Ένας πλούσιος βιομήχανος φέρνει στην πόλη ένα σπάνιο είδος δηλητηριώδους φιδιού με το οποίο είχε ανοιχτούς λογαριασμούς από μια παρελθοντική συνάντηση τους στη ζούγκλα. Όμως τα μέλη της τοπικής αίρεσης θέλουν το φίδι εξίσου.
Σχόλια:
Για να είμαι από την αρχή τίμιος και ξεκάθαρος με αυτούς που πιθανόν να διαβάσουν το συγκεκριμένο σχόλιο, πρέπει να πω ότι η προδιάθεση ήταν η καλύτερη δυνατή λόγω των ονομάτων του Oliver Reed κατά κύριο λόγο και του Peter Fonda κατά δεύτερο. Ξέρω πως η συγκεκριμένη ταινιούλα δεν έχει πολλούς φίλους ανά τον κόσμο και από πολλούς θεωρείται η χειρότερη του πρωταγωνιστικού ζευγαριού, όμως εγώ την είδα πρώτη φορά περίπου την εποχή που κυκλοφόρησε οπότε η συναισθηματική αξία την ανεβάζει πολύ περισσότερο από αυτό που μάλλον είναι.
Και από τη μία πλευρά θα μπορούσε να αναρωτηθεί κανείς πώς γίνεται να αποτυγχάνει στο μεγαλύτερο μέρος της μια ταινία με αυτό το πρωταγωνιστικό δίδυμο, από την άλλη μπορεί κανείς να σκεφτεί ότι μιλάμε για άλλη μια ταινία με γιγάντιο φίδι, είδος το οποίο διαχρονικά δεν τα πάει και τόσο καλά από πλευράς θεάματος. Κι όμως, δεδομένων των περιορισμών του SPASMS σε προϋπολογισμό, φαντασία στο σενάριο και ειδικά εφέ, βάζει με ευκολία τα γυαλιά σε όλες τις μοντέρνες εμετικές παραγωγές τύπου ANACONDA και τα συναφή, που έχουν πολλά ψηφιακά εφέ αλλά μηδέν ουσία.
Πρόκειται για την τυπική ιστορία κατά την οποία ένας πάμπλουτος βιομήχανος (Oliver Reed) με χόμπι το κυνήγι φέρνει από τα βάθη της ζούγκλας ένα γιγάντιο δηλητηριώδες φίδι το οποίο λατρεύεται σαν θεότητα τόσο από τον τοπικό πληθυσμό όσο και από δυτικούς μέλη μυστήριων αιρέσεων. Φυσικά το φίδι ελευθερώνεται και αρχίζει να σπέρνει τον τρόμο και τον πανικό στην πόλη, και στο προσκήνιο καλείται ένας καθηγητής (Peter Fonda) που τελικά προσπαθεί να εξοντώσει το φίδι μαζί με την αναγκαία θηλυκή βοήθεια. Για το κάνει αυτό όμως πρέπει πρώτα να το πιάσει, κάτι που φιλοδοξεί να κάνει μέσω του βιομηχάνου που έχει συνάψει μια σχεδόν τηλεπαθητική σχέση με το φίδι όταν αυτό του είχε επιτεθεί κάποτε κατά τη διάρκεια κυνηγιού στη ζούγκλα.
Δεν χρειάζεται κανείς να ξεχωρίζει για τις μαντικές του ικανότητες για να καταλάβει πώς κινούνται τα πράγματα από εκεί και πέρα. Το θέαμα ξεκινάει με τις απαραίτητους εξωτικούς χορούς και τελετές στην ζούγκλα που δίνουν μια κάποια ατμόσφαιρα και στη συνέχεια η δράση μεταφέρεται γρήγορα στην πόλη. Όσο γίνονται αυτά, έχουμε αρκετές τυχαίες επιθέσεις του φιδιού σε ανυποψίαστα θύματα, οι οποίες στηρίζονται από αρκετά καλά ειδικά εφέ gore. Όμως, το φίδι καθαυτό παραμένει αόρατο τον περισσότερο χρόνο μιας και ο σκηνοθέτης προτιμάει να αποδώσει τις επιθέσεις του υιοθετώντας τα μάτια του σαν την καλύτερη οπτική γωνία.
Έτσι, έχουμε αρκετές ατμοσφαιρικές μεν αλλά γενικά αδιάφορες σκηνές επιθέσεων που από ένα σημείο και μετά γίνονται κουραστικά επαναλαμβανόμενες, ενώ από εδώ κι από εκεί έχουμε και την προστιθέμενη αξία όταν βρίσκονται οι δύο πρωταγωνιστές σε πρώτο πλάνο. Ιδίως ο Oliver Reed ως συνήθως παίρνει στα σοβαρά τον ρόλο του και προσπαθεί και τα δίνει όλα, παρόλο που σε ορισμένες στιγμές υπερβάλλει ξεκάθαρα. Σε κάθε περίπτωση, τις λίγες στιγμές που βρίσκεται σε πρώτο πλάνο ανεβάζει το θέαμα κατά πολύ.
Ο Peter Fonda από την άλλη μοιάζει σαν να κάνει συντήρηση δυνάμεων και μοιάζει να αντιλαμβάνεται καλύτερα τα προβλήματα της παραγωγής. Μοιραία, η ερμηνεία του δεν έχει να επιδείξει κάτι το ιδιαίτερο και περνάει επιδερμικά, όπως ακριβώς και ο αυστηρά κλισαρισμένος χαρακτήρας τον οποίο υποδύεται. Χαρακτηρισμός ο οποίος θα μπορούσε κάλλιστα να αποδοθεί στο σύνολο της παραγωγής, παρόλο που το χωρίς φαντασία σενάριο στηρίζεται πάνω στο βιβλίο ‘Death Bite’ των Michael Maryk και Brent Monahan το οποίο είμαι βέβαιος ότι δεν είναι τόσο ‘πεζό’ παρόλο που δεν το έχω διαβάσει.
Από εκεί και πέρα όλα τα λεφτά είναι στο φινάλε και στις μονομαχίες φιδιού- Oliver Reed και φιδιού- Peter Fonda, όπου βλέπουμε και το τρομερό ερπετό στην ολότητα του. Δε νομίζω ότι το συγκεκριμένο τέρας θα έκανε ιδιαίτερα υπερήφανους τους καλλιτέχνες ειδικών εφέ- δημιουργούς του, αλλά όπως προανέφερα κερδίζει με κάτω τα χέρια τα περισσότερα CGI- φίδια που έχουμε βαρεθεί να βλέπουμε σε αστείες παραγωγές της εποχής μας. Μάλιστα, αν θεωρήσει κανείς δεδομένο το γεγονός ότι τα χρήματα της παραγωγής τελείωσαν κατά τη διάρκεια γυρισμάτων του φινάλε, τότε μάλλον πρέπει να το χαρακτηρίσει ως γενικά επιτυχημένο, τηρουμένων των αναλογιών.
Επιτυχημένο σίγουρα δεν μπορεί να χαρακτηριστεί το SPASMS στο σύνολό του, αλλά προσωπικά δεν θα έφτανα και στα άκρα αποκηρύσσοντας το εξ ολοκλήρου. Σίγουρα έχει πολλά προβλήματα αλλά εξίσου σίγουρα έχει και αρκετές διασκεδαστικές και ατμοσφαιρικές στιγμές που θα εκτιμήσουν οι fans του σινεμά τρόμου. Λίγο το πρωταγωνιστικό δίδυμο, λίγο η μουσική των Tangerine Dream, λίγο το αρκετό αίμα που φρόντισε να τοποθετήσει στρατηγικά η ομάδα παραγωγής και λίγο η «τόσο κακό που είναι καλό» αισθητική που από ένα σημείο και μετά κυριαρχεί και δύσκολα χάνουν οι δηλωμένοι b-μουβάδες. Αρκεί να υπάρχει καλή διάθεση και τάση προς συγχώρεση των κακοτοπιών, που κακά τα ψέματα, είναι πάρα πολλές.