Ένας διαταραγμένος επιστήμονας πηγαίνει σε απομακρυσμένη διαστημική βάση στην οποία ζει ένα ερωτευμένο ζευγάρι και συναρμολογεί ένα ρομπότ που γρήγορα βάζει τη ζωή τους σε κίνδυνο.
Σχόλια:
Πρέπει να παραδεχτώ ότι έχω ένα μικρό κόλλημα με την συγκεκριμένη ταινία, και ο λόγος είναι ότι ήταν το πρώτο VHS που απέκτησα στην τρυφερή ηλικία των 8, όταν και μου το έφερε ο πατέρας μου από ένα ταξίδι στο εξωτερικό, νομίζοντας ότι πρόκειται για επιστημονική φαντασία για όλες τις ηλικίες στα πρότυπα του STAR WARS, με το οποίο όλοι οι πιτσιρικάδες και όχι μόνο εκείνη την εποχή είχαμε πάθει χοντρή ζημιά. Περιττό να αναφέρω ότι η βιντεοκασέτα είχε λιώσει στο φρεσκοαγορασμένο βίντεο Saba, με πολλές προβολές την ημέρα, και φυσιολογικά η ταινία με σημάδεψε μέχρι ένα σημείο.
Προβλέψιμα βέβαια, το SATURN 3 έχει τόση σχέση με το STAR WARS όσο το ALIEN με το ALIEN 2: ON EARTH, μιας και πρόκειται για ένα ατμοσφαιρικό θρίλερ επιστημονικής φαντασίας με κάποια στοιχεία τρόμου που σίγουρα δεν απευθυνόταν σε μικρά παιδιά!
Ένας μανιακός τεχνοκράτης ονόματι Benson (Harvey Keitel ντουμπλαρισμένος από τον Roy Dotrice) παίρνει δια της βίας τη θέση ενός επιστήμονα και κατευθύνεται στην απομονωμένη βάση Saturn 3 στους αστεροειδείς του πλανήτη Κρόνου. Φορτίο του, ένα ρομπότ τελευταίας τεχνολογίας, σχεδιασμένο για να εξυπηρετεί τις ανάγκες του προσωπικού της βάσης που αποτελείται αποκλειστικά και μόνο από τους ερωτευμένους Adam (Kirk Douglas) και Alex (Farrah Fawcett).
Φυσιολογικά, το ζευγάρι βλέπει τον ερχομό του Benson σαν εισβολή στην προσωπική τους ζωή, κι αυτό γίνεται γρήγορα αντιληπτό όταν ο Benson αρχίζει να την πέφτει στα ίσια στην όμορφη Alex, η οποία πέρα από τον αρκετά μεγαλύτερο της σε ηλικία Adam δεν έχει άλλες εμπειρίες μιας και δεν έχει πάει ποτέ στη Γη. Στην αρχή πάντως το ζευγάρι κάνει τα στραβά μάτια στις προκλήσεις του φανερά διαταραγμένου Benson, ενώ τα προβλήματα αρχίζουν όταν ο τελευταίος συναρμολογεί το θηριώδες ρομπότ ονόματι Hector και μέσω ενός ακαθόριστου νευρωνικού δικτύου του δίνει αρκετή από την δική του όχι και τόσο συμπαθητική προσωπικότητα.
Αναπόφευκτα, οι σκηνές ζήλιας και κτητικότητας προς την Alex τόσο του Adam όσο και του Benson δημιουργούν έχθρα μεταξύ τους, η οποία μεταφέρεται στο ακατάστρεπτο ρομπότ που αρχίζει να πολιορκεί το ζευγάρι μέσα στους σκοτεινούς και κλειστοφοβικούς διαδρόμους της βάσης.
Το SATURN 3 δεν πήρε καλές κριτικές τόσο από κριτικούς όσο και από το κοινό, που λόγω του ότι κυκλοφόρησε την ίδια εποχή με το THE EMPIRE STRIKES BACK, ίσως να περίμεναν κάτρι περισσότερο Star Wars-οειδές. Επίσης η ταινία σημαδεύτηκε τόσο από την αποχώρηση του αρχικά προγραμματισμένου σκηνοθέτη John Barry και την αντικατάσταση του από τον Stanley Donen, όσο και από καθόλου κολακευτικά σχόλια από τους πρωταγωνιστές για την τελική μορφή της. Όμως αυτό αδικεί κατάφωρα μια πολύ καλογυρισμένη ταινία που αν και ξεκάθαρα έχει τα προβλήματα της, λειτουργεί πολύ καλά, όπως ήθελε ο γνωστός λογοτέχνης Martin Amis που έγραψε το σενάριο. Ξεκάθαρα το ενδιαφέρον στο SATURN 3 είναι πολύ περισσότερο οι διαπροσωπικές σχέσεις μεταξύ χαρακτήρων, οι οποίοι είναι απόλυτα ανθρώπινοι, παρά η δράση του ρομπότ.
Η ζήλια πάει και έρχεται μεταξύ των τριών, ενώ η εχθρότητα γίνεται φανερή από ένα σημείο και μετά σε ένα περιβάλλον στο οποίο δεν μπορεί κανείς να κρυφτεί. Το ρομπότ λειτουργεί πολύ καλά ως μια ακόμα έκφανση της προσωπικότητας του χαρακτήρα του Harvey Keitel, το οποίο όπως και ο ίδιος δεν μπορεί να δεχτεί το όχι σαν απάντηση από τα χείλη της Alex και γρήγορα γίνεται βίαιο και απειλητικό.
Πέρα από την ανάλυση χαρακτήρων πάντως, η ατμόσφαιρα της ταινίας είναι επιβλητικά σκοτεινή και κλειστοφοβική και παίρνει τα μέγιστα τόσο από τις ερμηνείες των πρωταγωνιστών που πάντως δεν είναι κάτι το ιδιαίτερο όπως και από την εκπληκτική μουσική του Elmer Bernstein που δεν ξεχνιέται με τίποτα όσα χρόνια και να περάσουν από την πρώτη προβολή της ταινίας. Υπάρχουν και κάποια πλάνα έντασης και αγωνίας ιδίως προς το φινάλε, ενώ η δράση εμπλουτίζεται από κάμποσα γυμνά πλάνα και μερικές αναγκαίες σκηνές βίας τοποθετημένες σε στρατηγικά χρονικά σημεία. Τα ειδικά εφέ είναι γενικά σχεδόν άριστα σαν υποστηρικτικά μέσα της πλοκής και στέκονται με άνεση ακόμα και στις μέρες μας.
Σε γενικές γραμμές οφείλω να συστήσω την ταινία στις φίλες και φίλους της σκοτεινής επιστημονικής φαντασίας, όσο και στους πολυάριθμους fans των τριών πασίγνωστων πρωταγωνιστών. Είναι σίγουρα αξιοπερίεργο το πώς κατάφερε ο Stanley Donen να κάνει το όλο εγχείρημα να λειτουργήσει με μια γενικά απλούστατη πλοκή και μόλις 3 ηθοποιούς (άντε 4 μαζί με το ρομπότ), αλλά ο Αμερικανός μέχρι ένα σημείο το πέτυχε σε μια σπάνια ταινία του που ήταν και η τελευταία της κινηματογραφικής του καριέρας. Πράγματι, η επιστημονική φαντασία ποτέ δεν ήταν το forte του Donen, ο οποίος έγινε γνωστός τη δεκαετία του 50 κυρίως με θρυλικά μιούζικαλ όπως τα SINGIN’ IN THE RAIN, LOVE IS BETTER THAN EVER και FUNNY FACE και αποτελεί έκπληξη η επιλογή του από την ομάδα της παραγωγής, η οποία πάντως κέρδισε το συγκεκριμένο στοίχημα.