Οι συγγενείς μιας πρόσφατα αποθανούσας συγκεντρώνονται στο απομονωμένο σπίτι της για της ανάγνωση της διαθήκης αλλά εκεί θα βρεθούν αντιμέτωποι με τελετές βουντού και μαγεία.
Σχόλια:
Εδώ έχουμε μια από τις όχι και τόσο ιστορικές στιγμές του b-σινεμά τρόμου των 70’s με ένα στοιχείο που την ψιλοξεχωρίζει από τις πολλές άλλες τις περιόδου. Πρόκειται για μια προσπάθεια του αποκαλούμενου black horror, με κυρίως έγχρωμους ηθοποιούς και αισθητική που μπορεί να κατηγοριοποιηθεί κάτω από την ταμπέλα του Blaxploitation. Είναι μια ταινία πολύ χαμηλού προϋπολογισμού που ασχολείται με το πάντα δύσκολο θέμα του Βουντού.
Η ιστορία ξεκινάει με την υπερήλικη γιαγιά Pauline Christophe (Mary J. Todd McKenzie) στο νεκροκρέβατο της να εκφράζει την τελευταία της επιθυμία στο πιστό ζευγάρι οικονόμων της, Thomas (Jean Durand) και Louette (Ella Woods), που είναι να επικοινωνήσουν με τους τελευταίους της συγγενείς ώστε να έρθουν στο Σπίτι στο Βουνό του Κρανίου για την ανάγνωση της διαθήκης. Αυτό το ενδεχόμενο δεν αντιμετωπίζεται πολύ καλά από το ζευγάρι οικονόμων που γνωρίζουν το αμαρτωλό παρελθόν της οικογένειας και δεν θέλουν ένα τσούρμο από ξένους να τους χαλάσουν την ησυχία.
Όμως οι συγγενείς καταφθάνουν, τέσσερις τον αριθμό, ο καθένας για τους δικούς του λόγους. Πρώτα η πανέμορφη Lorena Christophe (Janee Michelle) που φτάνει κατά τη διάρκεια της κηδείας της προγιαγιάς της, μετά ο νεαρός και αθυρόστομος Phillippe (Mike Evans) που βλέπει με καλό μάτι το ενδεχόμενο να τσεπώσει από την κληρονομιά της γριάς, τρίτη η συνεσταλμένη Harriet (Xernona Clayton) και τελευταίος ο (λευκός) Δρ. Andrew Cunningham (Victor French) ο οποίος μεγάλωσε σε ορφανοτροφείο και χωρίς οικογένεια που ενθουσιάστηκε από το ενδεχόμενο να μάθει στοιχεία για τους συγγενείς του. Η ομάδα των συγγενών βολεύονται στο ανατριχιαστικό και απομονωμένο σπίτι μέχρι που αρχίζουν τα παράξενα συμβάντα που οδηγούν στο θάνατο του ένα μετά του άλλου από τους συγγενείς.
Ο Δρ. Cunningham και η όμορφη Lorena αντιμετωπίζουν με ψυχραιμία τους θανάτους των άλλων δύο φαινομενικά από ατύχημα, όπως και ο τοπικός σερίφης, αλλά γρήγορα θα ανακαλύψουν ότι την ευθύνη φέρει ο πιστός οικονόμος Thomas που τυχαίνει να είναι πανίσχυρος ιερέας βουντού και έχει στρέψει την τέχνη του εναντίον τους.
Σε γενικές γραμμές το θέαμα δεν απογειώνεται ποτέ παραπάνω από το γνώριμο b-επίπεδο αντίστοιχων παραγωγών της εποχής, με την προστιθέμενη αξία να έρχεται από τις «μαύρες» αναφορές και από ορισμένους απολαυστικούς διαλόγους μεταξύ του λευκού Victor French και του streetwise Mike Evans που δεν μπορεί να δεχτεί ότι ένας λευκός είναι συγγενής του. Ο Evans προσφέρει και τον κωμικό τόνο της ταινίας, αλλά γενικά η αίσθηση που μένει είναι ότι μάλλον ο σκηνοθέτης, Ron Honthaner, προσέγγισε το θέμα του με περισσότερη σοβαρότητα απ’ ότι έπρεπε με αποτέλεσμα η ταινία να παραμένει σε ένα σταθερό αλλά ουδέτερο επίπεδο ύφους.
Κακά τα ψέματα, είναι πολύ λίγες οι ταινίες με θέμα το βουντού που έχω δει μέχρι τώρα που πραγματικά αξίζουν τον κόπο και το THE HOUSE ON SKULL MOUNTAIN δεν αποτελεί εξαίρεση. Αν και υπάρχει το σχετικό μυστήριο και ατμόσφαιρα, το ενδιαφέρον της ιστορίας είναι γενικά οριακό και αυτή η τάση προς τη σοβαροφάνεια δεν βοηθάει και πολύ το τελικό θέαμα, που σίγουρα θα ήταν πολύ πιο ντελιριακό και αστείο αν είχε προσεγγιστεί με τη λογική του «τόσο κακού που είναι καλό».
Τόσο κακή σίγουρα δεν είναι η ταινία, αλλά ούτε και καταφέρνει ποτέ να γίνει πραγματικά καλή. Το φινάλε με τις χορογραφίες βουντού, την ανάσταση της γριάς Pauline Christophe και την παράξενη tribal μουσική είναι σίγουρα το σημείο αναφοράς της ταινίας. Το ίδιο και η ερμηνεία κυρίως του Jean Durand στο ρόλο του πωρωμένου ιερέα βουντού, χωρίς πάντως αυτό να σημαίνει ότι οι υπόλοιποι υστερούν. Όλες οι ερμηνείες είναι μια χαρά δεδομένων των περιορισμών της ταινίας σε budget και γενικά οι περισσότεροι τα δίνουν όλα, συμπεριλαμβανομένου και του μουστακαλή Victor French που πάντως έχει λιγότερο ενδιαφέρον από τον χαρακτήρα του Jean Durand.
Κάποια cheezy σκηνικά δεν αποφεύγονται και προσθέτουν μικρές πινελιές ανεπιτήδευτου χιούμορ, αλλά γενικά το θέαμα κινείται στα επίπεδα του συγκρατημένου και ακίνδυνου απογευματινού μυστηρίου και τρόμου χωρίς μεγαλύτερες αξιώσεις. Ο ρυθμός είναι γενικά καλός και γρήγορος αλλά τα περιορισμένου ενδιαφέροντος δρώμενα δεν αφήνουν την ταινία να ανέβει περισσότερο από αυτό, παρ’ όλες τις φιλότιμες προσπάθειες της εκθαμβωτικής Janee Michelle που τα δίνει όλα, αν και δεν μας κάνει τη χάρη να βγάλει τα ρούχα της σε καμία στιγμή!