Ένας άνδρας ερευνάει μια παράξενη σειρά φόνων όπου οι θύτες χάνουν τα μαλλιά τους και αποκτούν φονικά ένστικτα την ώρα που διώκεται άδικα από την αστυνομία για έναν από τους φόνους.
Σχόλια:
Πάντα θεωρούσα τον Jeff Lieberman και το έργο του ολίγον τι υπερτιμημένα ιδίως στην Αμερική και η πρόσφατη προβολή του γνωστού cult classic BLUE SUNSHINE απλώς επιβεβαίωσε αυτή μου την πεποίθηση. Όχι ότι πρόκειται για κακή ταινία, κάθε άλλο. Όμως σκεπτόμενος κανείς το σταθερό cult status της στις μέρες μας λογικό είναι να έχει μεγάλες απαιτήσεις, ιδίως όταν δει ότι η ταινία προέρχεται από την χρυσή εποχή του Αμερικάνικου θρίλερ.
Και αν και ξεκινάει με μεγάλο ενδιαφέρον και φιλοδοξία, στην πορεία δεν καταφέρνει να ολοκληρώσει το όραμα των συντελεστών του στον βαθμό που θα μπορούσε, όπως συμβαίνει και με την συντριπτική πλειοψηφία των μελλοντικών ταινιών του σκηνοθέτη. Το παράξενο είναι ότι υπάρχει ακόμα ένα μεγάλο μέρος του cult κοινού, ιδίως στις ΗΠΑ, που θεωρεί ότι ο Lieberman είναι υποτιμημένος όσο και το έργο του. Προσωπικά δεν συμφωνώ με αυτή τη δήλωση, αν και αναγνωρίζω την προσφορά του με τα SQUIRM, JUST BEFORE DAWN και το πιο πρόσφατο SATAN’S LITTLE HELPER.
Ένας τύπος ονόματι Jerry (Zalman King) είναι ο βασικός ύποπτος για τον ανεξήγητο φόνο 3 γυναικών κατά τη διάρκεια ενός οργιώδους πάρτι. Πραγματικός υπαίτιος είναι ένας μπάτσος ο οποίος έχασε τα μαλλιά του και ξαφνικά τρελάθηκε διοχετεύοντας την οργή του στις όμορφες παρευρισκόμενες του πάρτι. Δυστυχώς για τον Jerry, τα στοιχεία είναι εναντίον του αφού σκότωσε τον θύτη στην προσπάθεια να ξεφύγει από την επιθετική μανία του, οπότε η αστυνομία είναι πλέον στο κατόπι του.
Προσπαθώντας να καθαρίσει το όνομά του ο Jerry με την βοήθεια της όμορφης Alicia (Deborah Winters) ανακαλύπτει κι άλλους με τα ίδια συμπτώματα πτώσης μαλλιών, πονοκεφάλων και γενικότερης τρέλας. Κοινό τους σημείο ότι όλοι ήταν απόφοιτοι του Πανεπιστημίου Στάνφορντ προ δεκαετίας και είναι πιθανόν να είχαν όλοι δοκιμάσει ένα παράγωγο του LSD ονόματι Blue Sunshine. Στην ιστορία μπλέκει και ο υποψήφιος γερουσιαστής Flemming (Mark Goddard), ο οποίος δείχνει απρόθυμος να βοηθήσει τον Jerry στην έρευνα του, ιδίως όταν ακούει τους ισχυρισμούς του για τις πιθανές παρενέργειες του Blue Sunshine.
Το πρώτο μέρος της ταινίας ξεκινάει ομολογουμένως εκπληκτικά με τρομερή ψυχεδελική ατμόσφαιρα και μυστήριο που ξεδιπλώνεται με μαεστρία. Σ’ αυτό το διάστημα γίνονται οι εισαγωγές στους χαρακτήρες και την πλοκή με έναν επιτηδευμένα περίεργο και «χύμα» τρόπο αφήγησης που στην αρχή μοιάζει να δείχνει άσχετα μεταξύ τους σκηνικά τα οποία σχηματίζουν σιγά- σιγά ένα κατανοητό σύνολο. Σε αυτό το διάστημα τόσο ο Lieberman όσο και το σενάριο δίνουν τα ρέστα τους παρουσιάζοντας ένα μυστήριο που μοιάζει να έχει μεγάλο βάθος και ο ρυθμός δεν αφήνει τον θεατή να πάρει ανάσα, εισάγοντας το ένα μετά το άλλο στοιχεία που κορυφώνουν το ενδιαφέρον.
Δυστυχώς τα πράγματα αλλάζουν άρδην όταν οι αποκαλύψεις του σεναρίου φανερώνονται, επίσης σε μια μελετημένη κίνηση σεναρίου και σκηνοθέτη. Η ταινία εντελώς ξαφνικά μετατρέπεται σε κοινότυπο θρίλερ χωρίς ιδιαίτερες εκπλήξεις και μέχρι ενός σημείου προδίδει την όλη αίσθηση αβεβαιότητας και μυστηρίου που είχε καταφέρει να χτίσει μέχρι τότε. Δεν είναι υπερβολή να πω ότι από τη στιγμή των μεγάλων σεναριακών αποκαλύψεων και μετά, το BLUE SUNSHINE γίνεται τετριμμένο και χωρίς ουσιαστικό ενδιαφέρον, παρά μόνο για την κατάληξη των διαφόρων πρωταγωνιστών. Αυτό μπορεί να μοιάζει υπερβολικό για αρκετούς θεατές, αλλά συγκρίνοντας την ποιότητα και το βάθος του πρώτου μέρους με το δεύτερο δεν μπορώ παρά να νιώσω απογοήτευση για ακόμα μια μεγάλη χαμένη ευκαιρία του Jeff Lieberman.
Άλλο βασικό πρόβλημα της ταινίας, πάντα κατά την προσωπική μου άποψη, οι ερμηνείες των περισσότερων πρωταγωνιστών, που προσπαθούν να δώσουν αυτή την ποιότητα ρεαλισμού που συναντάμε στις περισσότερες παραγωγές της εποχής ενώ υπολείπονται σε ταλέντο για κάτι τέτοιο. Ιδίως ο πρωταγωνιστής Zalman King, που προσωπικά τον θεωρώ μάλλον άτυχη επιλογή για τον βασικό ρόλο, είναι μη πιστευτός, υπερβολικός σε σημεία γραφικότητας και με μια περίεργη ερμηνεία πότε ιδιαίτερα χαμηλών και πότε υψηλών τόνων που σε καμία περίπτωση δεν δικαιολογείται από τις διάφορες δοκιμασίες που περνάει ο χαρακτήρας του στο σενάριο. Όσο χαβαλέ και να προσδίδει αυτό για τους grindhouse fans, προσωπικά το θεωρώ ως ένα από τα βασικότερα μειονεκτήματα μιας ταινίας που έχει ξεκάθαρο στόχο και όραμα και μέχρι ενός σημείου καταφέρε να τα πετύχει και τα δύο.
Πάντως ακόμα και έτσι η ταινία έχει αρκετά στοιχεία που την ανεβάζουν επίπεδα και που λογικά θα εκτιμήσουν οι fans των 70s grindhouse classics. Η χορευτική μουσική της εποχής δίνει και παίρνει, έχουμε 1-2 αξιομνημόνευτες σκηνές με τη μία σίγουρα να είναι η επίθεση στην ντισκοτέκ, μια σκηνή που ο ίδιος ο Lieberman δήλωσε ότι συμβολίζει την απέχθειά του προς την ντίσκο κουλτούρα που είχε αρχίσει να κυριεύει ΗΠΑ και Ευρώπη από τις αρχές της δεκαετίας του 70. Επίσης η σκηνική παρουσία της φυσικής καλλονής Deborah Winters είναι σίγουρα στα θετικά αν και η ερμηνεία της μάλλον όχι, όπως και κάποιες ενδιαφέρουσες σκηνές οργιωδών πάρτι στην εποχή της σεξουαλικής απελευθέρωσης.
Από εκεί και πέρα, το θέμα του εθισμού και των ναρκωτικών είναι μάλλον ευκαιριακό και δεν ερευνάται σε βάθος, ενώ υπάρχουν διάσπαρτες πολιτικές αναφορές που έχουν βάση ακόμα και στη σημερινή εποχή. Επίσης έχουμε μια συνεχιζόμενα ακαθόριστη αίσθηση απειλής και έντασης ακόμα και μετά τη λύση του μυστηρίου να είναι διάχυτη στην ταινία, αρκετά επιτηδευμένα και μη σκηνικά camp χιούμορ που δίνει εκείνη την "cult" ποιότητα για την οποία το BLUE SUNSHINE έχει διατηρηθεί ψηλά στο πάνθεον του exploitation σινεμά. Επίσης υπάρχουν και κάποιες σκηνές και επιλογές σεναρίου και σκηνοθέτη που ναι μεν δεν μοιάζουν λογικές, αλλά τουλάχιστον έχουν αρκετό ενδιαφέρον, τουλάχιστον από μια «τόσο κακή που είναι καλή» cult οπτική γωνία.
Σε γενικές γραμμές, το BLUE SUNSHINE στηρίζεται κυρίως σε μη συμβατικά στοιχεία για να εδραιώσει την γοητεία του και μάλλον δίκαια ακόμα θεωρείται ως ένα κινηματογραφικό αξιοπερίεργο των 70s που σίγουρα αξίζει της προσοχής του cult horror κοινού. Μπορεί να μην καταφέρνει να ικανοποιήσει πλήρως τις απαιτήσεις και να φανεί ξεπερασμένο στο σημερινό κοινό που έχει ακούσει πολλά για την ταινία, αλλά σίγουρα είναι μια δουλειά που ξεχωρίζει και είναι σίγουρα ανώτερη από το εκνευριστικά υπερτιμημένο JUST BEFORE DAWN του ίδιου σκηνοθέτη.
DVD Notes:
Δεν υπάρχουν κυκλοφορίες στη χώρα μας.
Διεθνείς DVD εκδόσεις:
R1 Αμερική (New Video) R1 Αμερική (Shout! Factory) – Elvira’s Movie Macabre, μαζί με το MONSTROID R1 Αμερική (Synapse) – Special Edition R2 Γερμανία (CMV Laservision) R2 Σκανδιναβία (Another World Entertainment) – Special Edition
Όλες οι εκδόσεις είναι χωρίς περικοπές και με αναμορφική widescreen μεταφορά. Η R1 της Synapse και η Σκανδιναβική έκδοση έχουν τα περισσότερα και καλύτερα extras.