Ένας νεαρός μαζί με το σκύλο του με τον οποίο επικοινωνεί τηλεπαθητικά γυρίζουν την κατεστραμμένη από το πυρηνικό ολοκαύτωμα Γη προς αναζήτηση φαγητού και σεξ.
Σχόλια:
Άλλη μια τρανή απόδειξη του ότι η δεκαετία του 70 ήταν η καλύτερη για το σινεμά επιστημονικής φαντασίας με δεκάδες ταινίες χαμηλού προϋπολογισμού που ξεχώρισαν λόγω του οράματος και της πρωτοτυπίας τους. Το A BOY AND HIS DOG ανήκει στην κατηγορία των μετά- αποκαλυπτικών ταινιών που άνθισαν τόσο τη δεκαετία του 70 όσο και του 80, αλλά που το θράσος και η φρεσκάδα του το ξεχωρίζουν με άνεση από τις υπόλοιπες. Βασισμένη πάνω στην ομώνυμη νουβέλα του Harlan Ellison, είναι μια ξεχωριστή ταινία του είδους που δεν απευθύνεται σε όλους.
Είναι η ιστορία ενός αγοριού ονόματι Vic (Don Johnson) που το 2042 και μετά από τον 4ο Παγκόσμιο Πόλεμο που έφερε το πυρηνικό ολοκαύτωμα προσπαθεί να επιβιώσει στην αφιλόξενη γη. Μαζί του ο πιστός του φίλος Blood, ένας σκύλος με τον οποίο ο Vic επικοινωνεί τηλεπαθητικά και φτιάχνουν ένα αλληλοσυμπληρώμενο ντουέτο που ο ένας εξαρτάται από τον άλλο. Μέσα στα καθήκοντα του Blood, εκτός από το να μάχεται με τους δεκάδες κινδύνους που υπάρχουν στην έρημο κατά τη διάρκεια αναζήτησης τροφής, είναι και η εύρεση γυναικών για την ικανοποίηση του Vic.
Η συνάντηση με την όμορφη Quilla June (Susanne Benton) θα βάλει το αγόρι και το σκύλο του σε περιπέτειες καθώς ο Vic δεν αντιστέκεται στη γοητεία της Quilla June και πέφτει με τα μούτρα αγνοώντας τον Blood που από την αρχή δεν την είδε με καλό μάτι. Το σκυλί, που είναι το μυαλό της ομάδας, παρατηρεί ότι η συμπεριφορά της μικρής είναι λίγο πιο βολική απ’ όσο περίμενε και «μυρίστηκε» την παγίδα που σύντομα θα μετέφερε τον Vic σε μια αρρωστημένη εκδοχή των σύγχρονων κοινωνιών του παρόντος. Οι τελευταίοι ζουν υπόγεια και έχουν καταφέρει να διατηρήσουν ως ένα βαθμό την παραδοσιακή κοινωνία, αλλά λόγω της διαμονής τους υπόγεια οι άνδρες δεν είναι γόνιμοι και έτσι βλέπουν στο πρόσωπο του Vic τον ιδανικό… «δωρητή» σπέρματος.
Μια παράξενη αλλά από κάθε άποψη αξιέπαινη προσπάθεια από τον σκηνοθέτη L.Q. Jones που ξεκινάει από την τυπική περιβάλλον της Γης μετά το πυρηνικό ολοκαύτωμα και στα συντρίμμια του φτιάχνει μια πρωτότυπη και ψαγμένη κοινωνία που χωρίζεται σε δύο στρατόπεδα. Αυτό των «πάνω» σαν τον πρωταγωνιστή, σε κατάσταση λίγο πριν την αποκτήνωση που ζουν σε διαρκή εμπόλεμο συναγερμό και στους «κάτω» που απέφυγαν κάπως την καταστροφή κατά τη διάρκεια του πολέμου κάνουν την ύστατη προσπάθεια να κρατηθούν στις δοκιμασμένες και παραδοσιακές κοινωνικές δομές. Στη μέση όλων αυτών, το αγόρι και ο σκύλος του είναι δύο φιγούρες που όσο παράξενες και να φαίνονται, δένουν απόλυτα σε αυτό το περιβάλλον.
Ο μεν Vic, που ερμηνεύει πολύ καλά ο νεότατος Don Johnson είναι γενικά αδίστακτος και μέτριων διανοητικών δυνατοτήτων αλλά σφύζει από υγεία σε μια εποχή που ο κανιβαλισμός είναι η ενδεδειγμένη διατροφική επιλογή και τα μεθεόρτια 40 χρόνων ραδιενέργειας είναι κάτι παραπάνω από φανερά στον αποκτηνωμένο πληθυσμό. Από την άλλη, ο σκύλος αναλαμβάνει το ρόλο του συντονιστή, εγκεφάλου και φύλακα- άγγελου στην σχέση. Η σχέση τους έχει το κύριο ενδιαφέρον από πλευράς σεναρίου, που είναι γενικά αρκετά φιλόδοξο αλλά μοιάζει χωρίς κάποια ιδιαίτερη κατεύθυνση.
Ακόμα όμως και σαν αποσπασματική αφήγηση των περιπετειών του ντουέτου, η ταινία πετυχαίνει καταφέρνοντας να είναι ταυτόχρονα τρομακτική όσο και αρκετά αστεία. Το μαύρο χιούμορ είναι πανταχού παρών και στρατηγικά τοποθετημένο και στο φινάλε πραγματικά σπάει κοκάλα! Όμως το γενικότερο ύφος είναι μουντό και απαισιόδοξο με λίγες εκλάμψεις φωτός που προέρχονται κυρίως από τους δύο πρωταγωνιστές και την μεταξύ τους σχέση και την σατιρική διάθεση με την οποία ρίχνει της μπηχτές του ο σκηνοθέτης στην σύγχρονη κοινωνία των ΗΠΑ.
Από εκεί και πέρα έχουμε και τον αναγκαίο 70’s προβληματισμό που δεν λείπει από καμία Αμερικάνικη ταινία επιστημονικής φαντασίας της εποχής, που όμως δεν γίνεται βαρύς και κουραστικός και δεν εμποδίζει την ταινία να παραμένει διασκεδαστική και ενδιαφέρουσα στην περισσότερη διάρκεια της. Τα θέματα που προκύπτουν είναι πολλά, αλλά όλα καταλήγουν στην συνειδητοποίηση ότι ο τρόπος που επέλεξε να παρουσιάσει το μέλλον του ανθρώπινου γένους ο σκηνοθέτης και το σενάριο είναι αξιέπαινος όσο ανήθικος και σκληρός και να φαίνεται.
Και για να μην ξεχνιέμαι, υπάρχουν μεταξύ άλλων και αρκετές καλογυρισμένες σκηνές δράσης, ενώ η αίσθηση του ότι παρακολουθούμε το μέλλον είναι ξεκάθαρη παρόλο τον μικρό προϋπολογισμό που είχε στη διάθεση της η ομάδα παραγωγής. Αλλά αυτά είναι απλά βοηθήματα σε μια ταινία που και χωρίς καθόλου στοιχεία της δοκιμασμένης συνταγής ήταν από την αρχή καταδικασμένη να επιτύχει. Ο στόχος του σκηνοθέτη L.Q. Jones να φτιάξει μια μοναδική ταινία που αψηφάει κατηγοριοποιήσεις και εκτός από ψυχαγωγικότατη αποτελεί και τροφή για σκέψη φαίνεται να επετεύχθη πανηγυρικά.
Πολλοί έχουν κατατάξει το A BOY AND HIS DOG μέσα στις 10 καλύτερες ταινίες επιστημονικής φαντασίας όλων των εποχών και αν και κάτι τέτοιο μου μοιάζει λίγο τραβηγμένο, δεν μπορώ να διαφωνήσω με ζήλο. Πρόκειται για μια ταινία που δείχνει όλο και περισσότερα με επαναλαμβανόμενες προβολές, αλλά σίγουρα είναι από κάθε άποψη ένα γεμάτο 90 λεπτό που δένει στοιχεία δράματος, κωμωδίας, δράσης, σάτιρας και αισθήματος με ζηλευτό τρόπο και, αν μη τι άλλο, πρέπει να προσεχτεί από τους φίλους του είδους πολύ περισσότερο.
Και οι τρεις εκδόσεις είναι χωρίς περικοπές. Καλύτερες οι δύο Αμερικάνικες λόγω extras. Πιθανόν να υπάρχει και σε άλλες budget εκδόσεις με ποιότητα εικόνας VHS.