Στο Λονδίνο του μέλλοντος ένας σκληροτράχηλος μπάτσος και ο νέος του συνέταιρος κυνηγούν έναν κατά συρροή δολοφόνο που ξεριζώνει τις καρδιές των θυμάτων του και φαίνεται να έχει υπερφυσικές δυνάμεις.
Σχόλια:
Βρισκόμαστε στο Λονδίνο του μέλλοντος, όπου η ατμοσφαιρική ρύπανση και η συνεχιζόμενη παρέμβαση του ανθρώπου πάνω στη φύση έχουν μετατρέψει σε καταθλιπτικό βάλτο γεμάτο αρουραίους, αρρώστιες και τα σχετικά. Ένας σκληροτράχηλος και ελαφρώς διαταραγμένος μπάτσος ονόματι Stone (Rutger Hauer) βρίσκεται στο κατόπι ενός αγνώστου κατ’ εξακολούθηση δολοφόνου που σκότωσε τον συνέταιρο του πριν κάποια χρόνια και που φαίνεται επιστρέφει με αιματηρό τρόπο. Σήμα- κατατεθέν του, οι αφαιρέσεις των καρδιών από τα θύματά του, που αρχικά μοιάζει να μην έχουν κάποια σχέση μεταξύ τους.
Ο αρχηγός της αστυνομίας βάζει τον νεαρό ντετέκτιβ Durkin (Alastair Duncan) μαζί με τον Stone και οι δυο τους αρχίζουν την έρευνα για τον εντοπισμό του φονιά. Όμως οι επόμενοι φόνοι τους δείχνουν ότι ο δολοφόνος έχει προσωπικό ενδιαφέρον για τον Stone, κάτι που κάνει τον τελευταίο να πιστεύει ότι και οι υπόλοιποι φόνοι μόνο τυχαίοι δεν είναι, και έχουν απώτερο στόχο την τελική μάχη μεταξύ Stone και του φονιά. Σαν να μην έφτανε αυτό, στο στόχαστρο μπαίνει και το αμόρε του Stone (Kim Cattrall), ενώ τα στοιχεία δείχνουν ότι οι φόνοι βασίζονται πάνω σε προφητείες του Ζωδιακού κύκλου, πέρα από το γεγονός ότι το DNA που βρέθηκε στους τόπους των εγκλημάτων δεν μοιάζει να είναι ανθρώπινο.
Ομολογώ ότι είχα καταχαρεί τη συγκεκριμένη ταινία όταν την πρωτοείδα σε βιντεοκασέτα τότε που κυκλοφόρησε. Η πρόσφατη προβολή στην οποία βασίζω αυτό το σχόλιο έγινε με διαφορά 15 και βάλε χρόνων από την πρώτη και μπορώ να πω ότι την απόλαυσα εξίσου με τότε, αν όχι περισσότερο. Ένας βασικός παράγοντας γι αυτό είναι η παρουσία του Rutger Hauer, που υποδύεται έναν χαρακτήρα για τον οποίο είναι ξεκάθαρα πλασμένος. Σκληρός, λιγομίλητος, παρανοϊκός και μονίμως με το δάχτυλο στην σκανδάλη, ο ντετέκτιβ Stone είναι ένας από τους κορυφαίους ρόλους του αγαπημένου Ολλανδού ηθοποιού και, αν και κλισαρισμένος όσο δεν πάει, του ταιριάζει γάντι.
Πέρα από την επιβλητική παρουσία του Hauer, ολόκληρη η ταινία έχει μια καταπληκτική και βαθιά καταθλιπτική ατμόσφαιρα που ταιριάζει άψογα με τα βαλτώδη τοπία του μελλοντικού Λονδίνου και δίνει τον απαραίτητο τόνο μυστηρίου, τουλάχιστον στο πρώτο μέρος της. Αυτό κινείται σε γνώριμες περιοχές αστυνομικού θρίλερ, εμπλουτισμένου με καλοφτιαγμένες σκηνές gore και ολίγον από sexploitation, έτσι για να γίνει πιο πικάντικο το θέαμα. Οι αποκαλύψεις έρχονται με κοντρολαρισμένο και μεθοδικό τρόπο από τον κυρίως γνωστό για το κλασικό THE BURNING, Tony Maylam, ο οποίος χωρίς να χάνει χρόνο με περιττές φλυαρίες κάνει γερό μπάσιμο στη δράση από τα πρώτα λεπτά, αφήνοντας την ιστορία να ξετυλιχτεί με φυσικό τρόπο.
Αυτή η προσέγγιση δίνει την απαραίτητη προστιθέμενη αξία στο θέαμα της πρώτης ώρας της προβολής, κάνοντας την ταινία να ξεχωρίζει από τα περισσότερα αντίστοιχα θρίλερ και κρατώντας το ενδιαφέρον σε υψηλά επίπεδα. Τα προβλήματα αρχίζουν από εκεί και πέρα, όπου η ταυτότητα, η φύση και τα κίνητρα το φονιά αποκαλύπτονται. Αποκαλύπτονται είπα; Μμμ, όχι ακριβώς, μάλλον στο περίπου, αφού το σενάριο αποφασίζει να το γυρίσει στην μεταφυσική, μια κίνηση που προσωπικά δεν πολυκατάλαβα, εκτός κι αν ο στόχος ήταν απλώς η γρήγορη «λύση» του μυστηρίου και η επιστροφή σε καθαρόαιμη δράση και τρόμο.
Τα δύο αυτά στοιχεία κυριαρχούν στο δεύτερο μέρος, το οποίο τοποθετείται στα σκοτεινά υπόγεια τούνελ του μετρό του Λονδίνου όπου οι πάνοπλοι Stone και Durkin έρχονται πρόσωπο με πρόσωπο με τον δολοφόνο, δίνοντας την σκυτάλη σε κάποια αρκετά προσεγμένα creature effects του Stephen Norrington (ALIENS, HARDWARE) και- αναπόφευκτα- προετοιμάζοντας το έδαφος για το ξαφνικό και κατά την προσωπική μου άποψη κάπως απογοητευτικό φινάλε που δεν στέκεται στο ύψος της υπόλοιπης ταινίας και προτιμάει την εύκολη λύση του να καταφύγει σε τετριμμένες και χιλιοιδωμένες φόρμουλες.
Πάντως μέχρι τότε, οι φίλοι του καλού sci fi horror έχουν αρκετό υλικό το οποίο λογικά θα εκτιμήσουν, αρκετά επιτυχημένο «Βρετανικό» χιούμορ και πολύ καλό ρυθμό και ατμόσφαιρα που δεν διακόπτεται σε καμία στιγμή της προβολής. Εκτός του Rutger Hauer που είναι ο βασικός πόλος έλξης της ταινίας, όλοι οι πρωταγωνιστές δίνουν πειστικές ερμηνείες, ακόμα και η με ξυρισμένο το κεφάλι από τον πρόσφατο τότε ρόλο της στο STAR TREK VI: THE UNDISCOVERED COUNTRY Kim Cattrall. Αξίζει επίσης να αναφέρω την εμφάνιση του σχετικά άγνωστου εκείνη την εποχή Pete Postlethwaite στο ρόλο του μπάτσου που έχει προσωπικό πρόβλημα με τον Stone, μια μικρή εμφάνιση του ροκά Ian Dury αλλά και την συμμετοχή του κλασικότερου baby face του Αμερικάνικου σινεμά, Michael J. Pollard.
Κάτι που μου δίνει πάσα για να σχολιάσω την προσπάθεια της ταινίας να ταιριάξει το «βρετανικό» στυλ με τα γνώριμα κλισέ που συναντάμε στις περισσότερες Αμερικάνικες ταινίες του είδους. Ενώ κανείς θα περίμενε την αναζήτηση κάποιας ισορροπίας, ο Tony Maylam φαίνεται να προτιμάει την εύκολη λύση της «αμερικανοποίησης». Όλα ανεξαιρέτως τα σχετικά κλισέ είναι παρόντα: ο ακατάστατος μπάτσος που έχει ψύχωση με τον καφέ και τις σοκολάτες, ο φωνακλάς αρχηγός του τμήματος, ο αταίριαστος Βρετανός συνέταιρος,... η λίστα δεν έχει τελειωμό! Όλα αυτά ίσως ξενίσουν μερίδα των θεατών, αλλά από την άλλη δεν μπορώ να πω ότι βλάπτουν ιδιέταιρα το όλο θέαμα, που κινείται σε αρκετά καλά πλαίσια από την αρχή μέχρι το τέλος.
Με λίγα λόγια, σίγουρα το SPLIT SECOND δεν είναι κάποιο αριστούργημα, αλλά εξίσου σίγουρα προσφέρει 90 λεπτά ποιοτικού action- sci fi- horror- thriller 90s style για οπαδούς του είδους, αλλά και για τους απανταχού fans του Rutger Hauer που δεν πρέπει να χάσουν τη συγκεκριμένη ταινία.
Όλες οι εκδόσεις είναι χωρίς περικοπές. Η Γερμανική έκδοση είναι η μόνη με αναμορφική μεταφορά. Όλες οι υπόλοιπες έχουν 4:3 fullscreen μεταοφρά, ενώ η Γαλλική περιέχει μόνο μεταγλωτισμένο στα Γαλλικά ήχο.