THE VIRGIN OF NUREMBERG (1963) (Ιταλία) Πρωτότυπος τίτλος: La Vergine di Norimberga A.K.A.: Back to the Killer, Horror Castle, Terror Castle, The Castle of Terror
Μια νεαρή μετακομίζει στο κάστρο του νέου της συζύγου αγνοώντας ότι τόσο αυτός όσο και το κάστρο κρύβουν ένα θανάσιμο και παλιό μυστικό.
Σχόλια:
Από τις ταινίες που πριν την προβολή όλα τα στοιχεία της προδιαθέτουν θετικά το μέσο οπαδό του σινεμά τρόμου. Πρώτα απ’ όλα η περίοδος που γυρίστηκε, μια χρυσή κατά γενική ομολογία εποχή για τη σκηνή με τον Mario Bava και τους λοιπούς να έχουν πάρει την σκυτάλη από τον γοτθικό τρόμο της Hammer Films και της American International Pictures και να έχουν φτάσει ένα βήμα παραπάνω σε ρεαλισμό και ωμότητα. Δεύτερον οι συντελεστές με τον σκηνοθέτη Antonio Margheriti να βρίσκεται στα χνάρια του Bava με ταινίες όπως NIGHTMARE CASTLE και CASTLE OF BLOOD και τον Christopher Lee να είναι χωρίς αμφιβολία το πιο βαρβάτο όνομα της σκηνής εκείνη την εποχή.
Το αποτέλεσμα, αν και σήμερα μοιάζει ολίγον τι πιο γερασμένο από πολλές αντίστοιχες ταινίες του Roger Corman και τα BLACK SUNDAY και το έτερο έπος του Margheriti, CASTLE OF BLOOD, δεν προδίδει τις μεγάλες προσδοκίες και καταφέρνει να συνδυάσει με επιτυχία την γοτθική ατμόσφαιρα, τις σόκιν σκηνές βίας όσο και μια ενδιαφέρουσα πλοκή που βασίζεται στο βιβλίο του Frank Bogart και μεταφέρεται με ενδιαφέρον τρόπο από τον θρυλικό Ernesto Gastaldi και την παρέα του.
Η ιστορία ξεκινάει με έντονες θεματικές επιρροές από Edgar Alan Poe και το PIT AND THE PENDULUM, με την όμορφη Mary Hunter (Rossana Podesta) να είναι φρέσκια από τον γάμο της με τον κόμη Max Hunter (Georges Riviere) και έχει μόλις μετακομίσει στο μεσαιωνικό κάστρο του. Τα παράξενα συμβάντα δεν αργούν να κάνουν την εμφάνιση τους, με πρώτο την ανακάλυψη από την Mary ενός ακαθόριστου ταυτότητας γυναικείου πτώματος μέσα στην "Παρθένο της Νυρεμβέργης", μιας αρχαίας συσκευής βασανιστηρίων που βρισκόταν στον αναγκαίο θάλαμο βασανιστηρίων του κάστρου.
Βλέπετε, ο πρόγονος του καλού κόμη ήταν ο τρομερός Τιμωρός, αδίστακτος βασανιστής και δολοφόνος στα χρόνια της Ιεράς Εξέτασης, ο οποίος έχει αφήσει ανεξίτηλο το σημάδι του στον χώρο. Μάλιστα, πολλοί από το προσωπικό του κάστρου, συμπεριλαμβανομένου και του παραμορφωμένου αλλά πιστού Christopher Lee, πιστεύουν ότι ο Τιμωρός επέστρεψε για να εκδικηθεί αυτούς που τον αδίκησαν αιώνες στο παρελθόν.
Όπως είναι φυσικό, η ψυχική υγεία της Mary κλονίζεται άμεσα παρά τις διαβεβαιώσεις του συζύγου για τη μη ύπαρξη του Τιμωρού και για την εμπιστοσύνη του στο πρόσωπο του Lee, αλλά το ότι ο καλός κόμης κρύβει ένα σκοτεινό μυστικό είναι κάτι παραπάνω από φανερό.
Εντωμεταξύ η ιστορία μπλέκεται ακόμα περισσότερο όταν ξεκαθαρίζει ο ρόλος των υπολοίπων μελών του υπηρετικού προσωπικού εκτός του Lee και οι εμφανίσεις μιας κουκουλοφόρας φιγούρας που θυμίζει τον Τιμωρό εντείνονται. Οι υποψίες της Mary πέφτουν κατευθείαν στον σύζυγο, αλλά τα πράγματα δεν είναι τόσο απλά όσο φαίνονται, καθώς η αμαρτωλή οικογενειακή ιστορία του κάστρου γίνεται ακόμα πιο σκοτεινή κατά τη διάρκεια του 20ου αιώνα.
Πυκνή ατμόσφαιρα, κλειστοφοβικά πλάνα του κάστρου στο πνεύμα τόσο της Hammer Films όσο και του Roger Corman και του Mario Bava, αρκετές σκηνές μυστηρίου και αγωνίας σε συνδυασμό με τρομερά για την εποχή ειδικά εφέ που χρησιμοποιούνται σε στρατηγικά χρονικά σημεία, κάνουν το THE VIRGIN OF NUREMBERG μια από τις πιο αξιομνημόνευτες στιγμές της μεγάλης καριέρας του Antonio Margheriti. Η ιστορία παρακολουθείται με ιδιαίτερο ενδιαφέρον από τη στιγμή που κανείς είναι διατεθειμένος να ξεπεράσει τα προβλήματα ντουμπλαρίσματος και "ξύλινων" ερμηνειών και ιδίως όταν εμφανίζεται στο πλάνο ο Christopher Lee, αγέρωχος και επιβλητικός όπως πάντα παρόλο το μακιγιάζ προσώπου.
Ο Lee δυστυχώς δεν είναι ο κύριος πρωταγωνιστής, αν και έχει αρκετό χρόνο σε πρώτο πλάνο. Αυτόν τον τίτλο παίρνει δικαιωματικά η Rossana Podesta, ο χαρακτήρας της οποίας όμως, έχει σίγουρα πολύ λιγότερο ενδιαφέρον τόσο από αυτόν του Lee όσο και του Georges Riviere. Από εκεί και πέρα, τα ηνία του ενδιαφέροντος παίρνουν η εξελισσόμενη πλοκή και η πανταχού παρούσα ατμόσφαιρα, ενώ στο φινάλε τα πράγματα παίρνουν μια περίεργη όσο και άκρως επιτυχημένη τροπή που δένει τέλεια με την αίσθηση αβεβαιότητας και μυστηρίου που πλανάται από την αρχή της προβολής.
Αξίζει εδώ να αναφέρουμε για άλλη μια φορά τις δύο πολύ σόκιν για τα δεδομένα της εποχής σκηνές βίας που ακόμα και σήμερα προκαλούν ανατριχίλες ιδίως στους λιγότερο εξοικειωμένους με το gore φίλους του σινεμά τρόμου. Όμως, όπως πάντα σε ταινίες τρόμου της εποχής, το κύριο ενδιαφέρον δεν είναι οι σπλατεριές αλλά όλο το υπόλοιπο, το οποίο ο έμπειρος Margheriti παρουσιάζει όσο καλύτερα μπορεί δεδομένων των περιορισμών σε budget.
Με λίγα λόγια, μια ακόμα κλασική Ιταλική ταινία τρόμου από τη χρυσή εποχή της μετάβασης που δύσκολα θα αφήσει παραπονεμένους τους fans του κλασικού γοτθικού τρόμου της Hammer Films, του Roger Corman, του Mario Bava και φυσικά του τεράστιου Christopher Lee.
Και οι τρεις εκδόσεις είναι χωρίς περικοπές και με αναμορφική μεταφορά. Η Αμερικάνικη περιέχει μόνο το ντουμπλαρισμένο στα Αγγλικά κανάλι ήχου, ενώ οι άλλες δύο περιέχουν το πρωτότυπο Ιταλικό αλλά όχι το Αγγλικό.