Τέσσερις ιστορίες φαντασίας, μυστηρίου, θρίλερ και τρόμου από τα στούντιο της Amicus.
Σχόλια:
Amicus Films & σπονδυλωτή ταινία. Δύο δηλώσεις που προδιαθέτουν πάντα θετικά τους fans του κλασικού horror και στη συντριπτική πλειοψηφία των περιπτώσεων η θρυλική Βρετανική εταιρία δεν τους απογοητεύει. Ούτε και στη συγκεκριμένη περίπτωση, φυσικά, και αν δεν φτάνει το cast για να πείσει για του λόγου το αληθές, νομίζω ότι το όνομα του Robert Bloch (PSYCHO) στο σενάριο εξαφανίζει οποιαδήποτε σύννεφα υπάρχουν στον ορίζοντα.
Τέσσερις πρωτοκλασάτες και ιδιαίτερα ατμοσφαιρικές ιστορίες, λοιπόν, έχει το μενού του THE HOUSE THAT DRIPPED BLOOD. Στην πρώτη ένας συγγραφέας (Denholm Elliott) έρχεται αντιμέτωπος με τον χαρακτήρα που ο ίδιος δημιούργησε, στην δεύτερη ένας ερημίτης (Peter Cushing) βρίσκει στο μουσείο τρόμου ενός μικρού χωριού την γυναίκα της ζωής του, στην τρίτη ένας πατέρας (Christopher Lee) προσλαμβάνει εσώκλειστη δασκάλα για την εκπαίδευση της ιδιόρρυθμης κορούλας του και στην τέταρτη και τελευταία ένας ηθοποιός ταινιών τρόμου (Jon Pertwee) και η σύντροφός του (Ingrid Pitt) ανακαλύπτουν ότι ο πολύς ρεαλισμός τελικά βλάπτει σοβαρά την υγεία!
Σε πλήρη αντίθεση με τον πιασάρικο και exploitative τίτλο που παραπέμπει σε λουτρό αίματος, βίας και gore, το THE HOUSE THAT DRIPPED BLOOD επικεντρώνεται στην αποτελεσματικότητα του σεναρίου, στη δημιουργία και διατήρηση της πυκνής και επιβλητικής γοτθικής ατμόσφαιρας αλλά και σε αρκετό χιούμορ. Στον δεύτερο τομέα, ο όχι ιδιαίτερα παραγωγικός σε ταινίες της Amicus, Peter Duffell, τα καταφέρνει τέλεια φτιάχνοντας ατμόσφαιρα που δεν έχει να ζηλέψει τίποτα από τις περισσότερες προγενέστερες και γνωστότερες σπονδυλωτές του Βρετανικού στούντιο ενώ και το χιούμορ είναι αρκετά επιτυχημένο και αρκετά… Βρετανικό!
Όσον αφορά το σενάριο, για άλλη μια φορά η τάση των σπονδυλωτών ταινιών να παρουσιάζουν ιστορίες κυμαινόμενης ποιότητας είναι παρούσα αλλά σε μικρότερο βαθμό, κατά την προσωπική άποψη του γράφοντα, απ’ ότι σε άλλες περιπτώσεις. Η ποιότητα και η πολυπλοκότητα των ιστοριών γενικά παραμένει σε σταθερά υψηλά επίπεδα με μικρές αποκλίσεις μεταξύ των τεσσάρων. Όλες έχουν το ενδιαφέρον τους, την ατμόσφιαρα τους και φυσικά την γοητεία τους.
Η πρώτη καταφέρνει ότι ακριβώς κατάφερε ο Stephen King με τον Gorge Romero στο THE DARK HALF αλλά σε ένα 20λεπτο αντί για 120 κουραστικά λεπτά της ταινίας του Romero, στην δεύτερη ιστορία η υπόθεση μπορεί να μην έχει ιδιαίτερη λογική και συνοχή, αλλά υπάρχει ένας κεφάτος Peter Cushing που ανεβάζει τα πράγματα παραπάνω απ’ ότι ενδεχομένως αξίζουν. Στην τρίτη και μάλλον καλύτερη απ’ όλες, έχουμε έναν ηγετικό Christopher Lee να συνδυάζει μια ερμηνεία σήμα- κατατεθέν με ένα αρκετά ενδιαφέρον σενάριο, ενώ η τελευταία εκτός από την παρουσία της καυτής Ingrid Pitt έχει να επιδείξει αρκετό μαύρο και πολύ έξυπνο χιούμορ.
Γενικά οι ιστορίες είναι γενικά πολύ καλές για ένα ευχάριστο απόγευμα προς βράδυ, παρόλο που 38 χρόνια μετά την κυκλοφορία τους μοιάζουν να μην κερδίζουν πολλούς πόντους από άποψη πρωτοτυπίας. Όμως ακόμα και έτσι καταφέρνουν να παραμένουν ενδιαφέρουσες και με αρκετό μυστήριο που ολοένα και μεγαλώνει από την τρομερή ατμόσφαιρα και μουσική και βέβαια από την παρουσία πληθώρας γνωστών ηθοποιών της εποχής. Υπάρχει βεβαίως και η επικαλυπτική ιστορία που σε γενικές γραμμές είναι μάλλον η πιο αδύναμη απ’ όλες, αλλά αυτό είναι σχεδόν κανόνας στις σπονδυλωτές ταινίες και δεν νομίζω να ενοχλήσει ιδιαίτερα κανέναν horror fan.
Στην τελική ανάλυση, πρόκειται για ακόμα μια από εκείνες τις πολύ μεγάλες ταινίες με τις οποίες εγώ και πολλοί συνομήλικοι μου μεγαλώσαμε όταν είμαστε παιδιά, ταινίες που μας έκαναν να αγαπήσουμε το σινεμά τρόμου όσο τίποτα άλλο. Και αναμφίβολα, το THE HOUSE THAT DRIPPED BLOOD τοποθετείται πολύ ψηλα στην μεγάλη λίστα σπονδυλωτών ταινιών της Amicus από τις αρχές της δεκαετίας του ’60 μέχρι τις αρχές της δεκαετίας του 80. Προσωπικά την κατατάσσω μεταξύ των 3- 4 αγαπημένων μου μαζί με τα THE VAULT OF HORROR, DR. TERROR’S HOUSE OF HORRORS και THE MONSTER CLUB, χωρίς φυσικά αυτό να σημαίνει ότι οι υπόλοιπες δε μου αρέσουν.
Όλες οι εκδόσεις είναι χωρίς περικοπές και με αναμορφική μεταφορά. Φτωχότερη είναι η Γερμανική ενώ οι υπόλοιπες είναι γενικά ισάξιες, με την Βρετανική να περιέχει επιπρόσθετα DTS και 5.1 ήχο.