Ένας μπάτσος αναζητώντας μια γυναίκα που εξαφανίστηκε καταλήγει σε μια πόλη- φάντασμα την οποία βαραίνει μια αρχαία κατάρα.
Σχόλια:
Τα πάντα όλα έκανε ο θρυλικός Charles Band και η Empire Pictures τη δεκαετία του 80, και γιατί όχι και τον σπάνιο συνδιασμό γουέστερν και ταινίας τρόμου. Το GHOST TOWN μπορεί να θεωρηθεί μια σχετικά επιτυχημένη τέτοια ταινία και σίγουρα συγκαταλέγεται μέσα στις πιο ποιοτικές του δαιμόνιου Αμερικανού παραγωγού. Φυσικά, όσοι γνωρίζουν την Empire (νυν Full Moon) αντιλαμβάνονται ότι δεν μιλάω σε καμία περίπτωση για Οσκαρικό υλικό, αλλά για μια διασκεδαστική b-movie που παραδίδει μέχρι ένα σημείο τα αγαθά για τους fans του είδους.
Μια νεαρή γυναίκα (Catherine Hickland) εξαφανίζεται κάτω από αδιευκρίνιστες συνθήκες ενώ ταξίδευε με το αμάξι της στην Αμερικάνικη στέπα. Οι μπάτσοι πρέπει να την βρουν και συγκεκριμένα ο βοηθός σερίφη Langley (Franc Luz) που καλείται στον τόπο της εξαφάνισης για να εντοπίσει τα ίχνη της. Ο Langley αρχίζει να βλέπει οράματα ενός μαυροντυμένου καβαλάρη και τα αποδίδει σε οφθαλμαπάτες της ερήμου, όμως σύντομα θα ανακαλύψει το θαμένο πτώμα ενός αρχαίου σερίφη που θα τον μεταφέρει στο παρελθόν και συγκεκριμένα στην άγρια δύση.
Αποδεικνύεται ότι ο σερίφης είχε πεθάνει με φρικτό τρόπο από τα χέρια του τοπικού παρανόμου ονόματι Devlin (Jimmie F. Skaggs) ο οποίος όχι μόνο κραταει αιχμάλωτη την γυναίκα που ψάχνει ο Langley, αλλά κρατάει ολόκληρη την πόλη σε ένα μεταβατικό στάδιο μεταξύ του παραδείσου και της κόλάσης. Μόνο ο νέος σερίφης της πόλης- φάντασμα μπορεί να εκδικηθεί τον Devlin και να κάνει την πόλη- φάντασμα να αναπαυτεί εν ειρήνη.
Από πλευράς υπόθεσης, το σενάριο του Duke Sandefur που βασίζεται σε ιστορία του έμπειρου David Schmoeller (TOURIST TRAP, CRAWLSPACE) είναι αρκετά εμπνευσμένο για τα στάνταρντς της Empire Pictures και με τέτοιο υλικό δύσκολα μπορει να πάει κάτι στραβά. Η ταινία ξεκινάει με εντυπωσιακή ατμόσφαιρα και φωτογραφία από τον πολύπειρο Mac Ahlberg και προσπαθεί να δώσει τον αναγκαίο τόνο μυστηρίου με τις ξαφνικές εμφανίσεις και εξαφανίσεις της πόλης- φάντασμα και των κατοίκων της. Όταν δίνεται η λύση του μυστηρίου, η ταινία αλλάζει στυλ και μετατρέπεται σε ένα τυπικό γουέστερν εμπλουτισμένο με αρκετά spaghetti στοιχεία, με τον καλό σερίφη να αντιμετωπίζει τον κακό δυνάστη.
Προσωπικά δεν μπορώ να βρω πολλά αρνητικά σε μια ταινία περιορισμένων δυνατοτήτων όπως είναι το GHOST TOWN που σε γενικές γραμμές λειτουργεί μάλλον ακριβώς όπως ήθελαν στην ομάδα παραγωγής. Η ατμόσφαιρα είναι πλούσια καθ’ όλη τη διάρκεια, ο ρυθμός γρήγορος, υπάρχουν αρκετοί ενδιαφέροντες χαρακτήρες, ολίγον από πιστολίδι που πάντως δεν είναι κατι ιδιαίτερό και όλα διανθίζονται από βία, gore και λίγο γυμνό σε ελεγχόμενες δόσεις.
Οι ερμηνείες είναι αυτές που θα περίμενε κανείς, χωρίς προβλήματα, με εξαίρεση τις συνεχείς γκριμάτσες του πρωταγωνιστή Franc Luz, που αν και περισσότερο θυμίζει πορνοστάρ, έχει σχετικά καλή δραστηριότητα στην καριέρα του με συμμετοχές σε πολλες τηλεοπτικές σειρές όπως THE A- TEAM, STAR TREK: THE NEXT GENERATION, KATE & ALLEY κλπ και σε κάποιες αρκετά γνωστές ταινίες όπως WHEN HARRY MET SALLIE και DON JUAN DEMARCO. Αυτός που ξεχωρίζει είναι μάλλον ο κακός της υπόθεσης, Jimmie F. Skaggs, πιο πολύ λόγω της φύσης του χαρακτήρα του παρά λόγω των υποκριτικών του δυνατοτήτων.
Μη γελιόμαστε, για ταινία της Empire Pictures μιλάμε, οπότε οι σεναριακές αφέλειες και άλλα μικροπροβλήματα είναι κι εδώ παρόντα όπως στη συντριπτική πλειοψηφία των ταινιών της συγκεκριμένης εταιρίας. Όμως το θέαμα αν και γενικά προβλέψιμο βλέπεται ευχάριστα και προσωπικά το θεωρώ μια από τις πιο επιτυχημένες προσπάθειες συνδιασμού του παραδοσιακά δύσκολου είδους του γουέστερν με τον τρόμο.
Όχι ότι θα έτρεχα να αγοράσω την special edition της ταινίας όταν και αν ποτέ κυκλοφορήσει, αλλά αν τύχει ποτέ και πετύχετε την αγαπημένη Ελληνική βιντεοκασσέτα, μια απογευματινή προβολή σίγουρα θα δώσει την απαιτούμενη προστιθέμενη αξία.