Ένας μπάτσος πρέπει να ανακαλύψει έναν παρανοϊκό επιστήμονα που απειλεί να καταστρέψει το Σαν Φρανσίσκο με τη χρήση μιας θανατηφόρας ακτίνας αν δεν πληρωθεί 5 εκ. δολάρια.
Σχόλια:
Ο Enzo G. Castellari έγινε γνωστός κυρίως λόγω των spaghetti γουέστερν που έκανε όταν το είδος βρισκόταν ακόμα στα χάι του. Στην μακρόχρονη καριέρα του ασχολήθηκε με τα περισσότερα είδη του Ιταλικού εμπορικού σινεμά και κυρίως ταινίες δράσης στις οποίες ειδικεύτηκε. Εκεί κατατάσσονται και οι post apocalyptic περιπέτειες του όπως το θρυλικό BRONX WARRIORS και τα ξαδελφάκια του και οι πολλές πολεμικές ταινίες, οι περισσότερες από τις οποίες είχαν έντονο το Ιταλικό στοιχείο που τις ξεχώριζε από τις αντίστοιχες Αμερικάνικες.
Στην περίπτωση του LIGHT BLAST ο μαέστρος της Ιταλικής δράσης αποφασίζει να «αμερικανοποιηθεί» εξ ολοκλήρου και να κινηθεί στα στενά κλισαρισμένα πλαίσια που δίδαξαν ταινίες όπως τα LETHAL WEAPON και DIE HARD την αθάνατη δεκαετία του 80. Το LIGHT BLAST παρόλο που ο τίτλος παραπέμπει σε άλλη μια μετά- αποκαλυπτική περιπέτεια, είναι ένα τυπικό αστυνομικό θριλεράκι της εποχής που απευθύνεται αποκλειστικά στους fans του είδους και που είναι όσο προβλέψιμο όσο θα μπορούσε από πλευράς υπόθεσης και εξέλιξης της.
Έχουμε τον αναγκαίο επικίνδυνο τρομοκράτη που έχει στην κατοχή του μια καταστροφική ακτίνα που μπορεί να ισοπεδώσει την πόλη την οποία και δοκιμάζει για να δείξει ότι θα πιάσουν τόπο τα 5 εκατομμύρια δολάρια που ζητάει από την κυβέρνηση. Στην υπόθεση έρχεται ο σκληροτράχηλος μπάτσος Ronn Warren (Erik Estrada), φρέσκος από την αιματηρό χειρισμό μιας υπόθεσης ομηρίας στο γειτονικό κτίριο. Ο Warren είναι παρών στην επίδειξη του θανατηφόρου όπλου και φυσιολογικά γίνεται επικεφαλής της έρευνας που θα αποκαλύψει και κίνητρα εκδίκησης από τον τρομοκράτη. Στην πορεία εκδίκηση θέλει να πάρει και ο Warren αφού διάφορα αγαπημένα του πρόσωπα έπεσαν θύματα του τρομοκράτη κατά τη διάρκεια όλων αυτών, κλπ κλπ .
Δεν υπάρχουν εκπλήξεις στο LIGHT BLAST, που τα κύρια προσόντα του είναι οι αρκετές καλές σκηνές δράσης, που περιλαμβάνουν κυνηγητά με αυτοκίνητα, μπαμ- μπουμ και εκρήξεις αλλά ίσως σε πιο συγκρατημένο βαθμό απ’ ότι θα ήθελαν οι fans του Castellari. Επίσης έχουμε και κάποιες σκηνές gore που είναι φανερός φόρος τιμής στο RAIDERS OF THE LOST ARK, που είναι και ό,τι καλύτερο έχει να επιδείξει η ταινία στον συγκεκριμένο τομέα.
Τον περισσότερο, όμως, χρόνο έχουμε την ρουτινιάρικη διερεύνηση της υπόθεσης που δεν έχει κανένα απολύτως ενδιαφέρον αφού η ταυτότητα και τα κίνητρα του δράστη είναι φανερά δευτερεύοντα μπροστά στο πιστολίδι και τα κυνηγητά. Όλα αυτά με μπόνους την πλήρη απαρίθμηση όλων ανεξαιρέτως των κλισέ που συναντάμε στα αστυνομικά θρίλερ.
Το κύριο στοιχείο που κάνει αυτά τα σημεία υποφερτά είναι η φιλότιμη προσπάθεια του Erik Estrada, ηθοποιού που είχε τα 15 λεπτά δόξας του πάλι στο ρόλο του μπάτσου στην Αμερικάνικη τηλεοπτική σειρά των 80’s CHIPS, που κάνει ό,τι μπορεί για να τραβήξει πάνω του τα βλέμματα αφού είναι σε πρώτο πλάνο το 95% του χρόνου προβολής. Αλλά ο Estrada δεν είναι ούτε Fabio Testi, ούτε Franco Nero και σίγουρα ούτε Mel Gibson, οπότε μοιραία η ταινία γίνεται αρκετά βαρετή και προβλέψιμη σχεδόν όποτε δεν υπάρχουν σκηνές δράσης.
Έχοντας πει αυτά, πρέπει επίσης να τονίσω ότι όλα συγχωρούνται με την εντυπωσιακή τελική καταδίωξη με τον ηρωικό Estrada να έχει πάρει την κατάσταση στα χέρια του και με ένα αγωνιστικό αυτοκίνητο της εποχής να κάνει όργια στους δρόμους του Σαν Φρανσίσκο όπου γυρίστηκε η ταινία. Όλα καταλήγουν προβλέψιμα σε ένα μεγάλο μπαμ, αλλά όσο διαρκεί το κυνηγητό είναι απολαυστικό και γίνεται ακόμα περισσότερο με την εκπληκτική μουσική των Guido και Maurizio De Angelis που είναι από τις καλύτερες τους στις πολλές συνεργασίες που έχουν με τον Castellari. Η μουσική είναι πανταχού παρούσα και ταιριάζει απόλυτα στο πνεύμα τόσο της ταινίας όσο και της εποχής, ενώ υπάρχουν και σκηνές ανταλλαγής πυρών που είναι Castellari στα καλύτερα του, αλλά που δυστυχώς δεν είναι πολλές.
Οι fans του σκηνοθέτη και του Erik Estrada λογικά θα το θεωρούν αναγκαία προσθήκη, αλλά τελικά δεν μένει τίποτα ιδιαίτερα καλό και τίποτα ιδιαίτερα κακό σε ένα τυπικό Ιταλικό αστυνομικό μπαμ- μπουμ των 80’s που όμως το όνομα του Enzo G. Castellari και η φοβερή μουσική δεν αρκούν για να το ξεχωρίσουν από το σωρό.