Ο τυχοδιώκτης Allan Quatermain αναζητάει τα μυθικά ορυχεία του Βασιλιά Σολομώντα στις ζούγκλες της Ζιμπάμπουε την ώρα που οι ναζί τον καταδιώκουν για να βάλουν χέρι στον θησαυρό.
Σχόλια:
Cannon Films. Ένα όνομα που φέρνει χαμόγελα και μια γλυκιά αίσθηση νοσταλγίας σε κάθε σημερινό σαραντάρη που έτυχε να παρακολουθήσει την τρελή πορεία των Menahem Golan και Yoram Globus προς την κατάκτηση του Χόλιγουντ τη δεκαετία του 80. Τα δύο πωρωμένα ξαδέλφια παρά τρίχα να το καταφέρουν και πάντα με περιορισμένου προϋπολογισμού exploitation ταινίες που απευθύνονταν κυρίως σε genre fans και συνήθως- αν και όχι πάντα- αντλούσαν τις επιρροές τους από άλλες μεγάλες επιτυχίες της ακμάζουσας κινηματογραφικής βιομηχανίας της εποχής.
Το KING SOLOMON'S MINES αντλεί αυτή την επιρροή από τις περιπέτειες του Indiana Jones και κυρίως το RAIDERS OF THE LOST ARK. Παράλληλα, το εμπορικό δαιμόνιο των δύο ιστορικών παραγωγών συνέδεσε την πρεμιέρα της ταινίας με την 100η επέτειο της πρώτης εμφάνισης στη λογοτεχνία του ήρωα Alan Quatermain στο ομώνυμο πρώτο μυθιστόρημα του H. Rider Haggard το 1885, ενώ φρόντισαν και το sequel του 1987 επίσης να συμπέσει με την 100η επέτειο του μυθιστορήματος- sequel «Alan Quatermain», κάτι που κανείς δεν είχε καταφέρει μέχρι τότε στο Χόλιγουντ για λογοτεχνικούς ήρωες.
Η υπόθεση, γενικά γνώριμη στους περισσότερους fans εξωτικών περιπετειών. Τη εποχή του Α’ Παγκοσμίου Πολέμου ο τυχοδιώκτης Allan Quatermain (Richard Chamberlain) αναλαμβάνει να εντοπίσει τον χαμένο στη ζούγκλα πατέρα της όμορφης Jesse (Sharon Stone). Αποδεικνύεται ότι ο κακός Ναζί συνταγματάρχης Blockner (Herbert Lom) μαζί με έναν Τούρκο λαθρέμπορο (John Rhys-Davies) τον έχουν απαγάγει με στόχο να εντοπίσουν τα μυθικά Ορυχεία του Βασιλιά Σολομώντα, έχοντας την πλήρη υποστήριξη του Γερμανικού στρατού που θέλει τον θησαυρό για να αποκτήσει πλεονέκτημα στον πόλεμο. Ο Quatermaine και η Jesse τον εντοπίζουν αλλά στην αναζήτησή των Ορυχείων του Σολομώντα μπλέκουν σε κάθε είδους περιπέτεια έχοντας να αντιμετωπίσουν από άγρια θηρία μέχρι κανίβαλους ιθαγενείς και βέβαια τον πάνοπλο στρατό του Blockner.
Η ταινία ξεκινάει σαν ξεδιάντροπη αντιγραφή του RAIDERS OF THE LOST ARK, με πολλές από τις πιο εντυπωσιακές σκηνές να έχουν κοπιαριστεί με όση ακρίβεια επέτρεπε ο σφιχτός για τέτοιου είδους ταινία προϋπολογισμός των 12 εκατομμυρίων δολαρίων. Όμως στην πορεία βρίσκει την δική της ταυτότητα και προσωπικότητα, περιορίζοντας τις αντιγραμμένες σκηνές και δίνοντας ένα ύφος περισσότερο φόρου τιμής αλλά και παρωδίας της τεράστιας εμπορική επιτυχία του Steven Spielberg. Παρ’ όλη την φανερή διάθεση για είσπραξη, η προσπάθεια του πολύπειρου J. Lee Thompson (THE GUNS OF NAVARONE, 10 TO MIDNIGHT) έχει πολλά θετικά στοιχεία που αν τα βάλει κανείς σε ζυγαριά σίγουρα ξεπερνούν τα αρνητικά.
Το κυριότερο είναι ο καταιγιστικός στην κυριολεξία ρυθμός που δεν αφήνει τον θεατή να πάρει ανάσα σχεδόν σε καμία στιγμή της προβολής. Οι πρωταγωνιστές μπλέκουν εν ριπή οφθαλμού σε κάθε είδους περιπέτεια αντιμετωπίζοντας πεινασμένα λιοντάρια, κροκόδειλους, κάθε είδους φυλές ιθαγενών, μέχρι και τέρατα, έχοντας πάντα στο κατόπι τους τη στρατιά των Ναζί και τους Τούρκους λαθρέμπορους συνεργάτες τους. Οι περισσότερες από τις περιπέτειες έχουν τη βάση τους στο RAIDERS OF THE LOST ARK και είναι γενικά καλογυρισμένες, με πιστολίδι, κυνηγητά στη ζούγλα και μπαμ- μπουμ και εκρήξεις, ενώ τα εφέ κυμμαίνονται σε ικανοποιητικό επίπεδο, με κάποιες «τόσο κακές που είναι καλές» εκλάμψεις όπως μια πέρα από κάθε εξήγηση γιγάντια αράχνη.
Ο Richard Chamberlaine δίνει μάλλον τον καλύτερο εαυτό του στο ρόλο του Indiana-Jones-σε-τιμή-ευκαιρίας, όπως πάντα ιδιέταιρα γοητευτικός και με πολύ θετική ενέργεια ενώ ο John Rhys Davies είναι επίσης πολύ καλός στο ρόλο του κακού Τούρκου, ένας εκ διαμέτρου αντίθετος ρόλος από αυτόν που είχε στο RAIDERS OF THE LOST ARK. Ο αγαπημένος Herbert Lom τα πάει επίσης περίφημα στο ρόλο του κακού- καρικατούρας, κάτι που ενισχύει το μαγικό τσιγκελωτό μουστάκι του. Όσο για τη Sharon Stone, είναι χάρμα οφθαλμών και 100% εντός κλίματος, αλλά ο χαρακτήρας της είναι μάλλον ο πιο κλισαρισμένος στην ταινία.
Από εκεί και πέρα έχουμε την αναγκαία μουσική στα πρότυπα Indiana Jones που κολάει στο μυαλό από τον Jerry Goldsmith, μπόλικο ρατσιστικό διάλογο που μόνο τη δεκαετία του 80 θα μπορούσε να γραφτεί, σεναριακές αυθαιρεσίες με το κιλό, χιούμορ που πότε είναι ξεκαρδιστικό και άλλοτε κρύο, εντυπωσιακές τοποθεσίες της ζούγκλας της Ζιμπάμπουε στην οποία έγιναν τα γυρίσματα, και πληθώρα ντόπιων ηθοποιών που δίνουν ακόμα περισσότερο χρώμα σε ένα σπιντάτο και τίμιο rip- off. Δεν λείπουν και οι σκηνές μάλλον αταίριαστης αλά αρκετά συγκρατημένης βίας στα τιμημένα στανταρντς της δεκαετίας του 80, ούτε φυσικά το ρομάντζο μεταξύ Quatermain και Jessy, που δίνει το έναυσμα για το sequel του 1987 που γυρίστηκε παράλληλα με το KING SOLOMON'S MINES.
Σε γενικές γραμμές πρόκειται για μια απόλυτα ψυχαγωγική απογευματινή ταινία που λογικά θα ικανοποιήσει όλους τους φίλους της b-περιπέτειας και σίγουρα είναι αναγκαία προσθήκη στις συλλογές των fans της αγαπημένης Cannon Group. Είναι πολύ ανώτερη από το επίσης διασκεδαστικό sequel και τολμώ να πω από τις περισσότερες αντίστοιχες Ιταλικές αντιγραφές του Indy, ενώ παραδέχομαι ότι προσωπικά πάντα την είχα σε εκτίμηση, κάτι που δεν έχει αλλάξει όσο κι αν πέρασαν τα χρόνια.
DVD Notes:
Η ταινία κυκλοφορεί στη χώρα μας από την Odeon/ MGM σε έκδοση με αναμορφική widescreen μεταφορά και είναι ταυτόσημη με τις περισσότερες διεθνείς κυκλοφορίες.
Όλες οι εκδόσεις είναι χωρίς περικοπές και με αναμορφική widescreen μεταφορά εκτός από την R1 που έχει fullscreen μεταφορά. Οι υπόλοιπες εκδόσες είναι ταυτόσημες με την εγχώρια.