Σχόλια: Είναι δυνατόν να πάρει κάποιος μια από τις κλασσικότερες ταινίες της παιδικής μας ηλικίας και να την κάνει τόσο αγνώριστη που τελικά να την καταστρέψει; Όπως αποδεικνύει στην πράξη ο Sylvio Tabet, χρειάζεται πολύ παραπάνω από ένα κλασσικό μυθιστόρημα όπως αυτό του Andre Norton πάνω στο οποίο βασίστηκε η πρώτη ταινία, και ένα εξαιρετικά επιτυχημένο πρώτο μέρος από τον Don Coscarelli για να καταφέρει ένα «στρωμένο» κατά τα’ άλλα sequel να λειτουργήσει σωστά. Από την άλλη, χρειάζεται και λίγη θετική προσπάθεια από τους συντελεστές για να το κάνουν να δουλέψει. Φαίνεται ότι αυτή τη φορά τόσο ο Sylvio Tabet όσο και οι υπόλοιποι ιθύνοντες του συγκεκριμένου κατασκευάσματος βρήκαν τσάμπα χρήμα και αποφάσισαν να το ξοδέψουν κάνοντας την πλάκα τους διασκεδάζοντας οι ίδιοι, απογοητεύοντας ταυτόχρονα τους πιστούς fans της πρώτης ταινίας, όπως εμένα. Δεν εξηγείται αλλιώς η απόφαση να τοποθετηθεί η δράση της ταινίας στο L.A. των τελών της δεκαετίας του ’80, με την εισαγωγή στοιχείων ταξιδιού στο χρόνο! Όσο για την υπόθεση; Μια από τα ίδια, με τον κακό (Wings Hauser) να προσεγγίζεται από τη μάγισσα της ιστορίας (Sarah Douglas), που του προσφέρει παγκόσμια κυριαρχία, αρκεί να φέρει στην κατοχή του έναν πυρηνικό πυροκροτητή από τον 20ο αιώνα (!!) που μπορεί να καταστρέψει ολοσχερώς τον πλανήτη. Το ταξίδι στον χρόνο γίνεται εφικτό μέσω μιας παράξενης συσκευής και ενός κλειδιού που έχει στην κατοχή του ο κακός, που εκτός από τις προαναφερόμενες ιδιότητες μπορεί να χρησιμοποιηθεί σαν φονικό όπλο εκτόξευσης ακτίνων. Μέσα σε όλα αυτά, υπάρχει και ο Άρχοντας των ζώων, που ενσαρκώνεται από έναν ψιλογερασμένο και φανερά έξω από τα νερά του Marc Singer, ο οποίος μη βρίσκοντας τίποτα ιδιαίτερο με το οποίο να μπορεί να ασχοληθεί προσπαθεί να σταματήσει τον κακό, που μάλιστα αποδεικνύεται ότι είναι αδελφός του. Η βοήθεια από το μέλλον έρχεται από την διαχρονικά αδικημένη αλλά αυτή τη φορά απλώς εκνευριστική Kari Wuhrer, η οποία μιλάει συνεχώς χρησιμοποιώντας μια άκρως επιτηδευμένη αργκό από τη δεκαετία του ’80. Φυσικά, όλα καταλήγουν σε μονομαχία ρουτίνας μεταξύ των δύο με φόντο το τσιμεντένιο L.A. των 80s. Δεν μπορεί κανείς να βρει και πολλά θετικά στοιχεία σ’ αυτόν τον αχταρμά, όσο και να προσπαθήσει και όσο φανατικός της πρώτης ταινίας και να υπήρξε. Εκεί που κάτι πάει να γίνει από πλευράς δράσης και ενδιαφέροντος, οι συντελεστές φροντίζουν να το καταστρέψουν γρήγορα- γρήγορα, μεταφέροντας τη δράση στο μέλλον, μεταλλάσσοντας μια κλασσική ιστορία Σπαθιού & Μαγείας σε κοινότοπη αστυνομική περιπέτεια για εύκολη κατανάλωση. Στοιχεία «τόσο κακού που είναι καλό» σίγουρα υπάρχουν, αλλά ακόμα κι αυτά μοιάζουν τόσο επιτηδευμένα και αναιμικά, που παρατήρησα τον εαυτό μου στην καλύτερη περίπτωση να σχηματίζει ένα αχνό χαμόγελο που όμως γρήγορα εξαφανίζεται κάτω από την πίεση της ανάγκης για χασμουρητά και τεντώματα! Ξεχάστε τον σατανικό Meax και τα τέρατά του, όπως και τις καίριες παρεμβάσεις των ζώων- φίλων του Singer που υπήρχαν άφθονα στην πρώτη ταινία. Εδώ ο Άρχοντας των ζώων είναι απλώς διακοσμητικός, με το κύριο ενδιαφέρον της ταινίας να εστιάζεται στα πλάνα του L.A. και στους ανόητους διαλόγους του Wings Hauser και της Sarah Douglas σχετικά με τη συνεργασία τους. Όσο για τους χαρακτήρες, είναι απλές καρικατούρες χωρίς κανένα ενδιαφέρον, παρόλο που έχουμε εμφανίσεις πολλών γνωστών b- ονομάτων όπως Robert Z'Dar και Michael Berryman. Πρώτος και καλύτερος ο κακός Arklon, που παρόλη την φιλότιμη προσπάθεια του γενικά αγαπημένου Wings Hauser να τον κάνει να μοιάζει μοχθηρός, παραμένει κλισαρισμένος και αναιμικός σε σύγκριση με τον Meax της πρωτότυπης ταινίας. Αρκεί μόνο να σας πω ότι ο ίδιος διαλέγει σαν πεδίο μάχης με τον Beastmaster τον τοπικό…ζωολογικό κήπο της πόλης!! Πώς μπορείς να κερδίσεις τον Άρχοντα των ζώων μέσα στο ίδιο το στοιχείο του; Πάντως η συγκεκριμένη σκηνή έχει να επιδείξει ίσως ό,τι καλύτερο στο BEASTMASTER 2, και είναι η στιγμή που οι δύο πολεμούν στην αρένα, ενώ τα ζώα του Ζωολογικού Κήπου έχουν πιάσει θέσεις στην κερκίδα απολαμβάνοντας το θέαμα! Μόνο και μόνο γι αυτή τη σκηνή αξίζει κανείς να αναζητήσει την ταινία, που πάντως παραμένει εξαιρετικά δυσεύρετη, και μάλλον όχι άδικα. Άλλες σκηνές που έχουν πλακίτσα περιλαμβάνουν κάποια έξυπνα σκηνικά με την νεαρή Kari Wuhrer και τον Marc Singer, αλλά όλα αυτά ξεχνιούνται πανεύκολα μετά το τέλος της προβολής, και κατά την ταπεινή μου γνώμη έτσι πρέπει! Προσωπικά προτιμώ να θεωρώ ότι το συγκεκριμένο sequel του κλασσικού THE BEASTMASTER δεν έγινε ποτέ και να αναγνωρίζω ως αληθινό sequel το φτιαγμένο για την TV τρίτο μέρος της σειράς, BEASTMASTER: THE EYE OF BRAXUS, που τουλάχιστον είναι μια ταινία Σπαθιού & Μαγείας, παρόλα τα (μεγάλα) προβλήματά της. Αν είστε συνειδητοποιημένοι σκουπιδόφιλοι και θέλετε να δείτε μια πραγματικά κακή ρετρό- ταινία που θα έπρεπε να είχε βγει στα μέσα της δεκαετίας του ’80, γεμάτη σεναριακές αφέλειες, κρύο χιούμορ και ελάχιστο ενδιαφέρον, τότε το BEASTMASTER 2 λογικά θα σας καλύψει. Προσοχή όμως, γιατί αν έχετε δει την πρώτη ταινία και περιμένετε κάτι αντίστοιχο, μάλλον τα πιθανότερα συναισθήματα που θα νιώσετε είναι απογοήτευση και οργή για τον τρόπο με τον οποίο οι συντελεστές κατάφεραν να αχρηστεύσουν τόσο την κληρονομιά τους όσο και μια ταινία που τουλάχιστον είχε τα φόντα να γίνει «τόσο κακή που είναι καλή». Αυτό που μένει τελικά είναι μια ταινία τόσο κακή που είναι απλώς φρικτή! |