Ένας σεξπηρικός ηθοποιός εκδικείται μετά θάνατο τους κριτικούς που δεν αναγνώρισαν το έργο του στο θέατρο.
Σχόλια:
Τι να πει κανείς για τον αδιαφιλονίκητο βασιλιά του τρόμου, ιδίως όταν πρόκειται να σχολιάσει μια από τις μεγαλύτερες στιγμές του; Η απάντηση είναι λίγα πράγματα περισσότερα από αυτά που έχουν ήδη ειπωθεί κατά καιρούς. Το THEATRE OF BLOOD είναι από εκείνες τις περιπτώσεις ταινιών που πρέπει κανείς να ψάξει πολύ αν θέλει να βρει αρνητικά στοιχεία, γιατί απλούστατα δεν υπάρχουν.
Πρόκειται για μια ταινία που συνοψίζει άριστα την συσσωρευμένη ικανότητα της Βρετανικής σκηνής τρόμου να συνδυάζει υπόθεση, καλλιτεχνική αρτιότητα και όραμα και δίπλα σε αυτά τα στοιχεία να δένει άψογα το ασταμάτητο μαύρο χιούμορ αλλά και κάμποσες αιματηρές και απωθητικές για την εποχή κυκλοφορίας της δολοφονίες. Παράλληλα είναι και η απόδειξη του πόσο μεγάλος υπήρξε ο Vincent Price, ο οποίος θεωρεί το THEATRE OF BLOOD την κορυφαία ταινία της τεράστιας καριέρας του.
Είναι η πασίγνωστη πλέον ιστορία του Edward Lionheart, ενός ηθοποιού κολλημένου με τον Σαίξπηρ, που πρωταγωνιστεί μόνο σε θεατρικές παραστάσεις έργων του μέγα Βρετανού συγγραφέα και αυτός είναι ένας από τους λόγους που οι φλεγματικοί κριτικοί τον πήραν με κακό μάτι και επιδόθηκαν σε μια εκστρατεία στέρησης των κεκτημένων από έναν έτσι κι αλλιώς μεγάλο καλλιτέχνη. Όμως ο Lionheart το παίρνει κατάκαρδα και αυτοκτονεί, ενώ μετά από λίγο επιστρέφει από τον τάφο με ένα καλοστημένο σχέδιο εκδίκησης που θα βάλει τα πράγματα στη θέση τους.
Στο ρόλο του τραγικού αλλά ανισόρροπου καλλιτέχνη ο μέγας Vincent Price, τα δίνει όλα για άλλη μια φορά αποδεικνύοντας ότι δίκαια απόλαυσε το στάτους του σούπερ σταρ τόσο τη δεκαετία του 60 όσο και του 70. Ο άνθρωπος μοιάζει να κάνει επίδειξη δυνατοτήτων, δείχνοντας ξεκάθαρα ότι μπορούσε άνετα να συνδυάσει θεατρικές ερμηνείες υψηλής ποιότητας χωρίς να χάνει ούτε ελάχιστο από τα στοιχεία που έκαναν τους fans του τρόμου να τον λατρέψουν.
Με τις μεταμφιέσεις του, τις αλλαγές προφοράς, τις δηλητηριώδεις ατάκες, τις διαστρεβλωμένες ερμηνείες των έργων του Σαίξπηρ, ο Price δίνει τον ορισμό του one man show επισκιάζοντας με χαρακτηριστική άνεση όλους τους άλλους πρωταγωνιστές. Και δεν μιλάμε για αμελητέες ποσότητες εδώ. Το cast του THEATRE OF BLOOD είναι πρώτης γραμμής, όπως είναι γενικά καθετί στην ταινία. Κι όμως, όλοι ωχριούν μπροστά στα κέφια και την πολυπλοκότητα του μεγάλου Vincent Price που τους κάνει να περνούν σχεδόν απαρατήρητοι.
Όσο για επιμέρους σκηνές, τι να πρωτοθυμηθεί κανείς; Σχεδόν όλοι οι φόνοι είναι σκηνές ανθολογίας για το Βρετανικό και όχι μόνο σινεμά τρόμου, ενώ υπάρχουν και άλλες που αφήνουν τον θεατή με το στόμα ανοιχτό. Η παράσταση του Price μπροστά στην ομάδα απόκληρων αλκοολικών άστεγων είναι μια από αυτές, όπως και η σκηνή μέσα στη λέσχη ξιφασκίας, όπως και πολλές άλλες που δυσκολεύομαι να απαριθμήσω.
Βαρετά σημεία είναι μάταιο να αναζητήσει κανείς σε μια ταινία που έχει ρυθμό και δεν χάνει χρόνο με περιττές φλυαρίες, παρόλο που πλέον είναι τόσο γνωστή και αντιγραμμένη που είναι σχεδόν αδύνατο κάποιος που θα τη δει για πρώτη φορά να μην μαντέψει την εξέλιξη της υπόθεσης. Όμως η ομορφιά του πράγματος είναι ακριβώς αυτή. Ότι παρόλο που ο καθένας μπορεί να προβλέψει ακριβώς τι έχει γίνει, μένει καρφωμένος στη θέση του απολαμβάνοντας την τρομερή διεκπεραίωση του Douglas Hickox. Σε αυτή την κατεύθυνση και η γλυκόπικρη και επιβλητική μουσική του Michael J. Lewis που είναι πανταχού παρούσα
Ειλικρινά, έψαξα πολύ για στοιχεία που να με κάνουν να μην δώσω το μέγιστο των βαθμών στην βαθμολογία της ταινίας, αλλά βρήκα μόνο ένα. Το γεγονός ότι ο Lionheart δεν καθάρισε και τον τελευταίο εναπομείναντα κριτικό στο φινάλε, κάτι που όμως δεν μείωσε ούτε στο ελάχιστο την απόλαυση της προβολής αυτής της ιστορικής και κλασικής ταινίας. Ένα φινάλε που αφήνει το θεατή με ένα πλατύ χαμόγελο, συγκεντρώνοντας όλο το μαύρο χιούμορ και την τραγική ειρωνεία που διέπει το THEATRE OF BLOOD.
Μια αναγκαία προσθήκη σε κάθε συλλογή τρόμου και όχι μόνο και μια από τις πολλές τεράστιες στιγμές του μεγάλου Vincent Price, αξίζει σίγουρα το μάξιμουμ των βαθμών. Απλά αθάνατη και αξεπέραστη όσο κι αν προσπαθούν τα σύγχρονα θριλεράκια του σωρού να την μιμηθούν.