NOTHING BUT THE NIGHT (1973) (Μ. Βρετανία) A.K.A.: The Resurrection Syndicate Ελληνικός τίτλος: Όλα Γίνονται τη Νύχτα, Ο Τρόμος Πλανιέται στα Μάτια τους
Ένας αστυνομικός και ένας επιστήμονας ερευνούν σειρά ανεξήγητων θανάτων των μελών του Διοικητικού Συμβουλίου ενός ορφανοτροφείου.
Σχόλια:
Δεν συζητάω ότι οποιαδήποτε ταινία με Christopher Lee και Peter Cushing είναι υποχρεωτική για τον γράφοντα, πόσο μάλλον όταν τα δύο ιερά τέρατα του Βρετανικού σινεμά παίζουν μαζί. Το κάπως παραμελημένο στις μέρες μας “NOTHING BUT THE NIGHT” είναι μια από τις τελευταίες συνεργασίες του θρυλικού κινηματογραφικού ζευγαριού και έχει αρκετό παρασκηνιακό ενδιαφέρον, πέρα από το ουσιαστικό.
Πρόκειται για την πρώτη και τελευταία ταινία της εταιρίας παραγωγής Charlemagne Productions, που ιδρύθηκε από τον Christopher Lee και τον ιστορικό παραγωγό Anthony Nelson Keys. Για πρώτη και μοναδική κατά πάσα πιθανότητα φορά, ο Lee ήταν το απόλυτο αφεντικό της παραγωγής, διαλέγοντας ο ίδιος τον έμπειρο σκηνοθέτη Peter Sasdy για να σκηνοθετήσει το ομώνυμο βιβλίο του John Blackburn, τα πνευματικά δικαιώματα του οποίου αγοράστηκαν από την εταιρία μαζί με άλλα δύο βιβλία του ίδιου συγγραφέα.
Η τύχη δεν θέλησε το “NOTHING BUT THE NIGHT” να πετύχει εμπορικά και έτσι η Charlemagne Productions διαλύθηκε χωρίς να κάνει και δεύτερη παραγωγή, κάτι που είναι τουλάχιστον παράξενο μιας και προσωπικά θεωρώ την συγκεκριμένη ταινία ανάμεσα στις κορυφαίες του μεγάλου ζευγαριού.
Μια σειρά θανάτων των μελών του διοικητικού συμβουλίου ενός απομακρυσμένου ορφανοτροφείου φέρνει στο προσκήνιο τον Ταξίαρχο Charles Bingham (Christopher Lee) ο οποίος δυσκολεύεται να δεχτεί την αυτοκτονία ή το ατύχημα σαν την αιτία θανάτου, παρόλο που όλα τα στοιχεία δείχνουν προς εκείνη την κατεύθυνση. Με τη βοήθεια του φίλου του Sir Mark Ashley (Peter Cushing) αρχίζουν να ερευνούν την υπόθεση, η οποία περιπλέκεται όταν το πούλμαν που μετέφερε τα παιδιά και αρκετά μέλη του ΔΣ του ορφανοτροφείου παθαίνει ατύχημα που στοιχίζει τη ζωή όλων των επιβένοντων εκτός της μικρής Mary Valley (Gwyneth Strong). Ο Sir Mark μαζί με τον νεότερο συνάδελφο του (Keith Barron) εξετάζουν τη μικρή και καταλλήγουν ότι έχει σοβαρά ψυχολογικά θέματα που προέρχονται από κάποια πυρκαγιά που φαίνεται να είχε ζήσει στο παρελθόν, αλλά η οποία δεν αποδυκνύεται από το πρόσφατο παρελθόν της.
Την ίδια στιγμή, η έρευνα αποτυγχάνει να προσκομίσει στοιχεία περί της θεωρίας των ατυχημάτων, κάτι που προτρέπει τον Ταξίαρχο να υποψιαστεί ότι πρόκειται για φόνους με κίνητρο την αμύθητη περιουσία του ΔΣ του ορφανοτροφείου, καθώς φαίνεται πως όσο συνεχίζονται οι θάνατοι των μελών, τόσο αυξάνεται το ποσό που θα κληρονομήσουν οι επιζώντες και το ορφανοτροφείο. Πρώτη ύποπτη για τους φόνους, η καταδικασμένη στο παρελθόν για φόνο φυσική μητέρα της μικρής Mary (Diana Dors) που έχει δηλώσει ξεκάθαρα ότι κατηγορεί το ΔΣ του ορφανοτροφείου για την κατάσταση της κόρης της και ορκίστηκε ότι θα τους εκδικηθεί.
Στην εξίσωση μπαίνει και μια νεαρή δημοσιογράφος (Georgia Brown) την οποία πλησίασε η μητέρα της Mary ζητώντας της να μεσολαβήσει για ραντεβού μεταξύ αυτής, της κόρης της και των θεράποντων γιατρών στο χώρο του νοσοκομείου, που όμως καταλλήγει στο φόνο του συναδέλφου του Sir Mark. Ξεκάθαρος πλέον ότι η μητέρα της Mary είναι κατά πάσα πιθανότητα ο φονιάς, ο Ταξίαρχος στέλνει τις διαθέσιμες αστυνομικές δυνάμεις στο ορφανοτροφείο που βρίσκεται σε ένα απομακρυσμένο νησί της Σκωτίας με στόχο να προστατευτούν τα εναπομείναντα μέλη του ΔΣ αλλά και η μικρή Mary.
Σε γενικές γραμμές, πρόκειται για ένα καθαρό θρίλερ μυστηρίου που ξεδιπλώνεται σταδιακά και δίνει την έμφασή του στην εξέλιξη της πλοκής με αρκετά κοινά σημεία με το ιστορικό “THE WICKER MAN” της ίδιας χρονιάς. Οι εκρήξεις απουσιάζουν και ο ρυθμός γενικά κρατάει ένα αργό και σταθερό βήμα έτσι ώστε οι θεατές να νιώσουν όσο καλύτερα γίνεται τις διάφορες εξελίξεις της πλοκής η οποία είναι αρκετά περίπλοκη. Αυτό θα μπορούσε να χαρακτήριστεί και ως μειονέκτημα στην ταινία, καθώς κυρίως στο πρώτο μισό της ο ρυθμός είναι υποτονικός και η αφήγηση γενικά πλατιάζει και μοιάζει να μην έχει κάποιο εστιακό σημείο.
Φυσικά, αυτό το πρόβλημα διορθώνεται από την επιβλητική παρουσία των Lee και Cushing σε αληθινά πρωταγωνιστικούς ρόλους που μονοπωλούν το ενδιαφέρον με ερμηνείες υψηλής ποιότητας. Άξιοι συμπαραστάτες τους όλοι υπόλοιποι, με την Diana Dors να ξεχωρίζει στο ρόλο της μυστηριώδους μητέρας όσο και η πρωτοεμφανιζόμενη Gwyneth Strong στο ρόλο της μικρής Mary.
Από το δεύτερο μισό και μετά το μυστήριο παίρνει τη σκυτάλλη από τις ερμηνείες και έχουμε το κυρίως πιάτο του “NOTHING BUT THE NIGHT”, που διατηρεί την πανταχού παρούσα καταπιεστική ατμόσφαιρα αβεβαιότητας εμπλουτίζοντας την με θεματικές εξελίξεις που συνεχίζονται μέχρι το εκπληκτικό φινάλε το οποίο αποζημιώνει και με το παραπάνω για όλες τις προηγούμενες κακοτοπιές.
Σεναριακά, κάποιος που θέλει να εντοπίσει ατέλειες και μελανά σημεία είμαι βέβαιος ότι θα βρει αρκετά, καθώς η πλήρης εξήγηση του μυστηρίου είναι τουλάχιστον ευκαιριακή και έχει αρκετές «τρύπες», αλλά αυτό δεν μειώνει ούτε στο ελάχιστο την δύναμη της ταινίας. Προσωπικά θεωρώ ότι αν το σενάριο ήταν λιγάκι πιο προσεγμένο, θα μιλούσαμε για έναν ολοκληρωτικό θρίαμβο ενός εκ των διαχρονικά κορυφαίων θρίλερ μυστηρίου από τη Μ. Βρετανία. Ακόμα κι έτσι όμως, το “NOTHING BUT THE NIGHT” είναι μια καλοδουλεμένη προσπάθεια που συνδυάζει με αρκετή επιτυχία αστυνομικό μυστήριο με στοιχεία υπερφυσικού και λίγες πινελιές τρόμου, όλα σε ελεγχόμενες δόσεις.
Αρκετά χρόνια μετά την κυκλοφορία του, ο σκηνοθέτης Peter Sasdy αλλά και ο ίδιος ο Lee παραδέχτηκαν ότι το “NOTHING BUT THE NIGHT” δεν βγήκε ακριβώς όπως υπολόγιζαν, με τον έμπειρο Βρετανό σκηνοθέτη μάλιστα να δηλώνει ότι δεν συμπεριλαμβάνει την ταινία μέσα στις κορυφαίες του. Προσωπικά διαφωνώ κάθετα με αυτή την εκτίμηση καθώς θεωρώ ότι μπορεί η ταινία να μην είναι τόσο γνωστή όπως τα COUNTESS DRACULA και “TASTE THE BLOOD OF DRACULA” του ιδίου σκηνοθέτη, αλλά σίγουρα τις φτάνει σε ποιότητα, για να μην πω ότι τις ξεπερνάει, ιδίως στο δεύτερο μισό της διάρκειάς της.
Κακά τα ψέματα, για τους cult horror fans και τους οπαδούς των Lee, Cushing και της Βρετανικής σκηνής, το “NOTHING BUT THE NIGHT” έιναι μια απολύτως αναγκαία προσθήκη. Βέβαια, αυτό το λέω σχεδόν για κάθε ταινία με Peter Cushing και Christopher Lee, αλλά απολαμβάνοντας αυτό το αδίκως ξεχασμένο διαμάντι σε remastered widescreen έκδοση είμαι βέβαιος ότι οι περισσότεροι μάλλον θα συμφωνήσουν μαζί μου.
DVD Notes:
Δεν υπάρχουν γνωστές κυκλοφορίες στη χώρα μας. Στο παρελθόν πάντως είχε δοθεί από την εφημερίδα «Ο Κόσμος του Επενδυτή» μαζί με το THE PURPLE PLAIN.
Όλες οι εκδόσεις είναι χωρίς περικοπές. Η R1 είναι η μόνη με αναμορφική widescreen μεταφορά και κάποια extras. Όλες οι υπόλοιπες έχουν 4:3 fullscreen μεταφορά.