Μια ομάδα ανθρώπων καταλήγουν σε απομακρυσμένο σπίτι μέσα στο δάσος στο οποίο κατοικεί ένας πρώην ιερέας που έχει κρυμμένο ένα θανάσιμο μυστικό.
Σχόλια:
Μια εντελώς ξεχασμένη ταινία του Peter Cushing που μπορεί να μην κατατάσσεται στο top-10 της φιλμογραφίας του αλλά σίγουρα δεν αποτελεί αμελητέα ποσότητα και δείχνει ότι ίσως άξιζε καλύτερης μεταχείρισης απ’ την ανυπαρξία στην οποία βρίσκεται σήμερα με μηδενικές σοβαρές εκδόσεις σε DVD. Κατ’ αρχάς τα ονόματα στα credits υπό νορμάλ συνθήκες φτάνουν τουλάχιστον για να τονώσουν το ενδιαφέρον. Στη σκηνοθεσία ο βετεράνος του Βρετανικού τρόμου Freddie Francis σε σενάριο του εξίσου θρυλικού Anthony Hinds με τον Cushing σε πρωταγωνιστικό ρόλο. Όλα είναι σωστά, αλλά τελικά το THE GHOUL δεν καταφέρνει να κάνει το μπαμ που ίσως θα μπορούσε.
Ο Cushing υποδύεται έναν πρώην ιερέα που μένει σε απομονωμένο σπίτι στο δάσος παρέα με τον βοηθό του (John Hurt) και μια μυστηριώδη Ινδή, αλλά στην σοφίτα του σπιτιού του κρύβεται ένα τρομακτικό μυστικό. Όταν αρχίζουν οι ξαφνικές επισκέψεις στο σπίτι και οι επισκέπτες αρχίζουν να ανακαλύπτονται ο ένας μετά τον άλλο νεκροί, ο Cushing αναγκάζεται να αποκαλύψει ότι στη σοφίτα βρίσκεται ο σε κτηνώδη κατάσταση γιος του ο οποίος απέκτησε κανιβαλικές ορέξεις όσο ο πατέρας βρισκόταν στις Ινδίες κάνοντας το έργο του Θεού. Έτσι, κάθε επισκέπτης είναι πιθανή πηγή φαγητού το οποίο φροντίζουν να του πηγαίνουν οι Hurt και η μυστηριώδης Ινδή.
Η ταινία γυρίστηκε την περίοδο της παρακμής του Βρετανικού κύματος γοτθικού τρόμου όπου η τάση για χωρίς φραγμούς exploitation και ρεαλιστικό και σκληρό σινεμά τρόμου ήταν ο κανόνας και έτσι η ενδιαφέρουσα προσπάθεια του Freddie Francis δίνει μια παρωχημένη αίσθηση και δεν γίνεται πιστευτή παρά μόνο κατά διαστήματα. Κατ’ αρχάς το σενάριο του Anthony Hinds είναι σαν να γραφόταν τη στιγμή των γυρισμάτων, με αστείες παραδοχές και τρύπες κάθε είδους, ενώ η έλλειψη προϋπολογισμού φαίνεται και με το παραπάνω με τα συνεχόμενα εσωτερικά πλάνα και τα ξεπερασμένα ακόμα και για την εποχή ειδικά εφέ.
Έτσι η παραγωγή του μικρού στούντιο της Tyburn Productions, που είχε πλασαριστεί εκείνη την εποχή σαν ο διάδοχος της Hammer και της Amicus, παραμένει μια ταινία περιορισμένου ενδιαφέροντος που απευθύνεται κυρίως στους φανατικούς της σκηνής και στους fans του Peter Cushing.
Κύριος πόλος έλξης σ’ αυτή την προσπάθεια είναι προβλέψιμα ο τελευταίος, ο οποίος δίνει μια ερμηνεία από τα βάθη της καρδιάς του, με τη γυναίκα του να έχει πεθάνει λίγο πριν την έναρξη των γυρισμάτων του THE GHOUL. Η ερμηνεία του είναι 100% αληθινή κάτι που φαίνεται σε μια σκηνή όπου ο χαρακτήρας του κοιτάει μια φωτογραφία της νεκρής του γυναίκας η οποία είναι η αληθινή γυναίκα του, όπως και τα δάκρυα του. Φυσιολογικά παίζει γεμάτος αγνό συναίσθημα έναν κατά τα’ άλλα γνώριμο χαρακτήρα σε ακόμα πιο γνώριμο περιβάλλον και δράση.
Διότι το THE GHOUL έχει όλα εκείνα τα κλισέ και στερεότυπα που συναντούσε κανείς στις μεγάλες δόξες της Αγγλικής βιομηχανίας τρόμου τη δεκαετία του ’60 και τις αρχές της δεκαετίας του ’70, αλλά εδώ μοιάζουν ξεπερασμένα και χωρίς εκπλήξεις. Έχοντας πει αυτά, θέλω να τονίσω ότι παρόλο που είχα προβλέψει ότι η υπόθεση θα ήταν κάτι σαν το THE OBLONG BOX αρκετά γρήγορα, ευχαριστήθηκα αρκετά την ταινία, κυρίως λόγω του Cushing και κάποιων από τις μικρές αναλαμπές της. Υπάρχει κατά διαστήματα το σχετικό σασπένς και αγωνία για τη λύση του μυστηρίου, όπως και ολίγο από (κακοφτιαγμένο) gore, αλλά σε γενικές γραμμές οι εκπλήξεις είναι ελάχιστες ως ανύπαρκτες σε μια ταινία που γυρίστηκε σύμφωνα με τα εγχειρίδια της δεκαετίας του ‘60.
Γενικά, πάντως, πρόκειται για μια αρκετά ευχάριστη ταινία, που λόγω της ερμηνείας του Peter Cushing γίνεται αναγκαία προσθήκη για τις συλλογές των οπαδών του, που τουλάχιστον θα έχουν την ευκαιρία να τον δουν σε μια από εκείνες τις πέρα για πέρα αληθινές ερμηνείες που τον καθιέρωσαν ακόμα περισσότερο στο παγκόσμιο κινηματογραφικό στερέωμα, ακόμα και την εποχή που οι πιο πολλοί φίλοι της σκηνής απομακρύνονταν όλο και περισσότερο από το κλασικό Βρετανικό σινεμά τρόμου.