Σε ένα κοντινό μέλλον όπου μηχανικά πλάσματα κυβερνούν τη Γη, οι επιζώντες άνθρωποι ζουν στην κρυμμένη «Πόλη» και θέλουν να ταξιδέψουν στο παρελθόν για να αποφύγουν την φονική επίθεση των μηχανών.
Σχόλια:
Να και μια post- apocalyptic περιπέτεια της πιο παραγωγικής εποχής για το είδος από τη μακρινή Αυστραλία. Η συγκεκριμένη χώρα ποτέ δεν κατάφερε να μπει ουσιαστικά στον παγκόσμιο χάρτη του exploitation σινεμά την περίοδο που οι περισσότερες b- κινηματογραφικές βιομηχανίες ακολουθούσαν πιστά το Ιταλικό μοντέλο της στυγνής αντιγραφής επιτυχημένων Αμερικάνικων κυρίως παραγωγών και του ξεδιάντροπου μαρκεταρίσματός τους ως sequels.
Το THE TIME GUARDIAN είναι μια τέτοια "Ozploitation" παραγωγή, που προσπαθεί να τσεπώσει αντιγράφοντας το TERMINATOR, εμπλουτίζοντάς το με στοιχεία από MAD MAX και προσθέτοντας στο cast την θρυλική Carrie Fisher (STAR WARS). Το αποτέλεσμα βλέπεται αρκετά ευχάριστα μεν, αλλά η έλλειψη των συντελεστών κυρίως σε εμπειρία και ταλέντο δεν του επιτρέπουν να φτάσει το επίπεδο που πιθανότατα ήθελε και μπορούσε.
Στην τιμημένη παράδοση της ιστορικής ταινίας του James Cameron, η υπόθεση ασχολείται με ένα εναλλακτικό μέλλον κατά το οποίο μια φυλή φονικών ρομπότ έχουν κατακτήσει τη Γη και οι επιζώντες άνθρωποι μένουν στην λεγόμενη «Πόλη», η οποία βρίσκεται κάτω από ένα τεχνητό θόλο, αποκομμένη από τους κατακτητές και έχει τη δυνατότητα να ταξιδεύει ολόκληρη στον χώρο και το χρόνο. Η ηγεσία των μηχανών θέλει να καταστρέψει την Πόλη και ετοιμάζει φουλ επίθεση, αλλά δύο ατρόμητοι πολεμιστές από την πλευρά των ανθρώπων προσπαθούν να τη σώσουν ταξιδεύοντας στην Αυστραλία του παρόντος για να προετοιμάσουν το έδαφος για τον ερxομό της Πόλης. Έλα όμως που τα ρομπότ τους παίρνουν χαμπάρι και τους ακολουθούν στο παρόν, όπου θα λάβει χώρα η τελική μάχη που θα κρίνει την επιβίωση του ανθρώπινου γένους.
Αν δει κανείς την υπόθεση στο χαρτί, έχει σίγουρα ενδιαφέρον, αλλά από τη στιγμή που αρχίζει να εκτυλίσσεται στην οθόνη τα πράγματα δεν πηγαίνουν ακριβώς όπως τα σκέφτηκε αρχικά ο σκηνοθέτης Brian Hannant. Ο τρόπος αφήγησης είναι τόσο μπερδεμένος που προσωπικά έκανα αρκετή ώρα για να καταλάβω περί τίνος πρόκειται. Συνεχόμενα ενοχλητικά μπρος- πίσω στο χρόνο, η εισαγωγή δεκάδων περιττών χαρακτήρων και σκηνές διαλόγων που δεν προσφέρουν απολύτως τίποτα κόβουν τον πολύ καλό ρυθμό που κατάφερε να φτιάξει ο σκηνοθέτης στην εισαγωγή.
Μια εισαγωγή που περιέχει όλα εκείνα τα στοιχεία που κανείς περιμένει από παραγωγές αυτής της συνομοταξίας. Ασταμάτητη και καλοσχεδιασμένη δράση, ειδικά εφέ που προσωπικά με άφησαν με το στόμα ανοιχτό από την αρτιότητα τους δεδομένου του πολύ περιορισμένου προϋπολογισμού, αποδεκτά κοστούμια τουλάχιστον για τους κακούς και αρκετά καλή ατμόσφαιρα. Όμως, οι φιλοδοξίες του σεναρίου δεν περιορίζονταν στην άμυαλη δράση και θέλοντας να δώσουν μεγαλύτερο βάθος στα δρώμενα παραγεμίζουν την ταινία με αδιάφορες σεναριακές υποπλοκές που στο τέλος υποβαθμίζουν το θέαμα χωρίς να πετυχαίνουν κάτι από δραματουργική άποψη ενώ δεν αφήνουν τις πολλές καλές σεναριακές ιδέες να αναπτυχθούν.
Κακά τα ψέματα, ένα από τα βασικά στοιχεία που μπορεί να προσελκύσει το κοινό στην ταινία είναι η ύπαρξη της Carrie Fisher. Όμως ακόμα και σε αυτό το σημείο η ομάδα παραγωγής έκανε λάθος, δίνοντάς της δευτερεύοντα ρόλο με αρκετά περιορισμένη παρουσία στη δράση, με τον πρωταγωνιστικό στην Nikki Coghill, που όσο συμπαθής και γλυκιά να είναι, η σκηνική της παρουσία απέχει έτη φωτός από εκείνη της Carrie Fisher. Τα ίδια ισχύουν και για τον Dean Stockwell που είναι αυτό που θα έλεγε κανείς κανονικός κομπάρσος σε έναν εντελώς περιττό και κλισαρισμένο ρόλο.
Από εκεί και πέρα κάνει μπαμ μια συνεχής τάση σοβαροφάνειας που διέπει τόσο το σενάριο όσο και την εκτέλεσή του από τους περισσότερους συντελεστές και σίγουρα δεν βοηθάει στην ψυχαγωγία. Έχουμε επαναλαμβανόμενες σκηνές δράσης που από ένα σημείο και μετά κουράζουν, ολίγο από συγκρατημένο sexploitation (όχι όμως από την Carrie Fisher), γελοία κοστούμια για τους περισσότερους χαρακτήρες και αστείους διαλόγους που ποτέ δεν γίνονται «τόσο κακοί που είναι καλοί». Επίσης προς το φινάλε υπάρχει και η προβλέψιμη υποπλοκή του εκκολαπτόμενου έρωτα του μόνιμα τσαντισμένου πρωταγωνιστή από το μέλλον με την ντόπια επιστήμονα του παρόντος (σας θυμίζει τίποτα;).
Ευτυχώς οι αναφορές στο TERMINATOR σταματούν εκεί και δεν έχουμε την εγκυμοσύνη της νεαρής να μας προδιαθέτει για κάποιο sequel το οποίο δεν ήρθε ποτέ. Η εμπορική αποτυχία της ταινίας όταν κυκλοφόρησε ήταν πλήρης και σύμφωνα με πηγές προήλθε κυρίως από την απόφαση του σεναρίου να διαφοροποιηθεί από το TERMINATOR, αντικαθιστώντας τον ένα Εξολοθρευτή με ορδές φονικών μηχανών που ρούφηξαν το μεγαλύτερο μέρος του καθόλου άσχημου για τέτοια ταινία προϋπολογισμού των περίπου 7.500.000 δολαρίων. Προσωπικά η συγκεκριμένη διαφοροποίηση με βρήκε σύμφωνο, αλλά όπως σχεδόν όλες οι ευκαιρίες του THE TIME GUARDIAN, κι αυτή χάθηκε κάπου ανάμεσα στο ακατανόητο σενάριο, τον μπερδεμένο τρόπο αφήγησης, την αδικαιολόγητη σοβαροφάνεια και τον όλο ερασιτεχνισμό μιας παραγωγής που μπορούσε και όφειλε να είχε γίνει πολύ καλύτερη.