Μετά την σφαγή της φυλής της, η ατρόμητη αμαζόνα Hundra περιπλανάται σε έναν βίαιο ανδροκρατούμενο κόσμο για να βρει τον άνδρα που θα της χαρίσει την απόγονό της.
Σχόλια:
Πρέπει να ομολογήσω πως νιώθω μια γενική ευφορία γράφοντας αυτό το σχόλιο για μια από τις αγαπημένες μου ταινίες ηρωϊκής φαντασίας. Ο λόγος είναι ότι μόλις πριν λίγο τελείωσα την προβολή της και συνηδειτοποίησα ότι η ταινία δεν έχει χάσει καθόλου από την γοητεία της από την τελευταία φορά που την είδα, η οποία σημειωτέον ήταν πριν πολλά χρόνια. Δεν είναι συνηθισμένο αυτό, τουλάχιστον στη δική μου περίπτωση, αφού οι περισσότερες ταινίες από τις οποίες έχω καλές αναμνήσεις από τα τρυφερότερα χρόνια μου φαίνονται… αλλιώς όταν τις ξαναβλέπω μετά από τόσο καιρό.
Όχι όμως και η εποποιϊα της θρυλικής Hundra, της γενναιότερης πολεμίστριας μιας φυλής γενναίων αμαζόνων που σε έναν στεγνά ανδροκρατούμενο κόσμο κρατούν την σημαία του γυναικείου φύλου ψηλά. Αυτός είναι και ο λόγος που γίνονται στόχος των αδίστακτων ακολούθων του Ταύρου, μιας αίρεσης που ζει και αναπνέει με την πεποίθηση ότι ο άνδρας είναι ανώτερο ον από τη γυναίκα, και η τελευταία υπάρχει μόνο για τον υπηρετεί. Η σφαγή στο χωριό της φυλής της Hundra είναι ολοκληρωτική, με μοναδική επιζών την ατρόμητη πολεμίστρια που έτυχε να βρίσκεται μακρυά κατά τη διάρκεια του συμβάντος.
Η Hundra ξεκινάει ένα μακρινό και περιπετειώδες ταξίδι αφενός για να ξεφύγει από τους στρατιώτες του Ταύρου που θέλου να εξοντώσουν την τελευταία επιζών της φυλής των αμαζόνων και αφετέρου για να βρει κατάλληλο αρσενικό ταίρι ώστε να διαιωνίσει την φυλή της. Η περιπλάνησή της την φέρνει σε μια πόλη όπου κυριαρχεί η αίρεση του Ταύρου και οι ακόλουθοί της, στην οποία για καλή της τύχη συναντάει το μελλοντικό ταίρι της, αλλά για να κατακτήσει την καρδιά του πρέπει πρώτα να περάσει από εκπαίδευση στο Ναό του Ταύρου ώστε να βρει την πειθήνια θηλυκότητα που απαιτείται ώστε να μπορεί να υπηρετεί τους άνδρες της πόλης. Όμως τόσο ο αρχιερέας της αίρεσης όσο και οι άπλυτοι ακόλουθοί του λογαριάζουν χωρίς να σκεφτούν το αδάμαστο βάρβαρο πνεύμα της αμαζόνας Hundra, ούτε την ακόρρεστη δίψα της για να εκδικηθεί αυτούς που εξοντώσαν τη φυλή της.
Η ταινία ξεκινάει σαν 100% αντιγραφή του CONAN THE BARBARIAN, κομπλέ με αφήγηση από τρίτο πρόσωπο των περιπετειών της Hundra και μια εντυπωσιακή σκηνή σφαγής της φυλής των αμαζόνων, αλλά από εκεί και μετά το HUNDRA αλλάζει τελείως ύφος και εκεί που κανείς περιμένει μια κλασική ιστορία εκδίκησης, το σενάριο τον εκπλήσσει ευχάριστα εισάγοντας αρκετό χιούμορ (επιτηδευμένο και μη) και την βασική θεματόλογια, που είναι ξεκάθαρα η αιώνια πάλη των δύο φύλων .
Το HUNDRA πρέπει να είναι η πρώτη καθαρά φεμινιστική ταινία ηρωϊκής φαντασίας που δεν μένει σε απλή αντιγραφή των περιπετειών του Conan, που τόσο είχαν ταράξει τα νερά και τα box office εκείνη την εποχή. Αντίθετως, ξεκινώντας από τα βασική στοιχεία της περιπέτειας του John Milius (ατρόμητη πολεμίστρια, σφαγή της φυλής της, αναζήτηση για εκδίκηση), πηγαίνει το θέαμα ένα βήμα παραπάνω κάνοντας μια ιδυοφυή υπέρβαση από το κλισσαρισμένο θεαμα αντίστοιχων ταινιών. Παρουσιάζει για πρώτη φορά το θέμα της ατρόμητης αμαζόνας πολεμίστριας στη πραγματική του βάση, σε ένα εντυπωσιακό κοινωνικό σχόλιο σχετικά με τις διαχρονική καταπίεση των γυναικών στις ανδροκρατούμενες κοινωνίες αλλά και τις σχεσεις των δύο φύλων γενικότερα. Δεν είμαι σίγουρος αν οι σεναριογράφοι έκαναν επίτηδες αυτή την προσαρμογή στο τυπικό σεναριακό μοτίβο ηρωϊκής φαντασίας, αλλά ακόμα και κατά λάθος να έγινε, μιλάμε για πραγματικές στιγμές θείας έμπνευσης!
Επειδή τα πιο πάνω σχόλια μοιάζουν λίγο «βαριά», θέλω να ξεκαθαρίσω ότι το HUNDRA δεν είναι ένα ακόμα καμουφλαρισμένο κοινωνικό σχόλιο το οποίο ο sexploitation σκηνοθέτης Matt Cimber (THE WITCH WHO CAME FROM THE SEA) σερβίρει σε κάθε ευκαιρία χρσιμοποιώντας την εποχή στην οποία διαδραμματίζεται η ταινία σαν δικαιολογία. Μάλλον ακριβώς το αντίθετο! Χρησιμοποιεί σαν δικαιολογία τη θεματική της καταπίεσης των γυναικών και τη μάχη των δύο φύλων με στόχο τον απόλυτο exploitation χαβαλέ, τον οποίο και πετυχαίνει στην εντέλεια.
Τι να πρωτοπεί κανείς; Η ταινία πηγαίνει με φρενήρη ρυθμό από τη μια σκηνή ανθολογίας στην άλλη. Υπάρχουν κάθε είδους γραφικοί χαρακτήρες: πολύχρωμοι και κακόβουλοι νάνοι, άξεστοι άντρες που ρεύονται δυνατά την ώρα που προσπαθούν να βιάσουν τις υπηρέτριες τους, αμφιλεγόμενης σεξουαλικότητας σαδιστές λακέδες του αρχιερέα του Ταύρου, η Hundra να προσπαθεί να ρίξει στο κρεββάτι το νέο ταίρι της υπό την απειλή μαχαιριών, πλήρεις σκηνές μεταμόρφωσης της από άξεστη βάρβαρη σε υπέρ- σέξι γυναίκα για σπίτι, ακόμα κι ένας ταύρος τον οποίο οι γυναίκες πρέπει να προσκυνήσουν για να καταδείξουν την κατωτερότητά τους έναντι στους άντρες! Ό,τι τρελή, παλαβή και αξιαγάπητη ιδέα μπορεί να σκεφτεί κανείς υπάρχει στο σενάριο των Jose Truchado και John F. Goff και η διεκπεραιωση του Matt Cimber τις κάνει ακόμα καλύτερες!
Η δράση κυμμαίνεται από πραγματικά καλογυρισμένες σκηνές μάχης όπως στην αρχική σκηνή της σφαγής του χωριού των αμαζόνων, μέχρι άλλες επιτηδευμένα cheesy και αναληθοφανείς σκηνές, όπως η μαγική τελική σκηνή που οι σκλάβες του ναού του Ταύρου παίρνουν την εκδίκηση τους από τους καταπιεστές τους. Το χιούμορ και οι τρομερές ατάκες είναι παντού και είναι απόλυτα επιτυχημένες, ενώ οι όποιες κακοτοπιές στο σενάριο απλώς προσθέτουν κι άλλο στην γενικά ανάλαφρη ατμόσφαιρα χαβαλέ, που δεν χαλάει ακόμα και με τις πολλές σκηνές βίας και sexploitation που επίσης δεν έχουν σταματημό.
Κακά τα ψέματα, το HUNDRA δεν είναι CONAN και ο Matt Cimber δεν είναι John Millius και ούτε ποτέ προσπάθησε να πείσει το κοινό για κάτι τέτοιο. Αν κανείς θέλει να σταθεί στα προβλήματα της παραγωγής, αυτά είναι σίγουρα πολλά. Όταν όμως συνοδεύονται από την πανταχού παρούσα εκπληκτική μουσική του Ennio Morricone, τότε αναβαθμίζονται, όπως και ολόκληρη η ταινία. Χωρίς ίχνος υπερβολής, ο Ιταλός μαέστρος ξεπερνάει τον εαυτό του φτιάχνοντας ένα από τα κορυφαία soundtracks της τεράστιας καριέρας του και κάνει το αφελές θέαμα πολλές φορές να μοιάζει απόλυτα σοβαρό και σχεδόν καλλιτεχνικό.
Άξιο θαυμασμού είναι σίγουρα και ολόκληρο το έπος της Hundra, την οποία ενσαρκώνει η Laurene Landon που μοιάζει γεννημένη για τον ρόλο της και κάνει την Brigitte Nielsen του RED SONJA να μοιάζει με άλλο ένα ανορεξικό μοντέλο που το γύρισε στην ηθοποιία. Η Landon είναι ο βασικός πόλος έλξης της ταινίας, τόσο άγρια όσο και θυληκή, εκτελεί τα περισσότερα stunts μόνη της και φαίνεται να διασκεδάζει το ρόλο της όσο και το κοινό της ταινίας, αν όχι περισσότερο.
Ξεκάθαρα, η σέξι Lucy Lawless και ο χαρακτήρας της Xena, όπως και ολόκληρη η τηλεοπτική σειρά, χρωστούν πολλά στη Hundra και στην Laurene Landon. Οι υπόλοιποι χαρακτήρες είναι απλώς συμπληρωματικοί, αν και όλοι έχουν τον χαβαλέ τους, με προσωπική μου προτίμηση να είναι ο ιερέας του ναού του Ταύρου, που δίνει ρέστα υποκριτικής ανικανότητας (με την καλή έννοια) όποτε βρίσκεται στο πλάνο. Στο γενικότερο πνεύμα της ταινίας, οι θηλυκοί χαρακτήρες εκτός από εντυπωσιακοί εμφανισιακά έχουν και το περισσότερο ενδιαφέρον, ενώ οι αντρικοί είναι άσχημοι, αντιπαθητικοί και όχι ιδιαίτερα έξυπνοι.
Το HUNDRA αναγκαστικά κατατάσσεται στο υποείδος του «Σπαθιού & Μαγείας», παρόλο που δεν υπάρχει καθόλου υπερφυσικό στοιχείο στην ταινία. Όμως μαγεία υπάρχει και είναι διάχυτη σε κάθε σκηνή μιας εκπληκτικής ταινίας που απλώς προϋποθέτει το κοινό να αφεθεί σε αυτή τη μαγεία. Κι άπαξ και το κάνει κανείς αυτό, το ταξίδι είναι εγγυημένα υπέροχο, όπως ακριβώς η αμαζόνα Hundra!
Η μόνη έκδοση με την Unrated εκδοχή της ταινίας είναι αυτή της Surversive Cinema, που κερδίζει με άνεση όλες τις υπόλοιπες αφού έχει πολλά extras και αναμορφική μεταφορά, ενώ οι πρώτες κόπιες περιελαμβαναν bonus CD με το soundtrack Ennio Morricone. Από τις υπόλοιπες εκδόσεις, οι R0 έχουν μικροπερικοπές και 4:3 Fullscreen μεταφορά, ενώ η Γερμανική έχει περικοπές τουλάχιστον 13 λεπτών και είναι με διαφορά η χειρότερη.