κάνουν σκεπτικό όταν μια βραδιά δέχεται το τηλεφώνημα της που ισχυρίζεται νέα επίθεση από τον μασκοφόρο άγνωστο. Σαν να μην έφταναν αυτά, έρχεται και ο ντόπιος γκομενιάρης που την στριμώχνει και την βιάζει υπό την απειλή ψαλιδιού, κάτι που η Ingrid εκμυστηρεύεται στον τοπικό ιερέα, που με τη σειρά του το λέει στον σερίφη. Εντωμεταξύ, η Ingrid στοιχειώνεται από ακαθόριστα οράματα της παιδικής της ηλικίας και της φαινομενικά ταραγμένης σχέσης της με τον θείο Carl την ώρα που οι επιθέσεις από τον βιαστή της συνεχίζονται. Όμως τόσο η έλλειψη χειροπιαστών στοιχείων όσο και η συνεχής τάση απομόνωσης της Ingrid κάνουν το σερίφη και τους βοηθούς του να είναι δύσπιστοι απέναντί της.
Όπως ανέφερα παραπάνω, το HAUNTS δεν είναι ούτε slasher ούτε ταινία φαντασμάτων, κάτι που τουλάχιστον αρχικά με είχε εμποδίσει από το να απολαύσω την ταινία γι αυτό που πραγματικά είναι. Πρόκειται για ένα ψυχογράφημα της ιδιόρρυθμης Ingrid αλλά και του άμεσου περιβάλλοντός της που διατηρεί έναν σταθερά αργό ρυθμό και στηρίζεται σε σεναριακές αποκαλύψεις που έρχονται σε καίρια σημεία. Το σενάριο είναι προσεγμένο και δανείζεται αρκετά από το πολύ διασημότερό του REPULSION του Roman Polanski. Το ενδιαφέρον δεν είναι στους φόνους και στους βιασμούς, αλλά στον εσωτερικό ψυχισμό των ηρώων και το παρελθόν τους το οποίο παρουσιάζεται σιγά- σιγά και επίτηδες συγκαλυμμένα από τον Herb Freed.
Αυτή η προσέγγιση αποτελεί και το βασικό μειονέκτημα του HAUNTS, ότι δηλαδή η δράση είναι ελάχιστη και αργεί πολύ να ξεκινήσει. Η προτεραιότητα είναι στην εξιστόρηση του μυστηρίου και στην εισαγωγή πολλών, φαινομενικά αταίριαστων συνοδευτικών χαρακτήρων, που όμως έχουν ξεκάθαρη θέση στην εξέλιξη της πλοκής. Παράλληλα, έχουμε και αρκετές σκηνές που θα μπορούσαν να είχαν αποφευχθεί, όπως και άλλες που επίτηδες μπερδεύουν περισσότερο την ιστορία. Αυτό το νωχελικό και αποπροσανατολιστικό στιλ ίσως κακοφανεί στους φίλους των slasher και το τυπικό horror κοινό, αλλά επιφυλάσσει σημαντικές ανταμοιβές για τους πιο υπομονετικούς θεατές, ιδίως μετά από το σημείο που οι προθέσεις του Herb Freed φαίνεται ότι ξεφεύγουν πολύ από το τυπικό θέαμα των slashers. Το τελευταίο μισάωρο είναι γεμάτο στρατηγικές αποκαλύψεις, ανατροπές και εκπλήξεις και γενικά έχει όλο το ζουμί που θα περίμενε κανείς και με το παραπάνω.
Το φινάλε είναι λυπηρό και απαισιόδοξο και μάλλον προκαλεί περισσότερα ερωτήματα απ’ όσα απαντάει, αλλά αυτό είναι φανερά μια επιτηδευμένη κίνηση σεναρίου και σκηνοθέτη που δίνει λίγες εξηγήσεις έτσι ώστε να προκαλέσει το κοινό να δώσει μόνο του την δική του ερμηνεία σε αυτά που προηγήθηκαν. Εκεί συγκεντρώνεται, κατά την προσωπική μου άποψη, όλη η προστιθέμενη αξία του HAUNTS. Είναι μια ταινία που απαιτεί επαναληπτικές προβολές για να μπορέσει κάποιος να εξετάσει όλες τις πτυχές της και να δει ολοκληρωμένο το όραμα του Herb Freed.
Προσωπικά πάντα είχα ένα θέμα με ταινίες που στηρίζονται πολύ στις σεναριακές ανατροπές και στα γυρίσματα της πλοκής του φινάλε γιατί θεωρώ ότι τέτοιες ταινίες δίνουν λίγα περιθώρια για επαναληπτικές προβολές μιας και η αποκάλυψη του μυστηρίου συνήθως μειώνει την απόλαυση των επαναλήψεων. Στο HAUNTS όχι μόνο δεν συμβαίνει αυτό, αλλά αντίθετα κάθε νέα προβολή φανερώνει διαφορετικά στοιχεία που ενδεχομένως δεν είχαν εκτιμηθεί όπως έπρεπε στις προηγούμενες προβολές.
Από το μέτωπο των ερμηνειών, η πρωταγωνίστρια May Britt είναι γενικά καλή στο ρόλο της γεμάτης σκοτεινά μυστικά Ingrid, αν και πολλές φορές καταφεύγει σε υπερβολικές και cheesy ερμηνείες. Ο Cameron Mitchell, που εμφανιζόταν σε οποιαδήποτε exploitation παραγωγή της εποχής, προβλέψιμα έχει περιορισμένο χρόνο στην οθόνη, αλλά ο χαρακτήρας του είναι απολύτως αναγκαίος για την κορύφωση της πλοκής και έχει μεγάλο ενδιαφέρον. Προσωπικά θεωρώ ότι ο ξεπεσμένος εκείνη την εποχή Aldo Ray δίνει την κορυφαία ερμηνεία στην ταινία στο ρόλο του κουρασμένου αλκοολικού σερίφη, τόσο με την βαθιά βραχνή φωνή του όσο και με το ολοκληρωτικό δόσιμό του στο ρόλο.
Ένα άλλο στοιχείο που αξίζει ιδιαίτερης αναφοράς είναι η εκπληκτική μουσική του Pino Donaggio, που είναι ξεκάθαρα πολυτέλεια για την ταινία και θα ταίριαζε καλύτερα σε μια ολοκληρωμένη χολιγουντιανή παραγωγή παρά σε μια exploitation ταινία χαμηλού προϋπολογισμού. Το μουσικό θέμα κολλάει στο μυαλό και δίνει ακόμα περισσότερη ποιότητα ακόμα και στις στιγμές που η φτήνια της παραγωγής πάει να προδώσει τις προθέσεις των δημιουργών της. Σίγουρα πρόκειται για μια από τις καλύτερες μουσικές του πολύπειρου και καθολικά αναγνωρισμένου Ιταλού συνθέτη που ανεβάζει πολλά επίπεδα την ταινία και από μόνη της είναι λόγος για να την αναζητήσει κανείς.
Πάντως το να χαρακτηρίσει κάποιος το HAUNTS ως exploitation παραγωγή, είναι μάλλον άτοπο, καθώς υπάρχουν ελάχιστα τέτοια στοιχεία σε ολόκληρη την ταινία, παρά την προσπάθεια των υπευθύνων του προωθητικού υλικού της ταινίας για να πείσουν για το αντίθετο. Είναι μια φιλόδοξη, άκρως ενδιαφέρουσα και ποιοτικότατη ταινία που αδικείται κατάφωρα από την ανυπαρξία στην οποία βρίσκεται σήμερα, αλλά αποδεικνύει ότι ακόμα και στο σκονισμένο καλάθι προσφορών του public domain υπάρχουν και θα υπάρχουν ξεχασμένα διαμάντια τα οποία περιμένουν υπομονετικά να ανακαλυφθούν ξανά από κοινό και κριτικούς. Μια ταινία που προβληματίζει, κάνει τον θεατή να σκέφτεται και προσωπικά την συστήνω με κλειστά μάτια για αυτούς που θέλουν να δουν κάτι πιο βαθύ και πολυδιάστατο από τα κοψίματα και ραψίματα των δεκάδων slasher του σωρού.
Όλες οι εκδόσεις περιέχουν κόπιες που ανήκουν στο Public domain με ποιότητα εικόνας VHS. Eίναι πιθανό να κυκλοφορεί και σε άλλες budget εκδόσεις παρόμοιας ποιότητας.