Σχόλια: Μια περίοδος αναμφισβήτητης γοητείας για τις Βρετανικές ταινίες τρόμου και θρίλερ, το τέλος των 60s εδραίωσε ακόμα περισσότερο την παγκόσμια κυριαρχία των διαφόρων Βρετανικών στούντιο που απολάμβαναν πλέον τους καρπούς που θέρισε η Hammer σε μία μεταβατική περίοδο για το σινεμά μυστηρίου που ετοιμαζόταν για το μεγάλο μπαμ της δεκαετίας του 70. Δύο από τους βασικούς παράγοντες της διαχρονικής επιτυχίας των Βρετανών ήταν σίγουρα τόσο ο Peter Cushing όσο και ο Christopher Lee, που εκείνη την εποχή βρίσκονταν στα credits των περισσότερων παραγωγών του νησιού και ήταν super stars στο παγκόσμιο κινηματογραφικό στερέωμα. Φυσιολογικά, ο γενικά άγνωστος σκηνοθέτης Samuel Gallu και οι εξίσου χαμηλών τόνων παραγωγοί ήθελαν κάποιον εκ των δύο σε αυτή την γενικά εμπνευσμένη ταινιούλα από τα Elstree Studios και τελικά η μοίρα τους εξασφάλισε τον Chris Lee, στον οποίο μάλιστα έδωσαν πρωταγωνιστικό ρόλο από τους οποίους ο ίδιος ο Lee έχει κατ’ επανάληψη δηλώσει ότι προτιμάει. Εμπλούτισαν, λοιπόν, την παραγωγή με άλλο ένα δυνατό όνομα της Βρετανικής σκηνής (Julian Glover – QUATERMASS AND THE PIT), πρόσθεσαν κάθε είδους καλλονές της εποχής σε υποστηρικτικούς αλλά ουσιαστικούς ρόλους και η συνταγή της επιτυχίας ήταν έτοιμη. Πόσο μάλλον όταν υπάρχει και το σχετικό σενάριο μυστηρίου, που ασχολείται με το ομώνυμο Θέατρο στην καρδιά του Παρισιού. Το Θέατρο του Θανάτου ασχολείται με το μακάβριο και παρουσιάζει με ρεαλιστικότατο τρόπο κάθε είδους θέαμα τρόμου από την πλούσια σε τέτοιο υλικό ιστορία της ανθρωπότητας. Υπεύθυνος σκηνοθέτης των παραστάσεων του Θεάτρου, ο Philippe Darvas (Christopher Lee) που κληρονόμησε το Θέατρο από τον πατέρα του και ορκίστηκε να συνεχίσει την παράδοση που ο τελευταίος ξεκίνησε. Ένας χειρούργος της αστυνομίας (Julian Glover) αναπτύσσει σχέση με μια από τις όμορφες ηθοποιούς της παράστασης και γενικά βρίσκεται στο θέατρο όσο συχνά χρειάζεται για να βρεθεί ξαφνικά στη μέση μιας σειράς ανεξιχνίαστων φόνων κατά τους οποίους τα θύματα βρίσκονται στραγγισμένα από αίμα και μη σημάδια από μικρές τρύπες. Δεν θέλει και πολύ για να συνδέσει τους φόνους με το Θέατρο και το σκηνοθέτη Darvas, που ξαφνικά εξαφανίζεται χωρίς ίχνη ενώ τα στραγγισμένα από αίμα πτώματα όλο και αυξάνονται. Σε γενικές γραμμές πρόκειται για μια ταινία που σίγουρα περνάει την βάση τόσο από πλευράς πλοκής όσο και εκτέλεσης. Ο Samuel Gallu επιλέγει έναν άκρως ατμοσφαιρικό τρόπο σκηνοθεσίας μπλέκοντας στο μίγμα του στοιχεία από Ιταλικά gialli που δειλά- δειλά είχαν αρχίσει να εμφανίζονται ελέω Mario Bava, αλλά και γοτθικού τρόμου με κλεφτές ματιές προς το θέμα του βαμπιρισμού. Δεν είμαι σίγουρος αν η παρουσία του Lee επηρέασε προς αυτή την κατεύθυνση, αλλά τελικά το θέμα φαίνεται να έδεσε με σχεδόν τέλειο τρόπο, εμπλουτίζοντας το μυστήριο και δίνοντας πολλές διαφορετικές διαστάσεις στην ταινία. Το βασικό ατού της ταινίας, δηλαδή η αγέρωχη παρουσία του Christopher Lee στο ρόλο του φλεγματικού, σαδιστή και εγωπαθή Philippe Darvas, είναι περιέργως και ένα από τα βασικά μειονεκτήματά της. Αυτό γιατί ενώ στο πρώτο μέρος η παρουσία του Lee είναι επιβλητική και ανεβάζει πολλά επίπεδα το θέαμα, η παράξενη απόφαση του σεναρίου να εξαφανίσει τον χαρακτήρα του στο δεύτερο μισό παρασύρει αρνητικά το θέαμα. Ο Julian Glover που παίρνει τα ηνία του πρωταγωνιστή από εκείνο το σημείο, όσο αναγνωρίσιμος και δοσμένος στο ρόλο του και να είναι δεν έχει την φυσική παρουσία του Lee και δεν μπορεί να κρατήσει την ταινία όσο ο θρυλικός Βρετανός ήρωας της σκηνής. Μοιραία, το ενδιαφέρον περιορίζεται στην λύση του μυστηρίου το οποίο περιπλέκεται ακόμα περισσότερο όσο προχωράει η ταινία, με την εισαγωγή διάφορων χαρακτήρων και στρατηγικών αποκαλύψεων από το παρελθόν τους. Υπάρχουν σκηνές αυξημένου σασπένς, ενώ η ατμόσφαιρα παραμένει πλούσια, σκοτεινή και άκρως προκλητική για το κοινό στο οποίο απευθύνεται η ταινία. Πέρα από αυτό, υπάρχουν διάσπαρτα στοιχεία που δίνουν περισσότερο μια αίσθηση τρόμου, αν και το THEATRE OF DEATH δεν μπορεί να καταταχτεί σε αυτό το είδος, ενώ οι ερμηνείες όλων των πρωταγωνιστών και ιδίως των θηλυκών που στηρίζουν σε μεγάλο βαθμό το σενάριο είναι πρώτης γραμμής. Ο Lee δίνει κατά την προσωπική μου άποψη μια από τις καλύτερες ερμηνείες της καριέρας του βάζοντας αρκετό από τον καλλιτέχνη εαυτό του στο ρόλο και παραμερίζοντας κάπως το στιλ του «Ανθρώπου του Τρόμου» που τον ακολουθούσε (και ακολουθεί) από τα τέλη της δεκαετίας του 50. Σίγουρα η απουσία του στη συνέχεια βλάπτει αρκετά το ρυθμό αλλά και τη σχετική γοητεία του κάθε πλάνου, αλλά ακόμα κι έτσι μιλάμε για μια σχεδόν απόλυτα επιτυχημένη ταινία μυστηρίου που επιφυλάσσει αρκετές εκπλήξεις και συστήνεται ανεπιφύλακτα στους fans εκείνης της περιόδου του Βρετανικού σινεμά, ενώ δεν συζητάω ότι είναι αναγκαία προσθήκη για τους φίλους του Christopher Lee. |