Τρεις ιστορίες τρόμου από το Κλαμπ των Τεράτων με τη συνοδεία rock και new wave τραγουδιών των 80’s!
Σχόλια:
Εδώ είμαστε! Μια από τις ταινίες που σημάδεψαν τη ζωή μου και υποθέτω και αρκετών άλλων στην ηλικία μου που είχαν την τύχη να τη δουν την εποχή που βγήκε. Τότε θυμάμαι κριτικοί και κοινό την είχαν θάψει όσο και τον ίδιο τον Βασιλιά του Τρόμου που είχε κατηγορηθεί για ξεπεσμό. Τα ίδια έσερναν και στην Amicus που η αλήθεια είναι ότι φυτοζωούσε εκείνη την περίοδο όπως και το σύνολο του Βρετανικού σινεμά τρόμου. Όμως βρισκόμασταν στα 80’s όπου κυριαρχούσε ο χαβαλές και η ανεμελιά στο σινεμά που καθιστούσαν την γνώριμη εμμονή των Βρετανικών στούντιο σε ατμοσφαιρικές φόρμουλες της δεκαετίας του 60 τουλάχιστον παρωχημένη.
Έτσι, ο δαιμόνιος Milton Subotsky και η παρέα του αποφάσισαν να κάνουν την μεγάλη έξοδο με μια τελευταία σπονδυλωτή ταινία που να συνδυάζει ατμόσφαιρα και τρόμο στην παράδοση της Amicus μαζί με την τρέλα των 80’s. Αποτέλεσμα είναι το THE MONSTER CLUB μια εντελώς feelgood ταινία που καταφέρνει να συνδυάζει αυτά τα στοιχεία άψογα και σε ορισμένα σημεία της να απογειώνεται πραγματικά.
Τις συστάσεις κάνουν οι Vincent Price και John Carradine, δύο ιερά τέρατα της σκηνής που παρουσιάζουν καθώς πίνουν το ποτό τους στο Monster Club, ένα κλαμπάκι στο οποίο συχνάζουν κάθε λογής τέρατα και δαιμόνια. Ο Price είναι βρικόλακας ενώ ο Carradine άνθρωπος και μάλιστα συγγραφέας βιβλίων τρόμου, οπότε υπολείπεται από την ιστορία διαφόρων φυλών τεράτων και ο Price δεν του χαλάει το χατίρι με 3 ιστορίες τρόμου.
Στην πρώτη ιστορία μια γυναίκα προσλαμβάνεται σαν βοηθός ενός μυστηριώδη ερημίτη που δεν βγαίνει ποτέ από το σπίτι το οποίο είναι γεμάτο πολύτιμα αντικείμενα, χρήματα και έργα τέχνης. Απώτερος στόχος της είναι η ληστεία, αλλά δεν ξέρει ότι ο ερωτευμένος μαζί της σκοτεινός τυπάς είναι στην πραγματικότητα ενός είδους δαίμονα που απλώς θέλει λίγη αγάπη. Στην δεύτερη, ένα μικρό αγόρι προσπαθεί να προστατεύσει τον βρικόλακα πατέρα του από τις ξύλινες στέκες του κυνηγού βρικολάκων Donald Pleasence και της παρέας του, ενώ στην τρίτη ένας παραγωγός ταινιών τρόμου βρίσκει την ιδανική τοποθεσία για γυρίσματα σε μια μυστηριώδη αχαρτογράφητη πόλη που όμως κρύβει ένα θανάσιμο μυστικό.
Από πλευράς των ιστοριών καθαυτών, το THE MONSTER CLUB είναι ίσως η λιγότερο άνιση σπονδυλωτή που μου έρχεται στο μυαλό. Όλες οι ιστορίες έχουν το ενδιαφέρον τους, με την πρώτη να είναι ατμοσφαιρική αλλά και η πιο κοινότυπη, την δεύτερη να ξεχωρίζει κυρίως λόγω του τρομερού μαύρου χιούμορ και της ερμηνείας του Donald Pleasence, ενώ την τρίτη να είναι η πιο τρομακτική και ατμοσφαιρική και κατά την προσωπική μου εκτίμηση μια από τις καλύτερες σε Βρετανική σπονδυλωτή ταινία.
Γενικά εύκολα παρατηρεί κανείς μια αξιοθαύμαστη σταθερότητα στην ποιότητα μεταξύ των ιστοριών που αν μη τι άλλο δεν είναι συνηθισμένο σε ταινίες του είδους. Από θεματικές επιρροές ξεχώρισα το προφανές FRIGHT NIGHT που σίγουρα επηρρεάστηκε από την δεύτερη ιστορία ενώ στην τρίτη υπάρχουν στοιχεία από το NIGHT OF THE LIVING DEAD μέχρι τη λογοτεχνία του Lovecraft που δίνουν και την τρομερή ατμόσφαιρα πανικού και κλειστοφοβίας.
Από ερμηνείες δεν χρειάζεται να επιμείνουμε πολύ μιας και οι περισσότερες είναι στο κλίμα χαβαλέ της ταινίας. Εκεί πάντως έχουμε τους Vincent Price και John Carradine, με τον πρώτο να κερδίζει την άτυπη μεταξύ τους μονομαχία τόσο σε χρόνο συμμετοχής όσο και σε ατάκες, για να μην μιλήσω για τις χορευτικές του φιγούρες! Από τους υπόλοιπους όλοι είναι μια χαρά με τον Anthony Steel να ξεχωρίζει, όπως και την πανέμορφη Britt Ekland στην δεύτερη ιστορία.
Ενδιάμεσα όμως από τις ιστορίες και τις ερμηνείες των πρωταγωνιστών είναι τα στοιχεία πολλοί θα ερωτευτούν και άλλοι θα μισήσουν το THE MONSTER CLUB. Και ενώ οι δύο βετεράνοι της σκηνής φαίνονται να διασκεδάζουν με την ψυχή τους και είναι απολαυστικοί, την παράσταση κλέβουν τα 4 ολόκληρα τραγούδια 80’s pop- rock που ακούγονται ενδιάμεσα από τις ιστορίες.
Εκεί είναι που φαντάζομαι αρκετοί φίλοι θα έχουν τις αντιρρήσεις τους, αλλά εγώ σαν γνήσιο παιδί των 80’s δεν χρειάζεται να πω αν μου άρεσαν ή όχι! Πάντως η αλήθεια είναι ότι δεν μπορώ να αποφασίσω αν θα ήταν καλύτερα ή όχι αν έλειπαν τα τραγουδάκια. Από τη μία θα σοβάρευαν πολύ τα πράγματα αλλά από την άλλη δύσκολα θα παρέμενε η πανταχού παρούσα ανάλαφρη και «ανεβαστική» διάθεση.
Πέρα από τις προσωπικές μουσικές προτιμήσεις του καθενός, κανείς οφείλει να αναγνωρίσει στο THE MONSTER CLUB την απόλυτη και ολοκληρωτική επιτυχία στο να παραδώσει τα αγαθά. Είναι διασκεδαστικότατο, με τρομερό ρυθμό που δεν πέφτει σε καμία στιγμή και εκεί που χρειάζεται γίνεται ατμοσφαιρικό, εμπνευσμένο και τρομακτικό. Εκτός από αυτά η ταινία ανεβάζει τη διάθεση και ειλικρινά δεν μπορώ να φανταστώ την ψυχοσύνθεση κάποιου που δεν θα είναι έτοιμος για πάρτι αμέσως μετά το τέλος της προβολής.