Σχόλια: Από τη στιγμή που κυκλοφόρησε το πασίγνωστο στους cult horror κύκλους DON’T LOOK IN THE BASEMENT! το 1973, το όνομα του S.F. Brownrigg άρχισε να γίνεται πιο γνωστό τουλάχιστον στους φίλους της grindhouse σκηνής στις ΗΠΑ. Το επιβλητικό SCUM OF THE EARTH απαιτούσε μια άξια συνέχεια, και αυτή ήρθε με το DON'T OPEN THE DOOR που έδειξε ξεκάθαρα άλματα προόδου για τον Αμερικάνο σκηνοθέτη και μέχρι ένα σημείο κατάφερε να επαληθεύσει τις υποσχέσεις που άφησε ο προκάτοχος του. Αυτή τη φορά ο S.F. Brownrigg επανέρχεται περισσότερο σε ύφος DON’T LOOK IN THE BASEMENT! αφηγούμενος την ιστορία της νεαρής Amanda Post (Susan Bracken) που μετά από 13 δύσκολα χρόνια επιστρέφει στο σπίτι στο οποίο είχε δολοφονηθεί από άγνωστο η μητέρα της. Ο λόγος, ένα ανώνυμο τηλεφώνημα που την ειδοποίησε ότι η υπερήλικη γιαγιά της είναι στα τελευταία της και ότι πρέπει να επιστρέψει επειγόντως. Η Amanda φτάνοντας βλέπει ότι η κατάσταση της γιαγιάς της φθείρεται συνεχώς και ότι πρέπει να πάει στο νοσοκομείο, κάτι που δεν συμμερίζονται ούτε ο οικογενειακός γιατρός (James N. Harrell) ούτε ο δικαστής της πόλης (Gene Ross), αλλά ούτε και ο φροντιστής του σπιτιού (Larry O'Dwyer). Στην πραγματικότητα ο καθένας από αυτούς θέλει για τους δικούς του λόγους το σπίτι και είναι αποφασισμένοι να κανουν όσο γίνεται πιο δυσάρεστη την επιστροφή της Amanda. Και σαν να μην έφταναν όλα αυτά, η νεαρή γυναίκα αρχίζει να λαμβάνει μυστηριώδη απειλητικά τηλεφωνήματα από έναν άγνωστο που όχι μόνο φαίνεται να την ξέρει, αλλά και που μοιάζει σαν να βρίσκεται μέσα στο σπίτι. Ο πειθαρχημένος και γεμάτος αυτοπεποίθηση χαρακτήρας της Amanda στην αρχή την προστατεύει, αλλά μετά από κάποιες στρατηγικά τοποθετημένες αποκαλύψεις θα καταλάβει ότι βρίσκεται σε θανάσιμο κίνδυνο και ότι ο μυστηριώδης τηλεφωνητής ενδέχεται να είχε μερίδιο ευθύνης για το θάνατο της μητέρας της πριν 13 χρόνια. Όσο κι αν η τεχνική και ο τρόπος κινηματογράφησης του S.F. Brownrigg μοιάζουν να έχουν βελτιωθεί αισθητά από τις δύο προηγούμενες του απόπειρες, άλλο τόσο ο προϋπολογισμός δεν φαίνεται να ξεπερνά τα γνώριμα επίπεδα φτώχιας ούτε και τώρα. Παρόλα αυτά, ο Αμερικανός δημιουργός καταφέρνει από το τίποτα να φτιάξει ίσως την ατμοσφαιρικότερη ταινία του ξεπερνώντας για άλλη μια φορά το εμπόδιο του προϋπολογισμού με τον καλύτερο τρόπο. Ο Brownrigg χρησιμοποιεί το πολύ καλό σενάριο που παραπέμπει στο BLACK CHRISTMAS και ξετυλίγει μια κλειστοφοβική ιστορία μυστηρίου, προδοσίας και τρέλας που θα ζήλευαν πολλοί σημερινοί καλοπληρωμένοι «δημιουργοί». Σε αυτό τα μέγιστα προσφέρει επίσης η Susan Bracken με μια τρομερή ερμηνεία, και δικαιωμάτικά προστίθεται στη λίστα με τους ελπιδοφόρους ηθοποιούς που «ξεθαψε» ο Αμερικανός σκηνοθέτης τα λίγα χρόνια δράστηριότητάς του, πλάι στην εκνευριστικά υποτιμημένη Camilla Carr και τον τακτικό σε ταινίες του σκηνοθέτη, Gene Ross. Ειδικά η Bracken παίρνει άριστα με το πορτραίτο της δυναμικής γυναίκας που σιγά- σιγά μετατρέπεται σε ράκος. Από εκεί και πέρα, το κύριο ενδιαφέρον του Brownrigg είναι η δημιουργία και διατήρηση της ατμόσφαιρας, που είναι πλούσια καθ’ όλη τη διάρκεια της ταινίας. Υπάρχουν κλειστοφοβικά πλάνα, στρατηγικά τοποθετημένες σκηνές βίας, ενώ υπάρχει και τουλάχιστον μία σκηνή ανθολογίας που εμπίπτει στα λίγα «σόκιν» πλάνα του DON'T OPEN THE DOOR. Προσωπικά, έχω πει πολλές φορές στο παρελθόν ότι η περίπτωση S.F. Brownrigg είναι ολόκληρη συζήτηση από μόνη της, με την έννοια ότι έχουμε ένα ξεκάθαρο ταλέντο, το οποίο όμως ποτέ δεν κατάφερε να ξεφύγει από τους underground κύκλους και το κοινό των drive in εκείνης της εποχής, ενώ ο πρόωρος θάνατος του δεν τον άφησε να δείξει την πραγματική του αξία. Σε κάθε περίπτωση πάντως, μιλάμε για έναν άνθρωπο με προσωπικό όραμα, τεχνική κατάρτιση και όρεξη για δουλειά που κατάφερε να βρίσκεται στην επικαιρότητα των cult- horror κύκλων πολλά χρόνια μετά την τελευταία του ταινία. Σίγουρα το στυλ σινεμά του είναι σκοτεινό, απαισιόδοξο και δεν απευθύνεται σε όλους, αλλά για όσους ξέρουν το έργο του, θα είναι μάλλον έγκλημα να μην δούν το DON'T OPEN THE DOOR, ιδίως από τη στιγμή που υπάρχει και αρκετά καλή σχεδόν remastered κυκλοφορία που παρουσιάζει την ταινία έτσι όπως θα ήθελε ο δημιουργός της. |