Τρεις ιστορίες τρόμου που αφηγείται ένας ερημίτης σε μια δημοσιογράφο που ήρθε να τον ρωτήσει για την πρόσφατα εκτελεσμένη ανιψιά του.
Σχόλια:
Η συγκεκριμένη σπονδυλωτή ταινία είναι μια από τις τελευταίες στη φιλμογραφία του Vincent Price, του ανθρώπου που ταύτισε το όνομα του με τη σκηνή του τρόμου όσο ελάχιστοι. Ο άρχοντας του τρόμου υποδύεται τον White έναν ερημίτη που μένει στο διαβόητο σπίτι των White και που η ανιψιά του (Martine Beswick) μόλις εκτελέστηκε με θανατηφόρα ένεση. Αυτό είναι και το πρόσχημα για την επίσκεψη μιας δημοσιογράφου (Susan Tyrrell) στο αρχοντικό κατά την οποία ο οικοδεσπότης θα της διηγηθεί τέσσερις ιστορίες τρόμου που δείχνουν την δύναμη του σπιτιού που οδήγησε την ανιψιά του στο φόνο.
Όπως σε όλες τις σπονδυλωτές ταινίες κάποιες ιστορίες είναι καλύτερες από τις άλλες και στο FROM A WHISPER TO A SCREAM αυτό φαίνεται πιο έντονα αφού η διαφορά ποιότητας μεταξύ των ιστοριών είναι μεγάλη. Η πρώτη περιγράφει την πορεία ενός καταπιεσμένου ανθρωπάκου προς την απόλυτη παράνοια, το φόνο και τη νεκροφιλία και στη δεύτερη ένας άπληστος άνδρας έρχεται τόσο κοντά αλλά και τόσο μακριά με το μυστικό της αιώνιας ζωής.
Η τρίτη είναι η ιστορία ενός έρωτα μεταξύ μίας νεαρής και ενός μέλους περιοδεύοντα freak show με την ικανότητα να τρώει μέταλλα και γυαλί σαν να ήταν κορν φλέικς και η τέταρτη το πώς κατά τη διάρκεια του εμφυλίου ένας αδίστακτος στρατιωτικός και η διμοιρία του πιάνονται αιχμάλωτοι από στρατό παιδιών- κανίβαλων.
Με φωτεινή ίσως εξαίρεση την τελευταία ιστορία που έχει το μεγαλύτερο σεναριακό ενδιαφέρον, οι υπόλοιπες γενικά κυμαίνονται σε ρηχά νερά από πλευράς πρωτοτυπίας και ενδιαφέροντος. Το θέαμα είναι γενικά σε σταθερά επίπεδα αλλά κάθε μια από τις ιστορίες έχει κάτι να επιδείξει έτσι ώστε να μην ξεχνιέται ιδιαίτερα εύκολα.
Κυρίως αυτό έχει να κάνει με σκηνές gore, που υπάρχουν σε αφθονία στην ταινία και ορισμένες είναι πραγματικά εντυπωσιακές. Στην τελευταία ιστορία εκτός από αρκετές τέτοιες υπάρχει και ένας φορμαρισμένος Cameron Mitchell που είναι απολαυστικός και είναι χιλιόμετρα μπροστά από όλους τους υπόλοιπους. Ο Mitchell όμως βοηθιέται και από το σενάριο που στην περίπτωση της ιστορίας του είναι ίσως ότι πιο αγωνιώδες και πρωτότυπο είχε να επιδείξει η ταινία.
Οι υπόλοιπες ιστορίες δεν έχουν τέτοιου είδους βοήθεια, αλλά κι εκεί υπάρχουν ερμηνείες που ξεχωρίζουν όπως του Clu Gulager στην πρώτη ιστορία που είναι κάτι μεταξύ DERANGED και COMBAT SHOCK. Η δεύτερη μάλλον είναι η πιο αδιάφορη απ΄ όλες ενώ η τρίτη ξεχωρίζει παρόλα τα προβλήματα της κυρίως λόγω μιας εντυπωσιακής σε εκτέλεση σπλατεριάς. Από εκεί και πέρα υπάρχει και η επικαλυπτική ιστορία με τα δύο πιο ηχηρά ονόματα του cast σε πρώτο πλάνο, που όμως δεν καταφέρνουν να την ανεβάσουν πολύ περισσότερο.
Πρέπει πάντως να αναγνωρίσει κανείς στην ταινία έναν γρήγορο ρυθμό με τις ιστορίες να αποφεύγουν τις περιττές φλυαρίες, αρκετά καλή ατμόσφαιρα που σε μερικές στιγμές γίνεται ιδιαίτερα έντονη και νοσηρή και πολλές σπλατεριές που θα ικανοποιήσουν σίγουρα τους fans. Όμως εξίσου φανερά είναι και τα σημάδια της παρακμής του σινεμά τρόμου των τελών της δεκαετίας του 80 ευτυχώς όχι σε βαθμό που να καθιστά την ταινία μη διασκεδαστική.
Σε γενικές γραμμές πρόκειται για μια καλή επιλογή για τους φίλους των μεταγενέστερων σπονδυλωτών ταινιών τρόμου που γενικά χτυπάει κατευθείαν στην καρδιά των horror fans. Όσο για τον Vincent Price, τον οποίο έψησε ο ίδιος ο νεαρός τότε Jeff Burr για να παίξει στην ταινία, είναι ο γνώριμος άρχοντας στον λίγο χρόνο συμμετοχής του που χωρίς καμία βοήθεια από το σενάριο κάνει τη δουλειά του χωρίς πολλά- πολλά.
Το κλείσιμο σε μια τεράστια καριέρα στο σινεμά τρόμου για τον Vince ήρθε ένα χρόνο αργότερα με το DEAD HEAT. Σίγουρα όχι οι καλύτεροι δυνατοί επίλογοι για μια δοξασμένη καριέρα, αλλά οι fans του τρόμου στους οποίους απευθύνεται η ταινία δεν χρειάζονται δυνατά μπαμ- μπουμ κι εκρήξεις για να εκτιμήσουν μια από τις μεγαλύτερες μορφές του είδους και όχι μόνο.