Σχόλια: Δεν χρειάζονται και πολλά για να προκαταληφθεί θετικά κάποιος με τη συγκεκριμένη ταινία πριν ακόμα αρχίζει να παίζει. Hammer films, Peter Cushing, Joan Collins, Ralph Bates, Jimmy Sangster στην τρίτη του σκηνοθετική δουλειά για την Hammer και η υπόσχεση μυστηρίου και σασπένς αρκούν για να σχηματίσουν χαμόγελο στον κάθε fan της μέγιστης Βρετανικής εταιρίας, ακόμα κι αν η συγκεκριμένη ταινία προέρχεται από την περίοδο που τα Hammer studios είχαν αρχίζει να παρακμάζουν. Η ιστορία αρχίζει ατμοσφαιρικά με την όμορφη Peggy (Judy Geeson) να δέχεται επίθεση στο διαμέρισμα της στο Λονδίνο από έναν μυστηριώδη άνδρα με ξύλινο χέρι, αλλά κανείς από τους γύρω της δεν την πιστεύει λόγω του πρόσφατου νευρικού κλονισμού της. Μοναδικός που μοιάζει κάπως να την καταλαβαίνει είναι ο αγαπημένος της σύζυγος Robert (Ralph Bates) με τον οποίο ετοιμάζεται να αφήσει το άγχος της μεγάλης πόλης και να μετακομίσει στην επαρχία και συγκεκριμένα σε ένα σπιτάκι δίπλα στο τοπικό σχολείο αρρένων στο οποίο κλήθηκε να διδάξει ο Robert. Εκεί, ιδιοκτήτης, διευθυντής και γενικών καθηκόντων είναι ο μυστηριώδης Michael (Peter Cushing) που ζει με την εκρηκτική γυναίκα του Molly (Joan Collins) και που υποδέχονται το ζευγάρι με κάπως ιδιόρρυθμο τρόπο. Όμως τα προβλήματα της Peggy δεν λένε να τελειώσουν, καθώς μοιάζει ότι ο μυστηριώδης μονόχειρας την έχει ακολουθήσει από το Λονδίνο για να συνεχίσει να την τρομοκρατεί. Κακά τα ψέματα, όσο καλός σεναριογράφος και να ήταν ο Jimmy Sangster (HORROR OF DRACULA, THE CURSE OF FRANKENSTEIN) πίσω από τις κάμερες δεν τα πήγεκαι τόσο καλά στις μόλις 3 σκηνοθετικές του προσπάθειες. Όπως και στο THE HORROR OF FRANKENSTEIN που προσωπικά μου άρεσε πολύ, έτσι κι εδώ και ίσως σε μεγαλύτερο βαθμό αδυνατεί να κρατήσει έναν ικανοποιητικό ρυθμό και κάνει το όλο θέαμα να μοιάζει αργόσυρτο και αταίριαστα καλλιτεχνικό. Πάντως σε κάποια σημεία η ατμόσφαιρα είναι πολύ καλή, ενώ το σκηνικό του εγκαταλελειμμένου σχολικού κτιρίου και των άδειων αιθουσών φέρνει μια ακαθόριστη ανατριχίλα και αίσθηση απειλής, κι αυτό πρέπει να το πιστωθεί ο Sangster που παρόλο τον φανερά χαμηλό προϋπολογισμό και τους μόλις 4 πρωταγωνιστές το παλεύει όσο μπορεί. Στο πρώτο μέρος της ταινίας γίνονται οι εισαγωγές στους χαρακτήρες και στο πλαίσιο που εξελίσσεται η δράση, τα πράγματα κινούνται με ιδιαίτερα αργούς ρυθμούς, οι οποίοι δυστυχώς ποτέ δεν παίρνουν τα πάνω τους στο βαθμό που θα περίμενε κανείς. Οι χαρακτήρες πάντως είναι αρκετά σκοτεινοί και μυστηριώδεις, αλλά αν δεν υπήρχαν οι συγκεκριμένοι τρεις ηθοποιάρες να τους υποδύονται, θα τολμούσα να μιλήσω για μια τελείως «κοιμισμένη» ταινία που παρά την φανερή προσπάθεια του Jimmy Sangster να δημιουργήσει κλίμα μυστηρίου δεν καταφέρνει να απογειωθεί σχεδόν σε καμία της στιγμή. Μεγάλη ευθύνη για αυτό πάντως έχει και το ίδιο το σενάριο, που γενικά είναι χωρίς φαντασία, τετριμμένο και με ελάχιστες εκρήξεις. Οι εκπλήξεις στην ταινία έρχονται από εκεί που δεν το περιμένει κανείς. Μια από αυτές είναι η ερμηνεία της λιγότερο γνωστής από τους τρεις άλλους συμπρωταγωνιστές της, Judy Geeson, που τα δίνει όλα στο ρόλο της προβληματικής συζύγου και από ένα σημείο και μετά, βάζει τα γυαλιά στον πολύ γνωστότερο Ralph Bates που αν και αρκετά καλός, απέχει πολύ από τον Ralph Bates που απολαύσαμε στο THE HORROR OF FRANKENSTEIN, ίσως και λόγω του μονοδιάστατου και προβλέψιμου χαρακτήρα τον οποίο υποδύεται. Για τους Peter Cushing και Joan Collins, τα πράγματα είναι όπως θα τα περίμενε κανείς. Ο μεν Cushing δεν έχει πολύ χρόνο στο πλάνο, αλλά όσο είναι εκεί κλέβει την παράσταση χωρίς κανένα πρόβλημα, ενώ η Joan Collins είναι εμφανισιακά εντυπωσιακή, μοιραία και κάκιστη σε ακόμα μια επανάληψη του ρόλου που της πηγαίνει γάντι και χαρακτήρισε το σύνολο της καριέρας της με αποκορύφωμα φυσικά εκείνου της Alexis στην τηλεοπτική σαπουνόπερα DYNASTY. Υπό νορμάλ συνθήκες, θα καταδίκαζα αυτομάτως το FEAR IN THE NIGHT ως μια από τις χειρότερες ταινίες στην δοξασμένη φιλμογραφία της Hammer Films, αλλά μόνο και μόνο για την ύπαρξη και τις ερμηνείες των Cushing, Collins και Geeson δεν μπορώ παρά να το συστήσω στους fans της θρυλικής Βρετανικής εταιρίας. Έτσι κι αλλιώς, μετά από τόσα πολλά διαχρονικά αριστουργήματα από τα τέλη της δεκαετίας του 50 και μετά, ο οποιοσδήποτε δικαιούται και κάποια μικρά στραβοπατήματα, έτσι δεν είναι; |